Τραβούν στα άκρα Ουάσινγκτον – Μόσχα, έρμαιο η Ευρώπη!

Τραβούν στα άκρα Ουάσινγκτον – Μόσχα, έρμαιο η Ευρώπη!

Αδιέξοδο διαρκείας στην ουκρανική κρίση

-Τι προσπαθεί να πετύχει η Τουρκία με τον ρόλο του «επιτήδειου ουδέτερου»

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Αποφασισμένες να οδηγήσουν σε δραματικό αδιέξοδο την κρίση της Ουκρανίας δείχνουν Δύση και Ρωσία, καθώς μια αντιπαράθεση που ξεκίνησε ως μέσο πίεσης για διπλωματικές συζητήσεις εξελίχθηκε σε στρατιωτική εισβολή και κατοχή μέρους της Ουκρανίας και πλέον εκτροχιάζεται σε μια στρατηγικής σημασίας σύγκρουση.

Στη σύγκρουση αυτή ο μεν Βλαντιμίρ Πούτιν αναζητεί τη ρεβάνς του Ψυχρού Πολέμου και την εγκαθίδρυση νέας τάξης πραγμάτων, όπου η Ρωσία θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, διασφαλίζοντας έτσι και την επιβίωση του καθεστώτος του, η δε Δύση, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, θέλει να δώσει τέλος στην πατρωνία, την οποία επιδιώκει η Μόσχα επί ανεξαρτήτων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά συγχρόνως μπαίνει στον πειρασμό να τελειώσει μια και καλή με τη Ρωσία και τον παγκόσμιο ρόλο που ακόμη διεκδικεί αλλά και να ξεμπερδέψει με το καθεστώς Πούτιν.

Πλέον, μετά και την αποτυχημένη διαμεσολάβηση της Τουρκίας, με τη συνάντηση Λαβρόφ – Κουλέμπα στην Αττάλεια, είναι προφανές ότι τουλάχιστον η Ρωσία δεν πρόκειται να κάνει πίσω μέχρις ότου επιβάλει την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Ουκρανίας, ενώ συγχρόνως θέλει να αποδείξει στη Δύση ότι δεν κάμπτεται από τις πρωτοφανείς κυρώσεις που έχουν επιβληθεί εις βάρος της.

Η Ρωσία θα υποστεί σοβαρό πλήγμα με τις κυρώσεις, αλλά γνωρίζει ότι τα δυνατά χαρτιά της, το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο –παρά τους λεονταρισμούς της Ουάσινγκτον και του Λονδίνου και παρά τα σχέδια της ΕΕ για εναλλακτικές πηγές και προώθηση των Α­νανεώσιμων Πηγών Ενέργειας–, θα συνεχίσουν να πείθουν τις ευρωπαϊκές τουλάχιστον κυβερνήσεις ώστε να αναζητούν δίαυλο επικοινωνίας και συμβιβασμό με τη Μόσχα.

Για τη Δύση τα πράγματα όλο και περιπλέκο­νται, καθώς με την επιλογή της στρατηγικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία με αφορμή το θέμα της Ουκρανίας ο εκ των προτέρων αποκλεισμός της απευθεί­ας στρατιωτικής εμπλοκής περιορίζει την αποτρεπτική πειθώ της Δύσης. Επί του πεδίου, παρά το γεγονός ότι η Δύση προμηθεύει με εξελιγμένα αντιαρματικά και α­ντιαεροπορικά συστήματα τους Ουκρανούς, δύσκολα η Ουκρανία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια κατά μέτωπο και σαρωτική εισβολή των ρωσικών δυνάμεων, που θα έχει στόχο τον έλεγχο των μεγάλων πόλεων και τελικά την επιβολή των όρων του κ. Πούτιν στο Κίεβο.

Μέχρι τότε βεβαίως θα υπάρχει μια σχετικά μακρά περίοδος έντασης στρατιωτικών επιχειρήσεων και προσβολών στόχων, που θα επιφέρουν απώλειες και θα συντηρούν ένα ανοικτό μέτωπο, που θα εμποδίζει ακόμη περισσότερο την ανάληψη διπλωματικών πρωτοβουλιών.

Η Ουάσινγκτον και το Λονδίνο επιχειρούν νέα κλιμάκωση των αντιδράσεων με σαρωτικές κυρώσεις, οι οποίες μπορεί να πλήττουν τη Ρωσία και τους ολιγάρχες, απειλούν όμως να επιφέρουν σοβαρό πλήγμα και στις ευρωπαϊκές, κυρίως, οικονομίες.
Οι τελευταίες βλέπουν όλο και πιο καθαρά τις συνέπειες της ενεργειακής εξάρτησης από τη Μόσχα αλλά και το πόσο ευάλωτη είναι η Ευρώπη σε μια τέτοια κρίση.

Η χρονική παράταση της σοβαρής αυτής κρίσης απειλεί να τινάξει στον αέρα τις προσδοκίες της ΕΕ για ισχυρή ανάκαμψη και ανάπτυξη μετά τη διετή πανδημία και θα υποχρεώσει την ΕΕ να εξασφαλίσει νέα πακέτα ενίσχυσης, τα οποία με τη σειρά τους τροφοδοτούν τον πληθωρισμό και τα εθνικά χρέη.

Όμως η κρίση της Ουκρανίας αποδεικνύει και κάτι ακόμη. Ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να υπάρξει ως ισχυρός πόλος στο παγκόσμιο σύστημα, εάν δεν είναι υπολογίσιμη δύναμη στην οικονομία, στην τεχνολογία και καινοτομία, στην εξασφάλιση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και κυρίως στην ανάπτυξη στοιχείων κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Αλλά αυτή είναι μια υπόθεση που δεν τελειώνει σε μία μέρα…

Η Ελλάδα έδειξε τον δρόμο…
Τα συμπεράσματα ό­μως που πρέπει να ε­ξαχθούν από την ουκρανική κρίση αφορούν και την Ελλάδα αλλά και τη στάση άλλων χωρών απένα­ντι στους δύο πρωταγωνιστές. Η Ελλάδα, ορθώς και για λόγους αρχής –εξάλλου δεν είχε και άλλη επιλογή ως μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ–, από την πρώτη στιγμή καταδίκασε τη ρωσική εισβολή και κατοχή μέρους του ουκρανικού εδάφους.

Ο Ελληνισμός, που αγωνίζεται εδώ και 48 χρόνια να ανατρέψει τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο, δεν θα μπορούσε ποτέ να κλείσει τα μάτια απέναντι στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ούτε φυσικά να αποδεχθεί την επιχειρηματολογία των Ρώσων, που προσπαθούν να νομιμοποιήσουν την εισβολή με την επίκληση της υποτιθέμενης κακομεταχείρισης της μειονοτικής ομάδας τους στην Ουκρανία.

Για έναν ακόμη λόγο δεν χρειάστηκε κανείς να σκεφτεί δεύτερη φορά στην Αθήνα πριν ταχθεί με το πλευρό της Ουκρανίας.
Την επομένη φορά που η Ελλάδα θα χρειαστεί έμπρακτη αλληλεγγύη απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό, που σχεδόν ταυτίζεται με τον ρωσικό αναθεωρητισμό, οι Γερμανοί και οι χώρες της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης δεν θα έχουν κανένα πρόσχημα να αρνηθούν την αλληλεγγύη και τη λήψη μέτρων εναντίον της Τουρκίας, όπως γίνεται τώρα έναντι της Ρωσίας. Η απόφαση του πρωθυπουργού (που ελήφθη παρουσία του ΥΕΘΑ Νίκου Παναγιωτόπουλου και του ΑΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνου Φλώρου, αλλά χωρίς τη συμμετοχή του ΥΠΕΞ Νίκου Δένδια) για απευθείας χορήγηση χιλιάδων Καλάσνικοφ στην Ουκρανία ελέγχεται για την ορθότητά της και κυρίως για τον τρόπο που υλοποιήθηκε.

Η βοήθεια αυτή της Ελλάδας θα μπορούσε να είχε διοχετευθεί σε έναν κοινό μηχανισμό του ΝΑΤΟ ή της ΕΕ και από εκεί να έφτανε στην Ουκρανία και να διατίθεται σε πιστοποιημένες στρατιωτικές δυνάμεις. Έτσι και η Μόσχα δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το επιχείρημα ότι τα όπλα αυτά θα καταλήξουν σε παρακρατικούς και άλλες ομάδες…

Αντιθέτως, είδαμε ότι η Τουρκία ακολουθεί τη γνωστή παράδοση του «επιτήδειου ουδέτερου». Με την ανοχή όλων, αρνήθηκε να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία, έκλεισε τα Στενά κατόπιν εορτής και συνεχίζει να πουλά drones Bayraktar στην Ουκρανία. Συγχρόνως, όμως, θέλει να έχει και μεσολαβητικό ρόλο, κάτι που φυσικά δεν έχει ελπίδες επιτυχίας.

Όμως εδώ τίθεται σοβαρό θέμα αξιοπιστίας του ιδίου του ΝΑΤΟ και της Δύσης. Εάν Ουάσιγκτον, Λονδίνο και Βρυξέλλες κατηγορούν την Κίνα ότι παίρνει το μέρος της Ρωσίας, την Ινδία ότι κρατά ίσες αποστάσεις, χώρες όπως η Βραζιλία και η Νότια Αφρική ότι λοξοκοιτάζουν προς τη Ρωσία, πώς θα αφήσουν στο απυρόβλητο την Τουρκία, που ακολουθεί την ίδια στάση, καταδικάζοντας μόνο ρητορικώς τη Ρωσία και τον κ. Πούτιν, με το πρόσχημα ότι αυτό θα της εξασφαλίσει μεσολαβητικό ρόλο;

Είναι σαφές ότι το τέλος της κρίσης στην Ουκρανία δεν θα έρθει από μια «φωτισμένη» διαμεσολάβηση του κ. Ερντογάν.
Η Τουρκία παίζει το παιχνίδι αυτό θέλοντας να κερδίσει η ίδια από όλους. Αποδυναμώνοντας τελικά το ίδιο το στρατόπεδο της Δύσης. Και αυτό θα πρέπει η Αθήνα να το αναδείξει σε κάθε οργανισμό και κυρίως στο ΝΑΤΟ.

Και καθώς ο τούρκος Πρόεδρος προσπαθεί να προβάλει τις τελευταίες ημέρες τη χώρα του ως μια άλλη, «ουδέτερη Ελβετία», στην οποία σπεύδουν ο ισραηλινός Πρόεδρος, οι υ­πουργοί Εξωτερικών της Ουκρανίας και της Ρωσίας, ο Πρόεδρος του Α­ζερμπαϊτζάν, ο γερμανός καγκελάριος, ίσως ο κ. Μητσοτάκης θα έπρεπε να ξανασκεφτεί την επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη… Στην επιχείρη­ση αυτή δημοσίων σχέσεων της Άγκυρας και νομιμοποίησης της στάσης του «επιτήδειου ουδέτερου» δεν έχει κανέναν λόγο να συμπράξει η Ελλάδα…

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτο: AP: Oleksandr Ratushniak


Σχολιάστε εδώ