Η ανυπαρξία της ΕΕ, η ρεβάνς του Πούτιν για την ήττα του Ψυχρού Πολέμου

Η ανυπαρξία της ΕΕ, η ρεβάνς του Πούτιν για την ήττα του Ψυχρού Πολέμου

Οι απειλές και οι κίνδυνοι από το νέο σκηνικό στην Ευρώπη

-Η εισβολή στην Ουκρανία και οι προκλήσεις για Ελληνοτουρκικά και Κυπριακό

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Η στρατηγική τύφλωση των Ευρωπαίων, η απουσία οράματος και αυτοτελούς παρουσίας στο διεθνές σκηνικό, η υποτακτική στάση έναντι των ΗΠΑ στα θέματα της ασφάλειας και η αδυναμία αναζήτησης μιας νέας, ισορροπημένης συνεργατικής σχέσης με τον μεγάλο γείτονα, τη Ρωσία, με την ταυτόχρονη ανάδειξη και ισχυροποίηση ενός νέου «τσάρου» στη Μόσχα, έτοιμου να ρισκάρει ακόμη και θερμή σύγκρουση, έστησαν το έδαφος για τα μεγάλα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουμε τώρα, με τη ρωσική επίθεση εναντίον της Ουκρανίας, την απόσχιση ενός σημαντικού τμήματος ουκρανικών εδαφών και την ενεργειακή – οικονομική ασφυξία της Δύσης.

Απέναντι σε έναν ανεξέλεγκτο και ψυχρά υπολογιστή ρώσο Πρόεδρο αναδεικνύεται το βαθύ αδιέξοδο για το πώς θα μπορέσει η Ευρώπη να α­ντιμετωπίσει αυτήν τη νέα, δύσκολη κατάσταση, τη χειρότερη ακόμη και από τις χειρότερες στιγμές του Ψυχρού Πολέμου, καθώς η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκει πλέον στον ρώσο Πρόεδρο. Εξάλλου, τον χορό για τις αντιδράσεις στη ρωσική α­πειλή, που δεν είναι πλέον θεωρητική, θα τον σύρει η Ουάσινγκτον και όχι οι Βρυξέλλες.
Δυστυχώς, όλο το τελευταίο διάστημα, όλοι έδειχναν να παίζουν τελικά το παιχνίδι του Προέδρου Πούτιν.

Με τρόπο εμμονικό, η Δύση και κυρίως οι ΗΠΑ και ο Πρόεδρος Μπάι­ντεν, αντί να δώσουν μια ευκαιρία στην αναζήτηση, μέσω διαλόγου, μιας συμβιβαστικής λύσης για τη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου ασφαλείας στην Ευρώπη, επιχείρησαν για μία ακόμη φορά να αγνοήσουν τις ανησυχίες της Ρωσίας. Ανησυχίες που ήταν γνωστές από πολύ παλιά, από τις πρώτες ημέρες και τους πρώτους μήνες της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης. Τότε, με τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ήταν σχεδόν αυτονόητη και η διάλυση του αντίπαλου δέους, του ΝΑΤΟ. Παρ’ όλα αυτά, το ΝΑΤΟ έμεινε ενεργό και, σε αντίθεση με τις δεσμεύσεις που φέρεται να είχαν αναληφθεί, αποφάσισε σταδιακά την επέκτασή του, με την ένταξη των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης αλλά και των Βαλκανίων. Επίσης, με την τοποθέτηση πυραύλων σε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες αλλά και πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας η Δύση έδειξε διάθεση όχι συνεννόησης, αλλά επιβολής στη Ρωσία.

Αυτό δεν συνέβη. Και όταν μια υπερδύναμη, ακόμη και γονατισμένη, επιχειρείται να ταπεινωθεί, δυστυχώς, τα αποτελέσματα είναι εντελώς αντίθετα. Τις συνέπειες αυτής της στρατηγικής αστοχίας ζούμε με τη Ρωσία, η οποία από το 2000, όταν ανέλαβε την εξουσία ο Βλαντιμίρ Πούτιν, κινείται αργά και μεθοδικά για την ανάκτηση του κύρους της, με ρόλο στα παγκόσμια πράγματα και φυσικά για απόκτηση μια μορφής βέτο σε όλα τα ζητήματα ασφαλείας στα σύνορά της.

Έκτοτε η Δύση έκανε ένα ακόμη λάθος. Θεώρησε ότι ο Πρόεδρος Πούτιν θα υποχρεωθεί να προσαρμοσθεί στο στενό πλαίσιο που του είχαν σχεδιάσει. Και όλο το επόμενο διάστημα είτε υποτιμήθηκε ο κίνδυνος είτε υ­πήρξε ένας κατευνασμός, κυρίως από χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Τουρκία…

Και έτσι φτάσαμε στην Ουκρανία. Με όλα όσα έγιναν, τις δεσμεύσεις που δεν τηρήθηκαν, με τις «πορτοκαλί επαναστάσεις» προκειμένου να ανατραπεί ο φιλόρωσος Πρόεδρος, με την πρόσδεση της Ουκρανίας στη Δύση και κυρίως με τη συμπερίληψη στο Σύνταγμά της –με την παρότρυνση των Αμερικανών– άρθρου για την ένταξη στο ΝΑΤΟ, επιχειρήθηκε να βρεθεί η Ρωσία προ τετελεσμένων. Δεν εκτιμήθηκαν σωστά ούτε οι δυνάμεις που είχε ακόμη η Ρωσία ούτε η αποφασιστικότητα του Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος διάβαζε την αμηχανία και την αβουλία των Ευρωπαίων να αντιδράσουν, είχε στα χέρια του το όπλο της ενέργειας και κυρίως είχε την εμπειρία του Κοσόβου και της Οσετίας – Αμπχαζίας. Στο Κόσοβο η Ρωσία έπαιξε και έχασε γιατί εμπιστεύθηκε τη Δύση, ενώ στη Γεωργία, εννιά χρόνια αργότερα, εφάρμοσε πολιτική τετελεσμένων, εκμεταλλευόμενη τους φιλορωσικούς πληθυσμούς. Έτσι, με την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των δύο μεγάλων περιοχών της Ουκρανίας ακολούθησε την πεπατημένη…

Για την Ελλάδα δεν υπήρξε, από την πρώτη στιγμή, κανένα δίλημμα. Έτσι, καταδικάσθηκε η ρωσική επίθεση –και για λόγους αρχής– και επίσης απορρίφθηκε κάθε ιδέα προσάρτησης ξένων εδαφών. Όμως η Αθήνα, με κάθε τρόπο, επιχείρησε να στείλει μηνύματα για την ανάγκη σεβασμού των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Ουκρανία, που στη μεγάλη πλειοψηφία της ζει κοντά στη γραμμή αντιπαράθεσης και στο κέντρο του Ελληνισμού, τη Μαριούπολη, η οποία βρίσκεται στην πρώτη θέση της λίστας των υποψηφίων προς προσάρτηση περιοχών. Η κρίση διαρκείας με τη Ρωσία θα δώσει προστιθέμενη στρατηγική αξία στις υποδομές επί του ελληνικού εδάφους που έχουν προσφερθεί στις ΗΠΑ, με πρώτη την Αλεξανδρούπολη. Όμως οι συνέπειες θα είναι τραγικές σε ό,τι αφορά την οικονομία, η οποία έχει ήδη βυθιστεί με την πανδημία και τώρα βουλιάζει ακόμη πιο βαθιά, πλήττοντας βαρύτατα τα νοικοκυριά με την έκρηξη των τιμών της ενέργειας και την ανασφάλεια για την ομαλή τροφοδοσία της οικονομίας με ενέργεια.

Όμως η κρίση της Ουκρανίας δημιουργεί σοβαρές προκλήσεις για τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, ενώ θέτει σοβαρά διλήμματα για αυταρχικούς ηγέτες, με πρώτο απ’ όλους τον Πρόεδρο Ερντογάν, ο οποίος θα κληθεί να επιλέξει μεταξύ των δεσμεύσεων της Τουρκίας ως μέλους του ΝΑΤΟ και της δυτικής «οικογένειας» και της «φιλίας» του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν.

Εξάλλου, οι διευρυμένες κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας θα δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στην Τουρκία, η οποία υλοποιεί πολλά προγράμματα συνεργασίας με τη Ρωσία, με σημαντικότερο την κατασκευή πυρηνικών σταθμών… και φυσικά η διατήρηση των S-400 αποκτά πλέον άλλη διάσταση, όπως και η συνεργασία Μόσχας – Άγκυρας στη Βόρεια Συρία.

Όμως ο αναθεωρητισμός και η αγνόηση και η προσβολή του Διεθνούς Δικαίου και της διεθνούς νομιμότητας από τον Πρόεδρο Πούτιν ίσως αποτελέσει πηγή έμπνευσης για άλλους αυταρχικούς και ανεξέλεγκτους ηγέτες, όπως είναι ο τούρκος Πρόεδρος. Ο Ταγίπ Ερντογάν είναι γνωστό ότι στρέφει τον αναθεωρητισμό του κυρίως εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου.

Η αποθράσυνση και της Ρωσίας και όλα όσα ανέφερε στο διάγγελμά του ο Βλαντιμίρ Πούτιν και όσα υποστήριξε ο ρώσος ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ για αυτονόμηση και ανεξαρτητοποίηση είναι καρμπόν του μοντέλου της Οσετίας, αλλά θα μπορούσαν να γίνουν επιχειρήματα για αναθεωρητικές δυνάμεις που δεν έχουν συμβιβαστεί με τα σύνορα που χάραξε η Ιστορία. Η επιχειρηματολογία Ερντογάν για την «αδικία» εις βάρος της Τουρκίας με τη Λωζάννη, που οδήγησε στην πολιτική των «γκρίζων ζωνών», και για την ανάγκη «προστασίας» των Τουρκοκυπρίων, με την οποία δικαιολογήθηκε η εισβολή και συνεχιζόμενη κατοχή της Κύπρου, έχει βγει από το ίδιο καλούπι με τα επιχειρήματα του ρώσου Προέδρου.

Όσο ο Πούτιν καταπατά ανενόχλητος κάθε έννοια διεθνούς νομιμότητας και δείχνει να περιφρονεί το διεθνές δίκαιο και την αρχή του απαραβίαστου των συνόρων τόσο αποθρασύνονται άλλες αναθεωρητικές δυνάμεις, όπως η Τουρκία, ελπίζοντας ότι θα μπορούσαν να επιδιώξουν την αλλαγή συνόρων με μικρό κόστος και περιορισμένες συνέπειες. Σοβαρό επίσης προβληματισμό προκαλεί η επιθετικότητα του Βλαντιμίρ Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας και η προοπτική προσάρτησης εδαφών σε σχέση με το Κυπριακό. Και αυτό διότι, φυσικά, θα είναι οξύμωρο η Ρωσία να συνεχίσει να εκφράζει τη θέση αρχής για μη αναγνώριση αποσχιστικών οντοτήτων, την ώρα που η ίδια έχει προσαρτήσει την Κριμαία και έχει θέσει υπό τον έλεγχό της, έστω και μέσω της «ανεξαρτησίας», τις δύο ουκρανικές επαρχίες, τις οποίες μόνο η Μόσχα έχει αναγνωρίσει.

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για την Ευρώπη και τον κόσμο και οι συνέπειες, δυστυχώς, θα ξεδιπλώνονται με ορμή, διαμορφώνοντας ένα νέο παγκόσμιο σκηνικό, πιο αβέβαιο και πιο επικίνδυνο.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ