Σ. Ρομπόλης και Β. Μπέτσης στο “Π”: Προκλήσεις και αβεβαιότητα στην ελληνική οικονομία
Των
ΣΑΒΒΑ Γ. ΡΟΜΠΟΛΗ
Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
και
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Γ. ΜΠΕΤΣΗ
Δρος Παντείου Πανεπιστημίου
Μετά την απερχόμενη, οδυνηρή δεκαετία (2009 – 2019) της οικονομικής κρίσης και ύφεσης στην Ελλάδα, την τρέχουσα από τις αρχές του 2020 υγειονομική κρίση της Covid-19 και τις σοβαρές παρενέργειές της στους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς στη χώρα μας και στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ελληνική και η ευρωπαϊκή οικονομία πλήττονται, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μήνες του 2022, από ανησυχητικές πληθωριστικές πιέσεις (πρώτες ύλες) από την πλευρά της προσφοράς, οι οποίες απειλούν τη βιωσιμότητα, κατά βάση, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και το επίπεδο της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Έτσι, σύμφωνα με σχετική έρευνα (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2022), η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού τον Δεκέμβριο του 2021 ανήλθε στο επίπεδο του 10,4%, του μέσου μισθού των εργαζομένων μερικής απασχόλησης ανήλθε στο επίπεδο του 13,7% και του μέσου μηνιαίου ατομικού εισοδήματος ανήλθε στο επίπεδο του 7%, σε ετήσια βάση.
Πράγματι, οι γεωπολιτικές και γεωοικονομικές αντιπαραθέσεις στην Ουκρανία εκτίναξαν, σε σύντομο χρονικό διάστημα, τις τιμές του φυσικού αερίου, του πετρελαίου, των καυσίμων, των μεταφορών αλλά και των προϊόντων διατροφής σε τέτοιο επίπεδο στην Ευρωζώνη (5% τον Δεκέμβριο του 2021) και στην Ελλάδα (4,8% Νοέμβριος 2021, 5,1% Δεκέμβριος 2021, 6,2% Ιανουάριος 2022), όπου πλέον εγείρεται ζήτημα για το διαθέσιμο εισόδημα και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Ιστορικά, αντίστοιχα ποσοστά πληθωρισμού στην Ελλάδα παρατηρήθηκαν τον Ιανουάριο του 1997 (6,8%). Βέβαια, εάν από μεθοδολογική άποψη υπολογιστούν στον δείκτη τιμών καταναλωτή και άλλες δαπάνες των νοικοκυριών (π.χ. δαπάνες στέγασης κ.λπ.), οι οποίες σήμερα στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί κατά 20%, τότε το επίπεδο του πληθωρισμού θα ήταν υψηλότερο.
Στις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), οι σημαντικότερες αυξήσεις στην Ελλάδα σημειώθηκαν στην τιμή του φυσικού αερίου (154,8%), στο ηλεκτρικό ρεύμα (56,7 %), στο πετρέλαιο θέρμανσης (36%), σε καύσιμα και λιπαντικά (21,6%), σε αρνί και κατσίκι (17,6%), στα νωπά λαχανικά (14,4%), στο ελαιόλαδο (15,4%), στις πατάτες (12,3%) και στα νωπά φρούτα (8,4%). Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι οι ανατιμήσεις στα βασικά προϊόντα διατροφής, τα οποία αποτελούν, σύμφωνα με την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, το 35,9% των συνολικών μηνιαίων φτωχότερων νοικοκυριών, επιφέρουν σημαντικό πλήγμα στο επίπεδο του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Κι αυτό αποδεικνύεται από την Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του ΙΟΒΕ, σύμφωνα με την οποία κατά τον Ιανουάριο του 2022 το ποσοστό των καταναλωτών που δήλωσε ότι «μόλις τα βγάζει πέρα» διαμορφώθηκε στο 65%.
Στις συνθήκες αυτές, εκτιμάται ότι κατά τους επόμενους μήνες θα διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο ο πληθωρισμός των ενεργειακών τιμών και των τιμών των άλλων προϊόντων, με αποτέλεσμα, μεταξύ των άλλων, η ουσιαστική αποκλιμάκωση των τιμών, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να συντελεσθεί από την άνοιξη του 2023 και μετά, εφόσον βέβαια δεν παραταθεί η επιδείνωση όχι μόνο των γεωπολιτικών αλλά και των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών που βρίσκονται στο υπόβαθρο των πληθωριστικών πιέσεων.
Στην προοπτική αυτή εκτιμάται ότι, σε πραγματικούς όρους, η ελληνική οικονομία, παρά την αύξηση του ΑΕΠ κατά 8,5% το 2021, δεν θα μπορέσει να καλύψει τόσο τις απώλειες της πανδημίας το 2022, όπως θα συμβεί σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και τις συντελούμενες απώλειες της αγοραστικής δύναμης των μισθών και των εισοδημάτων γενικότερα. Παράλληλα, η γήρανση του πληθυσμού ή το υψηλό επίπεδο αποταμίευσης που παρατηρούνται στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν ως αντιπληθωριστικοί παράγοντες σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με την έρευνα, αποτελούν βασικοί καταλύτες για τον πληθωρισμό σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα (Κωνσταντίνος Μαριόλης, 13/2/2022). Στις συνθήκες αυτές, η ασκούμενη πολιτική στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της ενισχυμένης δημοσιονομικής εποπτείας, και στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας, αναφέρονται, με εθνικές διαφοροποιήσεις, σε περιορισμένες επιδοματικές πολιτικές στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Έτσι, στην κατεύθυνση της στρατηγικής της δημοσιονομικής σταθεροποίησης, με λιτότητα και όχι με ανάπτυξη, τα αντίστοιχα ποσά που χορηγούνται (π.χ. Ελλάδα 2 δισ. ευρώ) υπολείπονται σημαντικά από την αναγκαιότητα διατήρησης της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων και της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, με αποτέλεσμα να γίνεται πλέον εμφανές ότι οι καταναλωτές περιορίζονται σε ανελαστικού είδους αγορές.
Αντίθετα, η άμεση επανεξέταση και η επιμήκυνση του σχεδίου μετάβασης στην πράσινη ενέργεια, το άμεσο πάγωμα των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος (π.χ. Γαλλία), η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής και του ειδικού φόρου κατανάλωσης καυσίμων κ.λπ. θα συμβάλει άμεσα στη συγκράτηση της αύξησης του μηνιαίου ρυθμού μεταβολής του πληθωρισμού και στη διατήρηση του επιπέδου της ιδιωτικής κατανάλωσης, σε βαθμό που να μην ανατρέπονται ανησυχητικά οι στόχοι ακόμη και της ενισχυμένης δημοσιονομικής εποπτείας της διατηρήσιμης δημοσιονομικής σταθερότητας.
Διαφορετικά, η παρατηρούμενη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης από την πλειοψηφία του πληθυσμού στη χώρα μας θα συνεχισθεί και αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι σήμερα ο μέσος μηνιαίος μισθός είναι 1.130 ευρώ (μεικτά) και σε επίπεδο καθαρών αποδοχών αντιστοιχεί (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2022) στο 75% του μέσου όρου της Ευρωζώνης, ο κατώτατος μηνιαίος μισθός είναι 633 ευρώ (μεικτά) και η μέση σύνταξη (κύρια και επικουρική) είναι 930 ευρώ. Παράλληλα, σημαντικό τμήμα του πληθυσμού (28,9% [3,05 εκατ. άτομα] το 2020, έναντι 28,1% το 2008) αντιμετωπίζει κίνδυνο φτωχοποίησης.
Όμως, η προοπτική σταθεροποίησης των πληθωριστικών πιέσεων σε υψηλό επίπεδο, κατά τους επόμενους μήνες, και η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης εγκυμονούν τον κίνδυνο αύξησης του ιδιωτικού χρέους νοικοκυριών και επιχειρήσεων, διακοπής της λειτουργίας μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αύξησης της ανεργίας, κ.λπ., μετεξελίσσοντας το σημερινό πληθωριστικό φαινόμενο σε στασιμοπληθωρισμό και ύφεση, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, ιδιαίτερα μετά τις σοβαρές συνέπειες που υπέστη τόσο από τη δεκαετή οικονομική κρίση και ύφεση των Μνημονίων, όσο και από τη διετή, μέχρι σήμερα, υγειονομική κρίση της Covid-19.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ