Rothschild, Lehman Brothers και ολιγάρχες

Rothschild, Lehman Brothers και ολιγάρχες


Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ


Ανεξάρτητα από τον πολιτικό προβληματισμό για την πολεμική σύγκρουση Ρωσίας – Ουκρανίας, ένα διαφορετικό ερώτημα με έχει προβληματίσει τελευταία. Μετά την κρίση της πανδημίας και την ύφεση που προέκυψε, η παγκόσμια οικονομία, από τον Μάιο πέρυσι, είχε αρχίσει να δείχνει ότι επίκειται η έξοδός της από τους περιορισμούς.

Οι οικονομικές εκτιμήσεις προέβλεπαν ανάπτυξη. Έτσι, από τις αρχές του χειμώνα και συγκεκριμένα από τον Νοέμβριο του 2021, άρχισε να εμφανίζεται κατ’ αρχάς μια αύξηση των τιμών spot στα δύο βασικά προϊόντα της ενέργειας (πετρέλαιο από 56 δολάρια στα 96 δολάρια και φυσικό αέριο από 2,3 δολάρια στα 6,3 δολάρια). Λογικό, μιας και η αναθέρμανση των οικονομιών δημιουργούσε ζήτηση πρωτογενών πηγών ενέργειας. Οι μνήμες από την πετρελαϊκή κρίση του 1973, σε συνδυασμό με την εξάρτηση της ΕΕ από τη Ρωσία, αλλά και η διάχυτη φημολογία για εκτίναξη των τιμών δημιούργησαν θόρυβο αλλά και απορία…

Σκέφτηκα, το ομολογώ, ότι κάποιο πρόβλημα υπήρχε στο «Βασίλειο της Δανιμαρκίας».

Η μνήμη αρχικά έτρεξε στη Δευτέρα 19 Ιουνίου 1815. Ήταν η επομένη ημέρα από την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ, όταν όλοι θα πληροφορούντο το αποτέλεσμα της μάχης. Ήταν η ημέρα που όλοι οι επενδυτές περίμεναν από ώρα σε ώρα στο χρηματιστήριο του Παρισιού με αγωνία να πληροφορηθούν την έκβαση της μάχης. Νίκη σημαίνει αύξηση των τιμών, ενώ η ήττα πτώση. Όλοι γνώριζαν ότι η οικογένεια Rothschild είχε την καλύτερη πληροφόρηση γιατί διέθετε δίκτυο ταχυδρομικών περιστεριών. Κάποια στιγμή οι Rothschild αρχίζουν να αγοράζουν. Όλοι πιστεύουν ότι ο Ναπολέων (που έχει ήδη ηττηθεί) έχει νικήσει. Η φούσκα δημιουργείται ταχύτατα. Μέχρι που κάποια στιγμή οι Rothschild πουλάνε μαζικά με κέρδος. Σημείωση συντάκτη: Τότε δεν υπήρχαν μελλοντικές αγορές και τα πάντα ήταν spot. Όπως, βέβαια, δεν υπήρχαν και ασφάλιστρα κινδύνου, για να προστατευθούν οι επενδυτές από τη στροφή της αγοράς.

Στη συνέχεια η μνήμη μου πήγε στην κρίση των subprimes, το 2008. Τότε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα λειτουργούσε με μια τεράστια ρευστότητα και ήταν εξασφαλισμένο έναντι κινδύνου από ημικρατικούς οργανισμούς, ιδιώτες και εκτιμητές που κατείχαν ανασφαλή ομόλογα αναξιόπιστων εκδοτών. Κυρίαρχος παίκτης –επί το κομψότερο, servicer στην αγορά– ήταν η Lehman Brothers. Τι έκανε; Έφτιαχνε ομόλογα δανεισμού μιας κατασκευαστικής, για παράδειγμα, εταιρείας που θα έχτιζε σπίτια και θα τα πούλαγε σε αγοραστές. Επειδή η αγορά ανέβαινε, κάθε αναξιόπιστος επενδυτής σκεφτόταν να αγοράσει τα ομόλογα και να εκμεταλλευθεί τη φούσκα. Την αξιολόγηση της ασφάλειας του ομολόγου την έδιναν μεγάλοι οίκοι, π.χ. Standard and Poor’s, Fitch, Moody’s κ.ά., ενώ ένας ημικρατικός οργανισμός, π.χ. η AIG, επισφράγιζε την εγγύηση. Θεωρητικά, ως να ήταν εκπρόσωπος του Αμερικανικού Δημοσίου, η AIG παρείχε εγγύηση. Τα ομόλογα, αν και μακροχρόνιας διάρκειας, ήταν ασφαλή και η απόδοσή τους ακολουθούσε την αγορά. Το Αμερικανικό Δημόσιο υποχρεωτικά, όπως επεδείχθη στο τέλος, στήριζε τον ασφαλιστή σε περίπτωση αδυναμίας κάλυψης των ομολόγων.

Η φούσκα, όπως και στο Βατερλώ, έσκασε και πάλι, αν και η αγορά στα χρόνια που είχαν περάσει είχε διορθώσει τις δύο βασικές της αδυναμίες: Μελλοντική αποτίμηση και ασφαλιστική κάλυψη. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η χρηματοπιστωτική αγορά ποτέ δεν μπορεί να ξεγελάσει την πραγματικότητα. Ανατρέχοντας στον Αβραάμ Λίνκολν, «μπορείς να ξεγελάς όλους για λίγο ή λίγους για όλα, αλλά όχι όλους για όλα». Όταν η πραγματικότητα αποκαλύπτεται, η φούσκα σκάει.

Ας έρθουμε σήμερα λοιπόν στο υποθετικό σενάριο. Μέσα στην πανδημία αγοράζεις κρατικά άλλα και ιδιωτικά ευρωπαϊκά ομόλογα. Η αγορά είναι εξασφαλισμένη, γιατί τα προεξοφλεί η ΕΚΤ. Η αγορά των ενεργειακών πόρων ανακάμπτει, γιατί το εμπόριο και η παραγωγή πρέπει να επανέλθουν στα προ πανδημίας επίπεδα και ο χειμώνας στην Ευρώπη έρχεται. Οι προοπτικές και οι φήμες για μελλοντική αύξηση των τιμών αρχίζουν να διαφαίνονται και η τοποθέτηση στις μελλοντικές αγορές, π.χ., του φυσικού αερίου δικαιολογεί ακόμη μεγαλύτερη κερδοσκοπική ευκαιρία. Μην ξεχνάμε ότι οι τιμές μέσα σε οκτώ μήνες έχουν τριπλασιαστεί και οι φήμες λένε ότι θα πάνε ακόμη πιο ψηλά. Άρα όλοι προσπαθούν να εξασφαλιστούν έγκαιρα. Είμαστε στον Ιανουάριο και όλοι οι παρατηρητές εξετάζουν γιατί οι παραγωγοί δεν αντιδρούν με μεγαλύτερη προσφορά ακόμη και εναλλακτικών πηγών ενέργειας. Γιατί, για παράδειγμα, δεν αυξάνει την παραγωγή πετρελαίου η Σαουδική Αραβία.

Το αν λειτουργεί ή όχι ο ανταγωνισμός είναι ένα ερώτημα. Το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου όμως, ερώτημα έχει να κάνει με την αγωνία όσων έχουν επενδύσει στη φούσκα και αρχίζουν να προβληματίζονται για το πότε θα αποδεσμευθούν. Πότε η spot αγορά θα γυρίσει τη μελλοντική και όσοι έχουν αγοράσει παράγωγα θα υποχρεωθούν να πληρώσουν τη ζημία;

Για χάρη συντομίας ας τους αποκαλέσουμε «ολιγάρχες». Έχουν αγοράσει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, για παράδειγμα, τα έχουν προεξοφλήσει στην ΕΚΤ και με τα χρήματα αυτά έχουν επενδύσει σε παράγωγα φυσικού αερίου σε υψηλή τιμή με ημερομηνία πληρωμής το τέλος Φεβρουαρίου. Αν τον Φεβρουάριο η τιμή του φυσικού αερίου είναι μεγαλύτερη από εκείνη της αγοράς που έκαναν αρχικά, κερδίζουν, αν είναι μικρότερη, χάνουν. Η αγορά αρχίζει να αντιδρά από τα μέσα Ιανουαρίου με τις πρώτες ενδείξεις για μείωση των τιμών. Όπως ακριβώς και οι μαυραγορίτες της Κατοχής, έτσι και οι συγκεκριμένοι επενδυτές ψάχνουν απεγνωσμένα τον δικό τους «Ρόμελ».

Όλως τυχαίως, ο «Ρόμελ» βρίσκεται και μάλιστα με τεράστιο εθνικό συμφέρον. Διεκδικεί εδάφη και αμφισβητεί εθνική ανεξαρτησία. Αν καταφέρει μάλιστα να κρατήσει την αντιπαλότητα για έναν με δύο μήνες, όχι μόνο δεν θα χάσουν από τη ρευστοποίηση των μελλοντικών συμβολαίων, αλλά μπορεί και να κερδίσουν. Τι φόβος υπάρχει; Να μην μπορέσουν να βρουν αγοραστές να αγοράσουν τα μελλοντικά συμβόλαια που έχουν αγοράσει χαμηλά. Αν, για παράδειγμα, η μάχη του Βατερλώ κρατούσε μήνες, οι Rothschild δεν θα κέρδιζαν. Είτε έχανε είτε κέρδιζε η Γαλλία, οι κερδοσκόποι που στιγμιαία είχαν πλεονέκτημα από την πληροφορία του αποτελέσματος της μάχης δεν θα ήταν κερδισμένοι.

Ευτυχώς, σε αντίθεση με το τότε, σήμερα υπάρχει το SWIFT. ΟΙ χρηματοπιστωτικές συναλλαγές κλείνουν και αν εξαιρεθούν οι συμψηφισμοί για πραγματικές ανταλλαγές αγαθών, προφανώς με εξαίρεση οπλικών συστημάτων, που πάντοτε υπάγονται σε περιορισμούς, η κερδοσκοπία παγώνει μέχρι νεωτέρας.

Ο λαός μας γνωρίζει τη φράση «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει», αλλά εμείς ανήκουμε στον Νότο. Το να ζητάς από κάποιον άλλο να πολεμά για να αποκαλυφθεί η κερδοσκοπία είναι στοιχειωδώς απάνθρωπο. Αλλά το να περιμένεις να ανοίξει το SWIFT χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει η κερδοσκοπία είναι πολύ λογικό. Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι θα τερματιστούν άμεσα οι πολεμικές εχθροπραξίες και ας καθυστερήσει στη συνέχεια ο διάλογος και η άρση του SWIFT.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ