Το Ουκρανικό δράμα στη γεωπολιτική σκακιέρα της Ευρώπης και της Ευρασίας
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
H συνεχιζόμενη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θέτει τρία καίρια ερωτήματα. Ποιο θα είναι το μέλλον της Ουκρανίας μετά την ολοκλήρωση της Ρωσικής επεμβάσεως; Ποιες θα είναι οι συνέπειες για την Ευρώπη; Ποιες θα είναι οι συνέπειες συνολικά στη γεωπολιτική σκακιέρα της Ευρώπης και της Ευρασίας;
Οι άξονες προελάσεως της Ρωσικής επιθέσεως προδιαγράφουν ήδη τα υπάρχοντα σχέδια. Σαφώς η Ρωσική επέμβαση, τη φορά αυτή, δεν έχει περιορισμένο χαρακτήρα. Επιδιώκει να «λύσει» μια και καλή το θέμα της Ουκρανίας για τη Ρωσία. Τα σχέδια εμπνέονται από μια θέληση προασπίσεως και παλινορθώσεως της γεωπολιτικής θέσεως της Ρωσίας, η οποία υπέστη καθίζηση μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και τη διαλυτική πολιτική Γιέλτσιν, αλλά και το πλήγμα που δέχθηκε η Ρωσία το 2013 – 2014, με την ανατροπή του φιλορωσικού καθεστώτος Γιαννουκόβιτς και την εγκαθίδρυση στο Κίεβο αντι-Ρωσικών κυβερνήσεων.
Η περίπτωση της Ουκρανίας αντιμετωπίζεται από τη Μόσχα μέσα από ένα πολύ διαφορετικό πρίσμα σε σχέση με άλλες Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως. Οι λόγοι είναι ιστορικοί, πληθυσμιακοί και γεωπολιτικοί. Ιστορικοί, πρώτ’ απ’ όλα, που συνδέονται με τη γέννηση του πρώτου Ρωσικού κράτους στο Κίεβο, τον εκχριστιανισμό των Ρώσων από το Βυζάντιο, που έγινε επίσης στο Κίεβο, και το γεγονός ότι στο έδαφος της Ουκρανίας έλαβαν χώρα μερικά από τα πιο κρίσιμα γεγονότα στην ιστορία των Ρωσικών εθνικών αγώνων (η μάχη, π.χ., της Πολτάβα κατά των Σουηδών, οι τιτανομαχίες κατά των Χιτλερικών στρατευμάτων στο Χάρκοβο, στο Κίεβο, στην Οδησσό και αλλού).
Πληθυσμιακοί λόγοι, που συνδέονται με τους Ρωσικούς πληθυσμούς στη χώρα, ιδιαίτερα ανατολικά του Δνειπέρου. Οι πληθυσμοί αυτοί δεν είναι απλώς Ρωσόφωνοι, στους οποίους επεβλήθη υποχρεωτικά η Ρωσική γλώσσα. Έχουν Ρωσική συνείδηση και ταυτότητα, με συνεκτικό επιπλέον δεσμό τη Ρωσική Ορθοδοξία. Η κατάσταση αυτή δεν είναι πρόσφατη. Είναι μια ιστορία αιώνων.
Οι γεωπολιτικοί λόγοι συνοψίζονται στη σημασία της Ουκρανίας για τη γεωπολιτική θέση και ασφάλεια της Ρωσίας, με δεδομένο το γεγονός ότι πάντοτε στο παρελθόν οι μεγάλες εισβολές και επιθέσεις κατά της Ρωσίας από τη Δύση ακολούθησαν τη βόρεια Ευρωπαϊκή πεδιάδα. Με δεδομένο επίσης το γεγονός ότι σήμερα η εξέλιξη της τεχνολογίας και της ταχύτητας των πυραύλων καθιστά πολύ μεγαλύτερες τις ανησυχίες από ενδεχόμενη εγκατάσταση εχθρικών πυραυλικών συστημάτων στο έδαφος της Ουκρανίας.
Η προηγούμενη κυβέρνηση της Ουκρανίας χειρίσθηκε τη σύγκρουση με τη Ρωσία με πιο συντηρητικό και επιφυλακτικό τρόπο, υπογράφοντας τις Συμφωνίες του Μινσκ, με Ευρωπαϊκή διαμεσολάβηση (Γαλλίας, Γερμανίας). Οι Συμφωνίες προέβλεπαν παραχώρηση εσωτερικής αυτονομίας στις δύο περιοχές που ελέγχονται από τους Ρωσόφωνους (Ντονέτσκ και Λουχάνσκ), με τυπική αποκατάσταση, στη συνέχεια της Ουκρανικής κυριαρχίας στο σύνολο της χώρας. Οι Συμφωνίες ήταν εύθραυστες και δύσκολο να εφαρμοσθούν, εφόσον παρέμενε ανοικτό το θέμα της Κριμαίας και δεν ανακοπτόταν με αυτές η δυναμική της καχυποψίας και του φόβου ότι η κατάσταση μπορούσε να χειροτερεύσει με την πάροδο του χρόνου και να γίνει πλήρως ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη.
Η άνοδος στην εξουσία του νέου Προέδρου Ζελένσκι, σε συνδυασμό με την επάνοδο στην Ουάσινγκτον των Δημοκρατικών με τον Μπάιντεν, επέφερε κάθετη επιδείνωση στην κατάσταση στην Ουκρανία. Οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ συνδέονται περισσότερο με τις γεωπολιτικές θεωρίες του Αμερικανού στρατηγιστή Μπρεζίνσκι, παρά με την πολιτική του θεωρητικού των Ρεπουμπλικάνων Χένρι Κίσινγκερ. Ο τελευταίος, εκκινώντας από γεωπολιτικές εκτιμήσεις για την Ουκρανία και τον ρόλο της, συμβούλευε την Αμερικανική πλευρά να μην επιδιώξει την ένταξη της Ουκρανίας στη Δυτική τροχιά, γιατί αυτό θα προκαλούσε σύγκρουση με τη Ρωσία. Υπεστήριζε ότι η Ουκρανία θα έπρεπε να ακολουθεί πολιτική ουδετερότητας και να λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ των δύο πλευρών.
Ο Μπρεζίνσκι, αντιθέτως, «προέβλεπε» την απόσπαση της Ουκρανίας από την επιρροή της Ρωσίας και θεωρούσε αναγκαία αυτήν την εξέλιξη για την υποβάθμιση της Ρωσίας από υπερδύναμη, ανταγωνιστική των ΗΠΑ, σε περιφερειακή δύναμη της Ευρασίας.
Η ανατροπή του Προέδρου Γιαννουκόβιτς το 2013 – 2014, με τα γνωστά γεγονότα στην πλατεία Μεϊντάν του Κιέβου, άνοιξαν τον δρόμο για το δράμα που εκτυλίσσεται σήμερα. Η Μόσχα ανέχθηκε τότε την ανατροπή του φιλορωσικού καθεστώτος, αιφνιδιασμένη από τα γεγονότα και θέλοντας να κερδίσει χρόνο. Πίστευε ότι η ανατροπή ήταν ένα επεισόδιο το οποίο μπορούσε να χειρισθεί και να ελέγξει σε βάθος χρόνου.
Τα πράγματα όμως εξελίχθησαν πολύ διαφορετικά. Η ανάπτυξη από την Ουκρανία στενών δεσμών με τη Δύση και η παροχή από διάφορες χώρες τεχνικής στρατιωτικής βοήθειας και συμβούλων άρχισαν να ανησυχούν έντονα τη Μόσχα. Πολύ περισσότερο όταν ο νέος Πρόεδρος της χώρας έθετε επιτακτικά το θέμα της εντάξεως της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Η πολιτική αυτή, σε συνδυασμό με τη νέα προσέγγιση Μπάιντεν στο Ουκρανικό, αποτέλεσε εκρηκτικό μείγμα. Ο φόβος της συγκρούσεως με τη Ρωσία οριοθετήθηκε με την πολιτική ότι η Δύση στηρίζει την Ουκρανία, αλλά δεν παρεμβαίνει άμεσα σ’ αυτήν, εφόσον δεν είναι χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και δεν τίθεται θέμα αυτόματης εφαρμογής του άρθρου 5 του ΝΑΤΟ περί συλλογικής άμυνας και αλληλεγγύης. Η πιθανότητα επίσης να επιδιώξει η Ουκρανία την απόκτηση πυρηνικών όπλων, με την πυρηνική τεχνολογία που ήδη διαθέτει από την περίοδο της Σοβιετικής Ενώσεως και τα εργοστάσια πυρηνικής ηλεκτρικής ενέργειας που κληρονόμησε, διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις της Μόσχας.
Στη γεωπολιτική σκακιέρα της Ουκρανίας συγκρούσθηκαν παρασκηνιακά η θέληση και επιδίωξη της Ρωσίας για γεωπολιτική παλινόρθωση, ως τελευταίο κεφάλαιο της ανορθωτικής πολιτικής Πούτιν, μετά την κατάρρευση της περιόδου Γιέλτσιν, και η θέληση των ΗΠΑ, με τη μορφή της αντι-Ρωσικής πολιτικής Μπάιντεν, για αναδίπλωση και υποβάθμιση της Ρωσικής ισχύος σε επίπεδο περιφερειακής δυνάμεως. Στην αναμέτρηση αυτή η Ουκρανία χρησιμοποιήθηκε ως πιόνι. Μέγα διακύβευμα στην αναμέτρηση αυτή είναι η Ευρώπη και ειδικότερα η αναστροφή και η αποτροπή οποιασδήποτε στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας. Η συνεργασία αυτή αντιμετωπίζεται από τις ΗΠΑ με ακραία εχθρότητα, γιατί θεωρείται ως απαράδεκτος γεωπολιτικός κίνδυνος, που μπορεί να προαγάγει μια άτυπη Γερμανο-Ρωσική «συμμαχία» και γενικότερα μια Ευρω-Ρωσική συνεργασία και κοινά συμφέροντα, που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τη γεωπολιτική σύζευξη Ευρώπης – ΗΠΑ και να πλήξουν τη γεωπολιτική θέση των ΗΠΑ στον κόσμο.
Από την άποψη αυτή, οι ΗΠΑ είναι ο μεγάλος κερδισμένος, γιατί κατόρθωσε να επαναβεβαιώσει τη γεωπολιτική της θέση στην Ευρώπη και να καταστρέψει σχεδόν πλήρως τη Γερμανο-Ρωσική και την Ευρω-Ρωσική συνεργασία. Σ’ αυτό τη βοήθησε, προφανώς, η Ρωσική εισβολή σ’ όλη την έκταση της Ουκρανίας και η πρωτοφανής διεθνής αντίδραση.
Ο ρώσος ηγέτης, παρά τη διεθνή κατακραυγή και το φοβερό διπλωματικό και οικονομικό κόστος που ήδη καταβάλλει η χώρα του, όπως επίσης το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, θα συνεχίσει την εφαρμογή των σχεδίων του για την πλήρη ανατροπή του σημερινού Ουκρανικού κράτους και τη δημιουργία ενός άλλου, βασιζόμενου σε αυτόνομες ομόσπονδες περιοχές, που εγγυάται τον Ρωσικό γεωπολιτικό έλεγχο.
Οι εξελίξεις αυτές θα έχουν τεράστιες επιπτώσεις στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο και προφανώς και στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις, που μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα. Η σπουδή του πρωθυπουργού να στείλει όπλα στο καθεστώς του Κιέβου, για να εμφανισθεί ως «πρωτοπόρος» και καλός μαθητής της Ατλαντικής τάξεως, εμπλέκει την Ελλάδα σε μια αχρείαστη και επικίνδυνη αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Το επιχείρημα ότι εγγράφει δήθεν με αυτό η Ελλάδα μια υποθήκη Ευρωπαϊκής και Ατλαντικής αλληλεγγύης είναι έωλο, γιατί γνωρίζουμε από την πείρα μας ότι η προθυμία αλληλεγγύης εκδηλώνεται από τους συμμάχους μας κατά των Ρώσων, αλλά καθόλου το ίδιο κατά των Τούρκων.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: gr.hellomagazine.com