Πόσο ακόμα θα μας κοστίσει το «ανήκομεν εις την Δύσιν»;

Πόσο ακόμα θα μας κοστίσει το «ανήκομεν εις την Δύσιν»;


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει κλείσει εβδομάδα και οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές. Ήδη η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία και οι χώρες του Αραβικού Κόσμου έχουν διαμορφώσει ένα ισχυρό μπλοκ. Απόδειξη, η δυσκολία ΗΠΑ, Βρετανίας και ΕΕ να σχηματίσουν την αναγκαία πλειοψηφία για την έκδοση ψηφίσματος στη ΓΣ ΟΗΕ που να καταδικάζει τη ρωσική εισβολή. Τελικά, κάπου 55 χώρες απείχαν ή καταψήφισαν το αμερικανικό ψήφισμα. Ο αριθμός, αλλά κυρίως η σύνθεση των χωρών που απείχαν είναι ενδεικτική του νέου κόσμου που διαμορφώνεται μπροστά στα μάτια μας.

Από την άλλη, οι χώρες της ΕΕ δείχνουν έντονες διαθέσεις επανεξοπλισμού, που θυμίζουν περισσότερο την εποχή του Μεσοπολέμου, παρά του Ψυχρού Πολέμου. Έτσι, η εβδομάδα που μας πέρασε σημαδεύτηκε από την απόφαση επανεξοπλισμού της Γερμανίας, για πρώτη φορά μετά τον Πόλεμο. Είναι βέβαιο ότι το επόμενο διάστημα θα χαρακτηριστεί από ένταση των εξοπλιστικών δαπανών, κάτι οδυνηρό για υπερχρεωμένες οικονομίες, όπως η ελληνική.

Στο οικονομικό πεδίο, ο διαχωρισμός των αγορών απέναντι στα ανταγωνιστικά ιμπεριαλιστικά κέντρα γίνεται μέσω των λεγόμενων «κυρώσεων». Κυρώσεις που όλοι γνωρίζουν ότι θα διαρκέσουν πολύ περισσότερο από τον πόλεμο. Η δέσμευση των χρημάτων των ρώσων ολιγαρχών, ο έλεγχος των χρηματοδοτήσεών τους από ευρωπαϊκές και αμερικανικές τράπεζες αλλά και ο έλεγχος των ενεχύρων που καλύπτουν αυτές τις χρηματοδοτήσεις είναι το βασικό μέτρο από την πλευρά των Δυτικών. Σε αυτό εντάσσεται και ο επιλεκτικός αποκλεισμός του 70% περίπου των ρωσικών τραπεζών από το σύστημα SWIFT, αφού το υπόλοιπο 30% αφέθηκε να λειτουργεί όπως πριν. Ο λόγος φυσικά είναι η κάλυψη των αγορών φυσικού αερίου και πετρελαίου, που είναι απαραίτητες για τη Δύση.

Το τελευταίο είναι και το βασικό όπλο των Ρώσων αλλά και των Αράβων. Όπλο που δεν είναι διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν προς το παρόν, αφού οι τιμές βρίσκονται στα ύψη, εξασφαλίζοντάς τους σημαντικά έσοδα. Η βασική οικονομική κύρωση που θα εφαρμόσουν είναι ο αποκλεισμός των «εχθρικών» δυνάμεων από τις καταναλωτικές δαπάνες των πολιτών τους, είτε αφορούν δαπάνες για αγαθά όπως, π.χ., αυτοκίνητα, είτε για υπηρεσίες, όπως ο τουρισμός.

Το τελευταίο θέτει σε έντονη αμφισβήτηση την επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να εμπλακεί στην ιμπεριαλιστική διαμάχη στέλνοντας πολεμικό υλικό στην Ουκρανία. Είναι προφανές ότι πέρα από το τεράστιο ενεργειακό κόστος, που έχει ήδη γονατίσει τον κόσμο, θα υπάρξει και σημαντική απώλεια τουριστικών εσόδων. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και η απώλεια εσόδων από εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από το 2014, σε αντίποινα στην κατοχή της Κριμαίας από τους Ρώσους. Δεν είναι δύσκολο να συμπεράνει κανείς ότι οι επιπτώσεις για την αδύναμη ελληνική οικονομία θα είναι σημαντικές.

Το αδιανόητο όμως είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση κατόρθωσε –γιατί περί κατορθώματος πρόκειται– η χώρα να υποστεί κυρώσεις και από την πλευρά των Δυτικών – Ουκρανών. Η Παρευξείνια Τράπεζα, ένας οργανισμός με έδρα τη Θεσσαλονίκη, υπέστη για κάποιες μέρες κυρώσεις από την πλευρά των Βρετανών λόγω συνωνυμίας με ρωσική τράπεζα. Την ίδια ώρα 11 ελληνικά πλοία είναι σταματημένα σε ουκρανικά λιμάνια και οι ναυτικοί κινδυνεύουν, ευρισκόμενοι σε εμπόλεμη ζώνη.

Όμως το πιο σημαντικό είναι ότι το επόμενο διάστημα το Ελληνικό Δημόσιο θα εμπλακεί σε σημαντικές αντιδικίες για το Λιμάνι της Θεσσαλονίκης και ίσως το Λιμάνι του Πειραιά, λόγω της μετοχικής σύνθεσης των δύο οργανισμών. Είναι ένα οδυνηρό μάθημα για τους νεοφιλελεύθερους πολιτικούς, που έσπευσαν, ελαφρά τη καρδία, να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία του κράτους που έχουν άμεση σχέση με την ασφάλεια των πολιτών. Πολύ φοβάμαι ότι ανάλογα προβλήματα θα υπάρξουν στο μέλλον και από τη πώληση του ΔΕΔΔΗΕ, που ολοκληρώθηκε αυτές τις μέρες.

Σε κάθε περίπτωση, αν η εμπλοκή της χώρας είχε να κάνει με κάποια ουσιαστική έκφραση αλληλεγγύης στον ουκρανικό λαό, όλοι θα είμασταν διατεθειμένοι να υποστούμε το κόστος. Αλλά να υφιστάμεθα κόστος επειδή οι Αμερικανοί δεν συμπαθούν τους μετόχους του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης πάει πολύ, κύριε Μητσοτάκη. Γιατί δεν πρόκειται να επανακρατικοποιηθεί το λιμάνι, μέτοχο θα αλλάξει.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ