Σκεπτικισμός και ανησυχία για τις συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Ακόμη και οι πλέον έμπειροι στρατιωτικοί και διπλωμάτες αδυνατούν ή αποφεύγουν να κάνουν προβλέψεις για το τέλος των ρωσικών πολεμικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία.
Τα διεθνή τηλεοπτικά Μέσα μεταδίδουν αδιαλείπτως σκληρές σκηνές από καταστροφές κατοικημένων περιοχών και ατέλειωτες ανθρώπινες πομπές αμάχων να παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς μέσω ειρηνευτικών διαδρόμων, και αυτών όχι πάντοτε ασφαλών. Εκείνο που προκαλεί μεγάλη εντύπωση είναι η παντελής, σχεδόν, έλλειψη εσωτερικών αντιδράσεων στη Ρωσία για τον συνεχιζόμενο πόλεμο, όπως, πιθανότατα, θα συνέβαινε σε δυτικές χώρες, αν εμπλέκονταν σε ανάλογες επιχειρήσεις.
Παράδειγμα, οι αντιδράσεις που είχαν σημειωθεί στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ, ιδιαίτερα όταν η τότε κυβέρνηση ανήγγειλε την πρόθεσή της για υποχρεωτική στράτευση και αυξάνονταν οι ανθρώπινες απώλειες, με τα τηλεοπτικά δίκτυα να δείχνουν συνεχώς τα στρατιωτικά μεταγωγικά αεροπλάνα που μετέφεραν τα φέρετρα των πεσόντων στα πεδία των μαχών. Μαζικές ήταν και οι αντιδράσεις του φοιτητικού κόσμου και ιδιαίτερα του γνωστού Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ της Πολιτείας της Καλιφόρνιας.
Οξυδερκής συνάδελφος, με υπηρεσιακή θητεία στη Ρωσία και γνώση της ρωσικής κοινωνίας, σε σχετική συζήτησή μας, απέδωσε την απουσία ανάλογων αντιδράσεων στη Ρωσία στη μοιρολατρική σχεδόν ταύτιση και την τυφλή υπακοή των ρώσων πολιτών στις αποφάσεις των κυβερνώντων ή ακόμη και στον φόβο έναντι των κατασταλτικών δυνάμεων και της αστυνομίας. Τελευταίως, βέβαια, σημειώνονται αρκετές αντιδράσεις, προσωπικού όμως χαρακτήρα, ιδιαίτερα από άτομα που ανήκουν κυρίως στον δημοσιογραφικό και καλλιτεχνικό κόσμο.
Αν, όπως αναμένεται να συμβεί, η ουκρανική επικράτεια καταλειφθεί από τις ρωσικές δυνάμεις, τότε ο ισχύων γεωπολιτικός χάρτης της Ευρώπης πιθανότατα θα αλλάξει. Στο μεταξύ, ενώ ο πόλεμος μαίνεται, με πόλεις να καταστρέφονται και εκατοντάδες χιλιάδες αμάχων να εγκαταλείπουν τη χώρα ή να καταφεύγουν σε υπόγεια καταφύγια, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο εμπόλεμων συνεχίζονται και ήδη διανύουν τον τέταρτο κύκλο τους. Ελπίζουμε να μη μιμηθούν τις… ατέρμονες ελληνοτουρκικές διερευνητικές διαπραγματεύσεις! Είναι κάτι παραπάνω από φανερό ότι με τις συνεχιζόμενες πολεμικές επιχειρήσεις η Ρωσία αποβλέπει στην κατάληψη όλης της ουκρανικής επικράτειας, γεγονός που θα τη θέσει σε θέση υπεροχής και δυνατότητας επιβολής των όρων συνθηκολόγησης και ειρήνης. Θα τους επαναλάβουμε συνοπτικά, με τις δέουσες, ασφαλώς, επιφυλάξεις, επειδή στο μεταξύ πολλά πράγματα και καταστάσεις μπορεί να έχουν αλλάξει. Ποιες είναι οι απαιτήσεις των Ρώσων προκειμένου να προχωρήσουν σε κατάπαυση του πυρός και τερματισμό των πολεμικών επιχειρήσεων;
Σύμφωνα με διάφορες δηλώσεις και διαρροές στα διεθνή Μέσα Ενημέρωσης, βασικό αίτημα του Προέδρου Πούτιν για ειρήνευση είναι η ρητή παραίτηση από πλευράς των Ουκρανών για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, ενώ τελευταίως προστέθηκε και η κήρυξη διαρκούς ουδετερότητας, κατά το πρότυπο της Αυστρίας μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Βέβαια παραμένουν εν ισχύει και οι λοιπές γνωστές απαιτήσεις, όπως αναγνώριση της προσάρτησης της Κριμαίας, παραχώρηση καθεστώτος ευρείας αυτονομίας στις ανατολικές ρωσόφωνες περιοχές, οι πληθυσμοί των οποίων, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, είναι ρωσικής καταγωγής και χριστιανοί ορθόδοξοι, καθώς και η αποναζιστικοποίηση της χώρας. Ο ουκρανός Πρόεδρος φέρεται να δηλώνει πρόθυμος να αποδεχθεί το πρώτο αίτημα, αλλά ζητεί συνεχώς και επιμόνως προσωπική συνάντηση με το ρώσο ομόλογό του, χωρίς, μέχρι στιγμής, να υπάρχει ανταπόκριση.
Οι εχθροπραξίες και ο πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα σταματήσουν. Κανένας πόλεμος δεν μπορεί να συνεχίζεται επί μακρόν και θα επέλθει ειρήνευση. Όμως η ειρήνη δεν θα κλείσει τις πληγές στις μνήμες και στις σχέσεις των δύο λαών, όσο και αν ο πολιτικός ρεαλισμός επιβάλλει τη λήθη. Πολύ δύσκολα οι Ουκρανοί, αλλά και οι Ρώσοι, που έζησαν τη φρίκη του πολέμου και θα υποστούν τις συνέπειες και στο μέλλον, θα αποδώσουν ευθύνες μόνο στον αυταρχισμό του Πούτιν ή στην πολιτική ανεπάρκεια του Ζελένσκι.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που έχει ήδη επηρεάσει τη ζωή στην Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, θα έχει –όπως ήδη διαφαίνεται– και βαθύτερες συνέπειες. Πιθανότατα βαίνουμε προς τη δημιουργία ενός νέου διπολικού συστήματος, που θα εκφράζεται από τη μία πλευρά από τον Δυτικό Κόσμο και από την άλλη από τη Ρωσία και την Κίνα, με ουδέτερο τον υπόλοιπο κόσμο. Το νέο αυτό διπολικό σχήμα δεν θα στηρίζεται στην ιδεολογική διαφορά, όπως το προηγούμενο (καπιταλιστική, δημοκρατική Δύση – Σοβιετική, κομμουνιστική Ανατολή), αλλά στη γεωπολιτική κατανομή συμφερόντων και επιρροών. Ένα τέτοιο νέο παγκόσμιο σύστημα ευνοεί κυρίως τις ΗΠΑ, οι οποίες, με τις συνεχείς δηλώσεις του Προέδρου Μπάιντεν και της εκπροσώπου του Λευκού Οίκου, που τόνιζαν ότι δεν θα εμπλακούν σε πόλεμο με τη Ρωσία για το Ουκρανικό, σίγουρα ενθάρρυναν τον Πούτιν να αποφασίσει την εισβολή.
Η Ευρώπη πληρώνει ήδη βαρύ τίμημα με τη μεγάλη αύξηση των τιμών στα καύσιμα και στο φυσικό αέριο, με πολλά νοικοκυριά, κυρίως στη χώρα μας, να βρίσκονται σε απόγνωση. Εξάλλου επιβραδύνεται ή και αναβάλλεται επ’ αόριστον η διαδικασία ενοποίησης, με αποτέλεσμα η ΕΕ να εξακολουθήσει να παίζει περιορισμένο ή και ασήμαντο ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή. Από την πρώτη κιόλας ημέρα της ουκρανικής κρίσης η χώρα μας επέλεξε να συνταχθεί με τη θέση των άλλων δυτικών χωρών, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αφού καταδίκασε τη ρωσική εισβολή, εκφράζοντας μάλιστα την έμπρακτη συμπαράστασή της στην Ουκρανία με αποστολή, εκτός των άλλων, και πολεμικού υλικού. Σωστή μεν και επιβαλλόμενη από το προηγούμενο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 η πρώτη επιλογή, συζητήσιμη όμως η ορθότητα της δεύτερης.
Η Ελλάδα, λόγω ιστορικής παράδοσης, με παρουσία αιώνων του Ελληνισμού στις περιοχές του πολέμου αλλά και των φιλικών σχέσεων του ελληνικού με τον ρωσικό λαό, θα μπορούσε να διεκδικήσει και να παίξει έναν μεσολαβητικό ρόλο, που θα αναδείκνυε και τη φιλειρηνική παράδοση και διάθεση του ελληνικού λαού. Δυστυχώς, τον ρόλο αυτό πέτυχε να τον αναλάβει η Τουρκία, η γενικότερη συμπεριφορά της οποίας στην περιοχή κάθε άλλο παρά συνηγορεί στο να της παρέχεται τέτοια δυνατότητα, που την εμφανίζει ως φιλειρηνική χώρα. Μεσολαβητικό ρόλο έχει αναλάβει και το Ισραήλ, που ως γνωστόν έχει ιδιαίτερους δεσμούς με τις ΗΠΑ, και οπωσδήποτε πολύ ισχυρότερους από εκείνους με τη Ρωσία και την Ουκρανία. Διαθέτει όμως εμπειρία και ευμενή αποδοχή από τις εμπλεκόμενες χώρες.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ