Γιατί ο Warren Buffett αγοράζει μετοχές ενέργειας με τις τιμές στα ύψη
Τον τελευταίο μήνα οι τιμές του πετρελαίου έχουν εκτοξευθεί – το διαπιστώνει αμέσως ο οδηγός που πάει να φουλάρει το ρεζερβουάρ του και ο κάθε επενδυτής (στη Δύση) στον κλάδο πετρελαίου/φυσικού αερίου που καρπώνεται τα κέρδη. Το εάν οι μετοχές ενέργειας συνεχίσουν να υπεραποδίδουν θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη διάρκεια των κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας. Ωστόσο, οι διαχειριστές ενεργειακών κεφαλαίων, οι στρατηγικοί επενδυτές και ο Warren Buffett εξακολουθούν να είναι αισιόδοξοι.
Ο ενεργειακός κλάδος του S&P 500 ήταν ο κορυφαίος για το 2021 σημειώνοντας ράλι 53%, αφού “έσβησε” την κατρακύλα του 2020, ενώ από την αρχή του έτους ενισχύεται κατά 32%, αψηφώντας την πτώση του ευρύτερου δείκτη κατά 7,4%. Η τιμή της Occidental Petroleum έχει διπλασιαστεί μες στο 2022 και οι τίτλοι των αμερικανικών ενεργειακών “κολοσσών” –Exxon Mobil, Chevron και ConocoPhillips– έχουν προσθέσει άνω του 30%.
Ο Buffett “βλέπει” περαιτέρω άνοδο των τιμών και γι’ αυτό η Berkshire Hathaway έχει αγοράσει 136,4 εκατ. μετοχές της Occidental αξίας 7,9 δισ. δολαρίων από τις 28 Φεβρουαρίου, αποκτώντας το 14,6% της εταιρείας. Η μετοχή της Berkshire χτύπησε ιστορικά υψηλά τον Μάρτιο, φέρνοντας τον Buffett στην 5η θέση της λίστας με τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, με την περιουσία του να αποτιμάται στα 125 δισ. δολάρια.
Ο κλάδος ακολουθεί εκ διαμέτρου αντίθετη πορεία σε σχέση με την υπόλοιπη αγορά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία κυριαρχεί στο μακροοικονομικό πεδίο και οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας μπορεί να ευνοούν τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, ωστόσο είναι επιζήμιες για την υπόλοιπη οικονομία. Στις 8 Μαρτίου, η τιμή του αργού διαμορφώθηκε σε υψηλό 14 ετών στα 123,70 δολάρια το βαρέλι, αφού οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο επέβαλαν εμπάργκο στις εισαγωγές πετρελαίου από τη Ρωσία. Έκτοτε οι τιμές έχουν διολισθήσει προς τα 100 δολάρια το βαρέλι, αφενός λόγω των τοπικών lockdown που επιβλήθηκαν στην Κίνα για να σβήσουν οι νέες εστίες έξαρσης του κορονοϊού και αφετέρου λόγω των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων που διεξάγονται μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
“Πάρα πολλά εξαρτώνται από το αν θα τερματιστούν ή όχι οι εχθροπραξίες στην Ουκρανία, επομένως όταν αγοράζεις μια πετρελαιοπαραγωγό εταιρεία αυτή την περίοδο, ουσιαστικά ποντάρεις στο αν αποκλιμακωθεί ή όχι η ουκρανική κρίση”, επισημαίνει ο Matt Niblack, συνδιευθυντής συστημάτων πληροφορικής του ενεργειακού fund HITE Hedge, αξίας 700 εκατ. δολαρίων.
Ακόμη και αν Κίεβο και Μόσχα καταλήξουν σύντομα σε κάποια συμφωνία για παύση των εχθροπραξιών, ο Niblack και άλλοι εμπειρογνώμονες εκτιμούν ότι δεν θα ανακοπεί η ανοδική πορεία των μετοχών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία το 2021 προμηθεύτηκε από τη Ρωσία το 45% των εισαγωγών της σε φυσικό αέριο και περίπου το 25% σε αργό πετρελαίου, δεσμεύτηκε την περασμένη εβδομάδα να μειώσει τις αγορές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου κατά δύο τρίτα φέτος και να τις μηδενίσει μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Πώς σκοπεύει να το πετύχει αυτό η ΕΕ; Εν μέρει επιταχύνοντας τη μετάβασή της στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – παρόλο που οι ηλιακοί συλλέκτες και οι ανεμογεννήτριες είναι αδύνατον να αναπληρώσουν τα 155 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου που αγόρασε το ευρωπαϊκό μπλοκ από τη Μόσχα πέρυσι. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, η αιολική και η ηλιακή ενέργεια μπορούν να αναπληρώσουν 20 δισ. κυβικά μέτρα το 2022 και το μπλοκ μπορεί να εισάγει επιπλέον 50 δισ. κυβικά μέτρα υγροποιημένου φυσικού αερίου ετησίως από χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Νορβηγία και το Κατάρ, δημιουργώντας μια νέα πηγή ζήτησης για τους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η S&P Global θεωρεί ότι η πλεονάζουσα παραγωγική δυνατότητα του OPEC σε αργό είναι “μάλλον περιορισμένη” και πως όλα τα μέλη του καρτέλ –εκτός της Σαουδικής Αραβίας– ενδέχεται να έχουν εξαντλήσει τα όρια της επιπλέον παραγωγής τους έως τον Μάιο.
“Νομίζω ότι οι επενδυτές έκαναν λάθος που είδαν αυτές τις εταιρείες ως μέρος ενός κλάδου χωρίς μέλλον, ως οντότητες χωρίς τελική αξία”, σημειώνει ο Sean Fieler, επικεφαλής επενδύσεων του fund Equinox Partners, αξίας 700 εκατ. δολαρίων. “Επικρατούσε απαισιοδοξία για τον κλάδο με γνώμονα την ESG, η οποία δεν συνάδει με τα θεμελιώδη μεγέθη της προσφοράς και της ζήτησης”, προσθέτει.
Αν και έχει διπλασιαστεί από το φθινόπωρο του 2020, ο ενεργειακός τομέας του S&P 500 συνεχίζει να υστερεί σημαντικά σε σχέση με τα επίπεδα του 2014 – την τελευταία φορά που το πετρέλαιο σκαρφάλωσε πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι. Ο Fieler πιστεύει ότι οι μετοχές πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι υποτιμημένες, και υπενθυμίζει τις απαισιόδοξες τιμές των futures παραδόσεως Δεκεμβρίου 2026 για το αργό κάτω από τα 70 δολάρια το βαρέλι, παρόλο που οι αναλυτές προβλέπουν ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου και φυσικού αερίου θα αυξηθεί τα επόμενα πέντε χρόνια.
“Το καλύτερο που έχει να κάνει η συντριπτική πλειονότητα των επενδυτών είναι να παραμείνει σταθερή στο πλάνο της και να μην επηρεάζεται από πηχυαίους τίτλους. Αυτό που έχει σημασία είναι να αναλογιστούν τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις”, προτείνει ο Yung-Yu Ma, επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής της BMO Wealth Management. “Πιστεύουμε ότι μία από αυτές θα είναι η αύξηση των οικιακών δαπανών, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, που θα γυρίσει τα “γρανάζια” της οικονομίας”.