Βασίλης Ταλαμάγκας στο “Π”: Ουκρανία: Τα ερωτήματα της επόμενης μέρας
-Για πολλούς ο ασκός του Αιόλου άνοιξε…
Του
ΒΑΣΙΛΗ ΤΑΛΑΜΑΓΚΑ
Ξέχωρα από τους πολιτικούς, ίσως την πιο δραματική διαπίστωση την ημέρα κήρυξης του πολέμου στην Ουκρανία την έκανε ο αντιστράτηγος του Γερμανικού Στρατού Άλφονς Μάις, ο οποίος έγραψε: «Μετά από 41 χρόνια υπηρεσίας εν ειρήνη, ποτέ δεν πίστευα ότι θα ξαναζούσα έναν πόλεμο…».
Η αποχή από τη χρήση βίας, το απαράβατο των συνόρων και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης αποτελούσαν κύρια στοιχεία της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων ή τουλάχιστον έτσι πιστεύαμε. Μπορεί στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου να βιώσαμε τη συνεχή αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο αντίπαλα ιδεολογικά στρατόπεδα –από τη μία πλευρά το ΝΑΤΟ και από την άλλη πλευρά το Σύμφωνο της Βαρσοβίας υπό την ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης–, ωστόσο πολλοί ήλπιζαν ότι η αντιπαράθεση θα εκλείψει με την κατάρρευση του κομμουνισμού το 1989 και την επακόλουθη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Δεν έλειψαν οι εμπόλεμες συγκρούσεις στην Ευρώπη –για πολλούς άδικες–, όπως εκείνες που δρομολόγησαν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του ’90. Αλλά ακόμη και αυτές οι συγκρούσεις επισκιάζονται από μια τόσο μαζική επιθετική κίνηση μιας μεγάλης δύναμης, όπως είναι η Ρωσία, απέναντι σε μια χώρα της Ευρώπης.
Η ανησυχία είναι μεγάλη, κυρίως στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, αφού χώρες της Βαλτικής, όπως η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία, που παλαιότερα ανήκαν στη Σοβιετική Ένωση, σήμερα διατηρούν κοινά σύνορα με τη Ρωσία, έχουν στον πληθυσμό τους μεγάλο αριθμό ρωσόφωνων και κοιτούν ήδη στη Δύση.
Σύμφωνα με την DW, από το 2016 δυτικοί παράγοντες εξέφραζαν αμφιβολίες για το αν το ΝΑΤΟ θα μπορούσε πράγματι να υπερασπιστεί τις χώρες της Βαλτικής σε μια ώρα ανάγκης. Έρευνα του αμερικανικού think tank RAND ανέφερε ότι η Ρωσία θα μπορούσε εύκολα να απομονώσει τις τρεις αυτές χώρες, διακόπτοντας τον ανεφοδιασμό του ΝΑΤΟ.
Αν δεχθεί κανείς ότι η αρχή έγινε στην Ουκρανία, πολλές αλλαγές συνόρων φαίνονται πλέον πιθανές. Αν τις ανεχθεί η διεθνής κοινότητα, θα μπορούσε να ανοίξει «η πόρτα του φρενοκομείου» για εδαφικές διεκδικήσεις παντού. Τέτοιο κίνδυνο μπορεί να αντιμετωπίσει και η Ελλάδα.
Ιδιαίτερα όμως για τη Γερμανία, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία φαίνεται να ανατρέπει όλα όσα πρεσβεύει η πολιτική ηγεσία της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες. Υπό το βάρος της ιστορικής ευθύνης, ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία είχε πάντα ταχθεί υπέρ της διαπραγμάτευσης, της προσέγγισης, της αλληλοκατανόησης, της διπλωματίας.
Με τα σημερινά δεδομένα, μια μεγάλη χώρα, όπως είναι η Ουκρανία, θα πρέπει να δεχτεί μια ρωσική κατοχή στο έδαφος της. Πόσο βιώσιμο μπορεί να είναι αυτό;
Από την άλλη, η Ρωσία μπορεί να αντέξει μια στρατιωτική κατάληψη χώρας και για πόσο; Το παράδειγμα του Αφγανιστάν οδήγησε σε ιστορικές ήττες.
Οικονομικά, η κάθε μέρα πολέμου κοστίζει στη Ρωσία πάνω από 5 δισ. ρούβλια. Οι Αμερικανοί ετοιμάζονται να δεσμεύσουν νομισματικά αποθέματα 643 δισ. δολαρίων, μετά την αποπομπή από την υπηρεσία SWIFT. Μπορεί να αντέξει ο Πούτιν τον οικονομικό στραγγαλισμό;
Μετά την Ουκρανία η Ρωσία είναι σαφές ότι θα θέλει να δώσει νέα χαρακτηριστικά κράτους στην επονομαζόμενη «περιοχή των λαθρεμπόρων», την Υπερδνειστερία. Στη συνέχεια όμως, σε λίγα χιλιόμετρα, βρίσκονται η Μολδαβία και η Ρουμανία, όπου εκεί υπάρχουν νατοϊκά στρατεύματα. Θα αμφισβητήσει και αυτό το status;
Και το κύρος της Ρωσίας μετά από όλα αυτά; Με την επικοινωνιακή υπεροπλία της Δύσης ο Πούτιν θα φαντάζει σε λίγο ως ο πρώτος στον «άξονα του κακού», δίπλα στο Ιράν, στη Βόρεια Κορέα και άλλους. Θα αντέξει αυτήν τη ρετσινιά;
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η 24η Φεβρουαρίου θα μείνει στην Ιστορία ως η μέρα κατά την οποία κατέρρευσαν πολλές ευρωπαϊκές ψευδαισθήσεις, όπως αυτή της αλλαγής των συνόρων.
Για πολλούς ο ασκός του Αιόλου άνοιξε. Μακάρι να διαψευσθούν…
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ