Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος, γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί και η Ευρώπη
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Ενώ το ανθρώπινο δράμα κορυφώνεται στην Ουκρανία με τον συνεχιζόμενο πόλεμο και τα μεγάλα ποτάμια των προσφύγων, που σπεύδουν να αναζητήσουν καταφύγιο στις γειτονικές χώρες, εντείνονται ταυτόχρονα οι διπλωματικές διεργασίες για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσεως.
Όλοι αντιλαμβάνονται ότι η περαιτέρω κλιμάκωση του πολέμου εγκυμονεί πολύ μεγάλους κινδύνους. Στο πνεύμα αυτό, δεν δόθηκε συνέχεια, μεταξύ άλλων, και στην πρόταση της Πολωνίας να μεταβιβάσει τα δικά της αεροσκάφη Μιγκ στους Αμερικανούς, με στόχο να επιχειρούν από την Αμερικανική βάση Ράμσταϊν της Γερμανίας, υπό την ευθύνη των Αμερικανών.
Είναι προφανές ότι «λύσεις» του είδους αυτού δεν μπορούν να φέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Μπορούν όμως να αποτελέσουν πυροκροτητή γι’ ανάμειξη του ΝΑΤΟ και κλιμάκωση της συγκρούσεως σε ευρύτερο πόλεμο.
Μεταξύ αυτών που έχουν αντιληφθεί την ανάγκη αναζητήσεως διπλωματικής λύσεως είναι και ο Πρόεδρος της Ουκρανίας Ζελένσκι, ο οποίος διεπίστωσε ότι οι εκκλήσεις του για τη δημιουργία ζώνης απαγορεύσεως πτήσεων πάνω από την Ουκρανία και για άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ δεν βρίσκουν καμιά ανταπόκριση, λόγω του γεγονότος ότι θα οδηγούσαν σε άμεση αντιπαράθεση με τη Ρωσία και ενδεχομένως σε έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Ουκρανός Πρόεδρος, προετοιμάζοντας πολιτικά το έδαφος, άρχισε να κάνει δηλώσεις ότι δεν θα συνεχίσει να χτυπά την πόρτα του ΝΑΤΟ, εάν αυτό δεν θέλει τελικά την ένταξη της Ουκρανίας. Το θέμα όμως αυτό ήταν η πέτρα του σκανδάλου, που οδήγησε στη Ρωσική εισβολή. Η Ρωσική πλευρά έθετε από την αρχή ως αδιαπραγμάτευτη θέση τη μη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και την ουδετερότητά της, όπως επίσης το θέμα της Κριμαίας και των δύο Ρωσόφωνων αυτόνομων περιοχών.
Είναι βέβαιο ότι οι Ρωσικές απαιτήσεις τώρα μεγάλωσαν, μετά την εισβολή και το πολιτικό, ανθρώπινο και οικονομικό κόστος που συνεπάγεται. Οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονται μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας δεν απέδωσαν μέχρι τώρα. Η μεσολαβητική προσπάθεια από τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Ναφτάλι Μπένετ, η οποία ανελήφθη με τη σύμφωνη γνώμη των Αμερικανών και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ήταν η σημαντικότερη μέχρι τώρα και φαίνεται ότι αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα.
Ο Ναφτάλι Μπένετ είχε τρίωρη συνομιλία με τον Ρώσο ηγέτη, γεγονός που του επέτρεψε να σχηματίσει μια σαφή γνώμη των προθέσεων της Ρωσικής ηγεσίας και των ορίων μιας διαπραγματεύσεως μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Η Ρωσική πλευρά κατέστησε σαφές ότι θα υπάρξει κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία και επιδείνωση των όρων της διαπραγματεύσεως στην περίπτωση που δεν υπάρξει ανταπόκριση από την Ουκρανική πλευρά. Η Ουκρανική ηγεσία βρίσκεται σε δεινή θέση, γιατί η αδιάλλακτη γραμμή, την οποία ακολούθησε με την προσδοκία Δυτικής και Νατοϊκής υποστηρίξεως, είναι σήμερα μετέωρη. Ο Γερμανός Καγκελάριος δήλωσε ευθέως ότι δεν τίθεται θέμα εντάξεως της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Την ίδια θέση έχει και η Γαλλία και άλλες χώρες.
Είναι εύλογο το ερώτημα γιατί η Δυτική πλευρά εξώθησε την Ουκρανία σε μια αδιάλλακτη γραμμή, ενώ γνώριζε εκ των προτέρων ότι το ΝΑΤΟ δεν θα μπορούσε να παρέμβει άμεσα, σε περίπτωση εισβολής, και να προασπίσει την Ουκρανία. Μια υπόθεση είναι ότι η Δύση εκτιμούσε ότι, σε κάθε περίπτωση, η Ρωσία δεν θα τολμούσε να προχωρήσει σε εισβολή, λόγω του πολιτικού και οικονομικού κόστους που θα συνεπαγόταν. Μια άλλη υπόθεση, περισσότερο κυνική, είναι ότι η Ουκρανο-Ρωσική σύγκρουση εξυπηρετεί, έστω και αναλώμασι των Ουκρανών, μια υψηλή στρατηγική που υποστηρίζει η σημερινή Αμερικανική Προεδρία και εμπνέεται από τις θεωρίες και τα διδάγματα του Αμερικανο-Πολωνού στρατηγιστή Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, έστω και αν αυτός αναθεώρησε εν μέρει τη θεωρία του για την Ουκρανία προς το τέλος της ζωής του. Ο Μπρεζίνσκι, με δύο λόγια, υπεστήριζε τη γεωπολιτική αποκοπή της Ουκρανίας από τη Ρωσία. Η τελευταία, δήλωνε, δεν μπορεί, χωρίς την Ουκρανία, να είναι αυτοκρατορία και υπερδύναμη, ανταγωνιστική των ΗΠΑ. Θα υποβιβασθεί σε περιφερειακή μόνο δύναμη της Ευρασίας.
Στη σημερινή συγκυρία, η σύγκρουση για την Ουκρανία και η Ρωσική εισβολή για την αποτροπή της εντάξεώς της στο ΝΑΤΟ και στη Δυτική γενικά γεωπολιτική τροχιά ανανεώνει τον Ρωσικό κίνδυνο για την Ευρώπη, συσπειρώνει και επαναβεβαιώνει το ΝΑΤΟ και καταφέρει δεινό πλήγμα στην Ευρω-Ρωσική στρατηγική οικονομική συνεργασία, με κυριότερο τομέα την ενέργεια. Η ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας, σε στρατηγικό επίπεδο, αντιμετωπιζόταν πάντα με καχυποψία και εχθρότητα από τις ΗΠΑ. Οι τελευταίες φοβούνταν ότι η συνεργασία αυτή θα μπορούσε να ωθήσει την Ευρώπη προς έναν πιο αυτόνομο γεωπολιτικό ρόλο, που θα υπονόμευε τις Ατλαντικές σχέσεις και το ΝΑΤΟ.
Είναι προφανές ότι, με αφορμή την Ουκρανία, επαναβεβαιώνεται ο Αμερικανικός γεωπολιτικός έλεγχος στην Ευρώπη και ενισχύονται επιπλέον οι προϋποθέσεις για αποσταθεροποίηση της ίδιας της Ρωσίας και του Πούτιν, ως αποτέλεσμα των διεθνών αντιδράσεων για την εισβολή στην Ουκρανία και της επιβολής αυστηροτάτων οικονομικών κυρώσεων. Η Αμερικανική Προεδρία Μπάιντεν είναι συνέχεια της πολιτικής Κλίντον και Ομπάμα και υποστηρίζει τη γνωστή Νεοταξική παγκοσμιοποίηση.
Η Ρωσία του Πούτιν υπολαμβάνεται ως ο κύριος εχθρός που εμποδίζει την παγκόσμια επιβολή της και τον κίνδυνο ανατροπής της, όπως εκφράσθηκε μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ, με την εκλογή Τραμπ στην Προεδρία. Η Κίνα, που θεωρείται ως ο κύριος ανταγωνιστής των ΗΠΑ, δεν απορρίπτει την παγκοσμιοποίηση. Αντιθέτως, κατόρθωσε να επωφεληθεί απ’ αυτήν, λόγω της υψηλής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της και του συγκεντρωτικού καθεστώτος της.
Πού βρίσκεται η Ευρώπη μέσα στη γεωπολιτική αυτή εξίσωση; Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος, που εγκαθίσταται στο έδαφός της, θα γίνει καταλύτης για μεγαλύτερη ενότητα και συνοχή και για σημαντικότερο κοινό γεωπολιτικό ρόλο, λόγω της διαφαινόμενης αναπτύξεως κοινής Ευρωπαϊκής διαστάσεως;
Οι εκτιμήσεις είναι ανάμεικτες. Η επαναβεβαίωση της Αμερικανικής γεωπολιτικής κυριαρχίας στην Ευρώπη και του ΝΑΤΟ ως Ατλαντικού οργάνου συλλογικής Ευρωπαϊκής ασφάλειας αφήνει μικρό περιθώριο για την ανάπτυξη αυτόνομης Ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής. Η αύξηση όμως των αμυντικών δαπανών στην Ευρώπη, με προεξάρχοντα τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας, δημιουργεί, μαζί με τις ανησυχίες για τις συνέπειες που θα έχει μακροπρόθεσμα ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας, προοπτικές αμυντικών συμπράξεων και συνεργασιών στην Ευρώπη, που μπορούν να ενταχθούν σε μια νέα Ευρωπαϊκή αμυντική δυναμική, έστω και αν το ΝΑΤΟ παραμείνει, για απροσδιόριστο διάστημα, η κυρίαρχη αμυντική συλλογική δομή στην Ευρώπη.
Μια άλλη παράμετρος της τραγωδίας στην Ουκρανία είναι προφανώς οι επιπτώσεις στη χώρα μας και ειδικότερα στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο πρωθυπουργός της χώρας έσπευσε να αποστείλει όπλα στο Ουκρανικό καθεστώς, θέλοντας να προβληθεί ως ο καλύτερος μαθητής της Ατλαντικής τάξεως, επίδοση την οποία του ανεγνώρισε, με πολλή δόση ειρωνείας, και το Αγγλικό περιοδικό «Economist». Παραγνωρίζοντας ο πρωθυπουργός τη γεωγραφική και γεωπολιτική θέση της χώρας και την απροκάλυπτη απειλή που αντιμετωπίζει από την Άγκυρα, νομίζει ότι με τον Νατοϊκό υπερθεματισμό του και την επίδοσή του σε αντι-Ρωσική πολιτική, που αρμόζει σε χώρες όπως η Πολωνία και τα Βαλτικά κράτη, εγγράφει υποθήκες Νατοϊκής αλληλεγγύης, στην περίπτωση που εκδηλωθεί Τουρκική επίθεση κατά της Ελλάδος. Οι εκτιμήσεις αυτές είναι ανεδαφικές και ανιστόρητες, γιατί για το ΝΑΤΟ και τους Δυτικούς συμμάχους είναι άλλο πράγμα οι Ρώσοι και άλλο πράγμα οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ Τούρκοι.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, για να μη διαταράξει τη Νατοϊκή ομοψυχία για την Ουκρανία, λησμόνησε, όπως και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ότι υπάρχει και άλλη εισβολή στην Ευρώπη, ο Τουρκικός Αττίλας, όπως και άλλη στρατιωτική επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία.
Αντιθέτως, θεώρησε σκόπιμο, εν μέσω της κρίσεως της Ουκρανίας, να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει τον Τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν. Για να καταδικάσουν από κοινού τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, παραγράφοντας σιωπηρά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο και συζητώντας για δύο «κράτη»; Για να εξυπηρετήσει ο Έλληνας πρωθυπουργός την ενότητα του ΝΑΤΟ, προσπαθώντας «να τα βρει» με την Άγκυρα και κρατώντας τον Ερντογάν στην κοινή «αντι-Ρωσική» γραμμή; Με ποια ανταλλάγματα και σε βάρος ποιου; Είναι πολλά τα ερωτήματα που θέτει η παράδοξη σπουδή του Έλληνα πρωθυπουργού να συναντηθεί και να συζητήσει με τον Ερντογάν, όταν ο τελευταίος κλιμακώνει συνεχώς τις διεκδικήσεις του και επιδίδεται στο γνωστό παιχνίδι του επιτήδειου ουδέτερου στο θέμα της Ουκρανίας.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: gr.hellomagazine.com