Ουκρανικό: Μπορεί η Ρωσία να επιβάλει τις απαιτήσεις της;
-Γεωπολιτικά και όχι ιδεολογικά τα αίτια της ρωσικής εισβολής
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πέρασαν ήδη δύο εβδομάδες από την έναρξη της ρωσικής εισβολής και ακόμη δεν διαγράφεται κάποια ασφαλής ημερομηνία για τερματισμό των εχθροπραξιών, απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων και έναρξη διαπραγματεύσεων προκειμένου να επέλθει ειρήνευση και να επιστρέψουν οι πολίτες στα σπίτια τους.
Στο μεταξύ οι υλικές καταστροφές είναι τεράστιες, ενώ ακόμη δεν έχει καταστεί γνωστό ποιος είναι ο ακριβής αριθμός των θυμάτων και από τις δύο πλευρές, είτε πρόκειται για αμάχους είτε για στρατιωτικούς από τις αντιμαχόμενες δυνάμεις. Η χώρα, όπως προκύπτει και από τις εικόνες των διεθνών τηλεοπτικών δικτύων, μοιάζει να έχει ερημωθεί, με εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες να εγκαταλείπουν καθημερινώς τη χώρα με κατεύθυνση τις όμορες χώρες (Πολωνία, Ρουμανία, Λευκορωσία) για να αποφύγουν τον όλεθρο του πολέμου, τον οποίο ορισμένοι δεν διστάζουν να χαρακτηρίσουν και ως εμφύλιο. Αρμόζει αυτό το σκηνικό και μια τέτοια κατάσταση στην Ευρώπη; Αλήθεια, η φρίκη που προκαλεί η ανάμνηση των δύο Παγκοσμίων Πολέμων δεν μας δίδαξε τίποτα; Ξεχάστηκε τόσο γρήγορα; Το δράμα που βιώνει σήμερα ο ουκρανικός λαός δεν οφείλεται σε ιδεολογικούς λόγους ή μακροχρόνιες διαμάχες μεταξύ των δύο λαών. Έχει, κυριότατα, γεωπολιτικά αίτια.
Η Ρωσία με την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου ήθελε –και θέλει– να αποτρέψει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, που αποτελούσε στόχο και επιδίωξη της κυβέρνησης και ιδιαίτερα του Προέδρου Ζελένσκι. Την ερμηνεύει δε ως απόπειρα περικύκλωσης της Ρωσίας από το ΝΑΤΟ, με οικονομικό στραγγαλισμό και απομόνωσή της από το Δυτικό Κόσμο. Οι στόχοι της εισβολής –όπως ευρέως αναλύονται και αναφέρονται στον διεθνή Τύπο– δεν περιορίζονται μόνο στην αποτροπή ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και στη φινλανδοποίησή της.
Επεκτείνονται και σε άλλες πτυχές. Όπως στον εξαναγκασμό της Ουκρανίας να αποδεχθεί την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία καθώς και στην απόδοση ευρείας αυτονομίας στις ρωσόφωνες περιοχές της Ανατολικής Ουκρανίας, αγγίζοντας τα όρια της ανεξαρτησίας. Μπορεί η Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν να επιβάλει και να επιτύχει αυτούς τους στόχους; Αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις που έχουν ήδη σημειωθεί –κυριότατα του Δυτικού Κόσμου, που έχει εκδηλώσει την έμπρακτη συμπαράστασή του στην Ουκρανία– η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική. Αλλά και η Ουκρανία δεν μπορεί εύκολα να αγνοήσει τις απαιτήσεις του ισχυρού της γείτονα. Ο διάλογος και οι συμβιβασμοί είναι αναγκαίοι εκατέρωθεν.
Στο μεταξύ, ενώ ο ρωσικός κλοιός γύρω από το Κίεβο όλο και στενεύει –σε σημείο να μην αποκλείεται και η ολοκληρωτική κατάληψη της ουκρανικής πρωτεύουσας–, αναγγέλθηκε η συνάντηση μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών Σεργκέι Λαβρόφ και Ντμίτρο Κουλέμπα στην Αττάλεια της Τουρκίας, την Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου. Ασφαλώς, τα αποτελέσματα δεν μπορεί να είναι γνωστά τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο. Πάντως η αισιοδοξία και από τις δύο πλευρές δεν φαίνεται να περισσεύει… Η ελληνική κυβέρνηση από την πρώτη ημέρα των εχθροπραξιών συντάχθηκε με τις άλλες δυτικές χώρες-μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και σωστά καταδίκασε και κατήγγειλε τη ρωσική στρατιωτική επέμβαση ως εισβολή. Άλλωστε τη στάση αυτή την επέβαλε και το οδυνηρό προηγούμενο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974. Μάλλον βεβιασμένη εκτιμάται όμως η απόφαση για αποστολή στην Ουκρανία στρατιωτικού υλικού, γεγονός που πιθανότατα συνετέλεσε στο να εντάξει την Ελλάδα μεταξύ των εχθρικών έναντι της Ρωσίας χωρών η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών κ. Ζαχάροβα, σε σχετικές δηλώσεις της.
Βέβαια έτυχε άμεσης και δέουσας απάντησης από τον έλληνα ομόλογό της, πρεσβευτή κ. Αλέξανδρο Παπαϊωάννου, ενώ ανάλογες παρατηρήσεις έγιναν προς τον εδώ πρέσβη της Ρωσίας από τον γ.γ. του ΥΠΕΞ, ο οποίος επισήμανε ότι η Ελλάδα δεν υποκινήθηκε από κανέναν να καταδικάσει την εισβολή και να συμμετάσχει στην αποστολή πολεμικού υλικού και ότι ήταν η ρωσική συμπεριφορά που την επέβαλε. Πάντως η Ελλάδα, για πολλούς και σοβαρούς λόγους, θα μπορούσε να αποφύγει την αποστολή πολεμικού υλικού και να εστιάσει στον ανθρωπιστικό τομέα. Θα μπορούσε να εκφράσει, επίσης, την ετοιμότητά της για μεσολαβητικό ρόλο και να προσφερθεί να φιλοξενήσει συνάντηση εκπροσώπων των δύο χωρών, π.χ., στην Κρήτη ή στην Κέρκυρα, κάτι που έπραξε η Τουρκία με τη συνάντηση της Αττάλειας, γεγονός που την εμφανίζει ως φιλειρηνική χώρα και ανεβάζει το διεθνές γόητρό της. Ενώ με την αναθεωρητική πολιτική του καθεστώτος Ερντογάν εκφράζει ακριβώς το αντίθετο.
Η Άγκυρα αναμένει να αποκομίσει και σημαντικά υλικά κέρδη, τόσο από τον τουρισμό όσο και από τον ρόλο του μεσάζοντα στην εξαγωγή προς τη Ρωσία γεωργικών προϊόντων από τις κοινοτικές μεσογειακές χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία). Πρόσθετος λόγος για μία πλέον συγκρατημένη τοποθέτηση της Ελλάδας στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία όπως και στην επιβολή κυρωτικών μέτρων από την ΕΕ στη Ρωσία και το γεγονός ότι ο Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων της Ένωσης Ζοζέπ Μπορέλ ακόμη μελετάει τα κυρωτικά μέτρα κατά της Τουρκίας, που του έχει αναθέσει να προτείνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο από το Μάρτιο του περασμένου έτους! Η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν πρέπει να αγνοήσει και τη σταθερή στάση που τηρεί η Ρωσία στα Ηνωμένα Έθνη υπέρ της ενότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, αν και ο κ. Λαβρόφ έκανε τελευταίως μία αναφορά σε «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Ίσως και προς αντιπερισπασμό. Μια άλλη διάσταση, που δεν πρέπει, επίσης, να αγνοηθεί και συνηγορεί υπέρ ενός μεσολαβητικού ρόλου της Ελλάδος, είναι οι ιστορικές σχέσεις μεταξύ των δύο λαών, ελληνικού και ρωσικού, οι οποίες δεν οφείλονται μόνο στην κοινή Ορθόδοξη Πίστη.
Τα ζοφερά χρόνια της οθωμανικής περιόδου χιλιάδες Έλληνες βρήκαν καταφύγιο στη φιλόξενη τσαρική Ρωσία όπου πολλοί διέπρεψαν στα Γράμματα, στην οικονομία, όπως οι Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες, στην πολιτική, όπως ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος, ο οποίος υπήρξε πρώην υπουργός Εξωτερικών της τσαρικής Ρωσίας, ενώ διακρίθηκαν πολλοί ανώτατοι στρατιωτικοί, όπως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και πολλοί άλλοι, λιγότερο γνωστοί. Ορθώς η διεθνής κοινότητα αλλά και η χώρα μας καταδίκασαν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που επιβεβαιώνει τη ρήση του Θουκυδίδη, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος από τη φύση του τείνει να ξεχνάει και να επαναλαμβάνει τα σφάλματά του. Μόνο που οι Ρώσοι μέχρι πρόσφατα κατηγορούσαν αποκλειστικά τους Δυτικούς.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: dw.com/el