Ουκρανία: Ο κύβος ερρίφθη… – Ψυχρός Πόλεμος έρχεται στην Ευρώπη
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Η Ρωσική στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία είναι πλέον γεγονός. Η έκτασή της, σε όλη σχεδόν την Ουκρανία και στην πρωτεύουσά της, αντικαθρεφτίζει και τους πολιτικούς της στόχους, που δεν είναι άλλοι από την πλήρη ανατροπή της σημερινής καταστάσεως και την επαναφορά της Ουκρανίας σε φιλορωσική τροχιά και στρατηγικό έλεγχο.
Ο Ρώσος ηγέτης Βλαντιμίρ Πούτιν, αναλαμβάνοντας ένα υψηλότατο πολιτικό και οικονομικό κόστος για τη Ρωσία, προχώρησε στη στρατιωτική εισβολή, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την κατάσταση και ότι θα ήταν μεγάλος λάθος να αφήσει για το μέλλον ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος και πολύ σοβαρότερους κινδύνους.
Θα φανεί, κατά τις επόμενες μέρες, με ποιον ακριβώς τρόπο θα επιδιώξει η Ρωσική πλευρά να «διευθετήσει» το μέλλον της Ουκρανίας.
Η ανάγνωση της καταστάσεως στην Ουκρανία από τη Μόσχα είναι πολύ διαφορετική από εκείνη των ΗΠΑ, της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ. Για τη Δυτική πλευρά, η Ουκρανία, στο σύνολο του νομίμου εδάφους της, είναι μια ανεξάρτητη και κυρίαρχη χώρα, η οποία έπεσε θύμα επιθέσεως μια πρώτη φορά το 2014 και μια δεύτερη φορά σήμερα. Στο οξύτατό του όμως διάγγελμα ο Ρώσος ηγέτης Βλαντιμίρ Πούτιν εξέθεσε τη Ρωσική ιστορική άποψη για την Ουκρανία. Η Ουκρανία, κατά τη Ρωσική άποψη, δεν είναι οποιαδήποτε τρίτη χώρα. Είναι αναπόσπαστο μέρος της Ρωσικής ιστορίας και του Ρωσικού πολιτισμού, εφόσον το κράτος του Κιέβου είναι το πρώτο Ρωσικό κράτος και στο Κίεβο έγινε ο εκχριστιανισμός των Ρώσων από το Βυζάντιο. Αυτό ισχύει σ’ ένα μέτρο και για τη σύγχρονη Ρωσική ιστορία, εφόσον ο χώρος της Ουκρανίας ήταν ένα από τα σημαντικότερα πεδία μαχών των Ρωσικών εθνικών αγώνων κατά την εισβολή του Ναπολέοντος και αργότερα του Χίτλερ. Ο Πούτιν προσέθεσε και τον ισχυρισμό ότι η Ουκρανία έγινε ουσιαστικά από εδάφη που απεσπάσθησαν από τη Ρωσία, κατά πρώτο λόγο το Ντονμπάς, με πρωτοβουλία του Λένιν, μετά τη Ρωσική Επανάσταση.
Ο πολύς Χένρι Κίσινγκερ, με άρθρο του στον Αμερικανικό τύπο («Washington Post») κατά την πρώτη κρίση της Ουκρανίας, το 2014, επέσυρε την προσοχή της Αμερικανικής πλευράς στο θέμα της Ουκρανίας, υποστηρίζοντας, σε αδρές γραμμές, την άποψη ότι η Ουκρανία, λόγω ακριβώς των ιστορικών της καταβολών και των σχέσεών της, επί αιώνες, με τη Ρωσία, δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιστρατευθεί σ’ ένα Δυτικό, αντι-Ρωσικό μέτωπο και ότι πρέπει να παίξει έναν ρόλο γέφυρας μεταξύ των δύο πλευρών. Επικαλέσθηκε ως επιχειρήματα αυτά περίπου που ανέφερε στο διάγγελμά του και ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Ότι δηλαδή η Ουκρανία είναι αναπόσπαστο μέρος της Ρωσικής ιστορίας και του Ρωσικού πολιτισμού και ότι υπάρχουν ιδιαίτεροι δεσμοί, εθνικοί, θρησκευτικοί και πολιτιστικοί, μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας.
Με τις απόψεις αυτές δεν συμφωνούσε βεβαίως ο άλλος «μεγάλος» της Αμερικανικής γεωπολιτικής και στρατηγικής σκέψεως, ο Πολωνικής καταγωγής Ζμπίγνκνιου Μπρεζίνσκι, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Προέδρου Κάρτερ. Ο τελευταίος, στο βιβλίο του «Η Μεγάλη Σκακιέρα», έβλεπε το θέμα της Ουκρανίας με όρους καθαρά γεωπολιτικής και εκτιμούσε ότι κατά τα επόμενα 15 χρόνια θα έπρεπε η Ουκρανία να περιέλθει σε Δυτική τροχιά.
Οι εκτιμήσεις αυτές θεωρούνταν πραγματιστικές γιατί εγγράφονταν στην πολιτική της αναδιπλώσεως και της απωθήσεως της Ρωσίας προς Ανατολάς, ως αποτέλεσμα της αποσυνθέσεως της Σοβιετικής Ενώσεως και της ακραίας αδυναμίας στην οποία είχε βρεθεί η Ρωσία επί Προέδρου Γιέλτσιν.
Βλέποντας τα πράγματα μέσα από τη σκοπιά αυτή, η Ρωσική πλευρά θεωρεί ότι δεν είναι το επιτιθέμενο μέρος, αλλά το αμυνόμενο, έστω και αν αναγκάζεται να επέμβει στρατιωτικά στην Ουκρανία, εφόσον δεν βρίσκει ανταπόκριση στα αιτήματα που θέτει για τον σεβασμό και την κατοχύρωση της δικής της στρατηγικής ασφάλειας και των δικών της στρατηγικών συμφερόντων. Καταμαρτυρεί, συγκεκριμένα, στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ μια επιθετική πολιτική, που εκδηλώθηκε επανειλημμένα κατά της Ρωσίας, πρώτον, με την παραβίαση της άτυπης συμφωνίας, επί Γκορμπατσόφ, για μη επέκταση προς Ανατολάς του ΝΑΤΟ, στις χώρες που ήταν προηγουμένως χώρες-μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Δεύτερον, με την πολιτική εσωτερικής αποσυνθέσεως της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως, που ακολούθησαν επί Προέδρου Γιέλτσιν, που έφερε τη Ρωσία σε πλήρη αδυναμία και άκρα ταπείνωση.
Τρίτον, με την προσπάθεια εντάξεως στο ΝΑΤΟ χωρών όπως η Γεωργία στον Καύκασο, η Μολδαβία και η Ουκρανία, που συνδέονται άμεσα με τη στρατηγική ασφάλεια της Ρωσίας και τη γεωπολιτική της θέση στον κόσμο.
Η επικράτηση στην Ουκρανία ενός καθεστώτος που είχε ως πολιτική σημαία την ένταξη της Ουκρανίας στις Δυτικές Ευρω-Ατλαντικές δομές και ειδικότερα στο ΝΑΤΟ οδήγησε σε πλήρες αδιέξοδο τις διπλωματικές προσπάθειες για την αναζήτηση ειρηνικής λύσεως, εφόσον δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί η κόκκινη γραμμή της Ρωσικής πλευράς, που ήταν η μη ένταξη στο ΝΑΤΟ, ούτε τώρα ούτε στο μέλλον, και η εφαρμογή των Συμφωνιών του Μινσκ για παραχώρηση αυτονομίας στις «Ρωσόφωνες» περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ.
Υπάρχουν, ασφαλώς, ευθύνες της ηγεσίας των ΗΠΑ και ορισμένων Ευρωπαϊκών χωρών, που ενθάρρυναν τον Ουκρανό Πρόεδρο προς την κατεύθυνση μιας πολιτικής, για την οποία δεν μπορούσε να ελπίζει σε δυναμικά ερείσματα. Η Αμερικανική πλευρά έσπευσε, στην τελευταία φάση, να καταστήσει σαφές ότι δεν υπήρχε ενδεχόμενο Αμερικανικής στρατιωτικής εμπλοκής στην Ουκρανία, εφόσον η τελευταία δεν είναι χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, για την οποία θα ίσχυε ο αυτοματισμός της αλληλεγγύης, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Καταστατικού του ΝΑΤΟ. Έσπευσε μάλιστα να αποσύρει από την Ουκρανία και τους 167 στρατιωτικούς συμβούλους που είχε αποστείλει για να βοηθήσουν στην εκπαίδευση των Ουκρανικών Δυνάμεων σε νέα οπλικά συστήματα και τεχνολογίες.
Με εξαίρεση την Πολωνία και τα Βαλτικά κράτη, και οι άλλες Ευρωπαϊκές χώρες κατέστησαν σαφές ότι δεν είχαν καμιά πρόθεση να κινηθούν πέρα από τις σκληρές οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις σε περίπτωση Ρωσικής εισβολής. Με τα δεδομένα αυτά, είναι σαφές ότι η Αμερικανική πολιτική χρησιμοποιεί την Ουκρανία ως ένα μέσο για την απομόνωση της Ρωσίας, την ανάδειξή της εκ νέου σε κίνδυνο για την Ευρώπη και την επαναβεβαίωση του γεωστρατηγικού της ελέγχου στην Ευρώπη. Η ανάπτυξη στρατηγικής οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας αντιμετωπιζόταν πάντα με καχυποψία και εχθρότητα από τις ΗΠΑ, υπό τον φόβο ότι αυτή θα μπορούσε να διαβρώσει την Ευρω-Ατλαντική στρατηγική σύζευξη και ενότητα και να προαγάγει τη γεωπολιτική και στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης.
Η επιβολή αυστηρών οικονομικών και πολιτικών κυρώσεων στη Ρωσία, με αφορμή τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, εξυπηρετεί, προφανώς, την Αμερικανική γεωπολιτική και φέρνει σε αμηχανία και σε πολύ δύσκολη θέση την Ευρώπη, που εξαρτάται μάλιστα σε μεγάλο βαθμό από το Ρωσικό φυσικό αέριο. Το σημαντικότερο όμως για την Ευρώπη είναι οι στρατηγικές επιπτώσεις, που φαλκιδεύουν τις προοπτικές η Ευρώπη να καταστεί ένας ανεξάρτητος πόλος, αντάξιος του οικονομικού της δυναμικού και της ιστορίας της, μέσα στον αναδυόμενο σημερινό πολυπολικό κόσμο.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες προβάλλεται το ΝΑΤΟ ως η μόνη λύση για την Ευρωπαϊκή ασφάλεια, απέναντι σε μια ανανεωμένη Ρωσική απειλή, και η Αγγλο-Σαξωνική γεωστρατηγική, που εκδηλώθηκε με τη Συμφωνία AUKUS, ως το μόνο πλαίσιο για την αναχαίτιση και της άλλης υπερδυνάμεως, της Κίνας, σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ και με ενωμένη την Ευρώπη με τις ΗΠΑ. Εύλογο είναι το ερώτημα για το ποια είναι η σημασία των εξελίξεων αυτών για τα Ελληνο-Τουρκικά και την Κύπρο. Ο Πούτιν, μπροστά στον κίνδυνο να απειληθεί η στρατηγική ασφάλεια της χώρας του, αγνόησε αποφασιστικά οποιοδήποτε πολιτικό και οικονομικό κόστος. Είναι ένα παράδειγμα για το βάρος που έχει η γεωπολιτική, για όσους αντιλαμβάνονται τη σημασία της και λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τις επιπτώσεις της.
Η Άγκυρα, με οποιαδήποτε ηγεσία, έχει μεγάλες φιλοδοξίες και επιδιώκει ηγεμονικούς στόχους σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου. Η πολιτική του κατευνασμού και της αυταπάτης δεν αποτρέπει τους Τουρκικούς στόχους. Η Άγκυρα δεν χρειάζεται να μιμηθεί τον Πούτιν. Έχει δικά της πρότυπα, που γίνονται, δυστυχώς, ανεκτά και από τους Δυτικούς υποτιθέμενους συμμάχους. Είναι εύγλωττη η σιωπή για την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Αλλά γιατί να καταδικάσουν οι ξένοι, όταν η ίδια η ηγεσία σήμερα της Κύπρου και της Ελλάδος φθάνει στο σημείο να μη ζητά κυρώσεις για την Τουρκία και να προτείνει Μέτρα Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) με το ψευδοκράτος των κατεχομένων, ως πρώτη πράξη για την αναγνώριση και τη νομιμοποίησή του;
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: enikos.gr