π. Αμφιλόχιος Μήλτος στο “Π”: Σχέση Ἐκκλησίας καί κοινωνίας

π. Αμφιλόχιος Μήλτος στο “Π”: Σχέση Ἐκκλησίας καί κοινωνίας

Θεολογικά καί ποιμαντικά ζητήματα μέ ἀφορμή τήν πανδημία

Του
Δρ π. Ἀμφιλόχιου Μῆλτου,
Αρχιμανδρίτη,
Γραμματέα της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού (*)


Ἕνα κεφάλαιο τῶν συζητήσεων γιά τήν πανδημία ἦταν ἡ θεωρούμενη ἐχθρική στάση τῆς πολιτείας πού ἔκλεισε τίς ἐκκλησίες. Τό ζήτημα πού ὑφέρπει ἐδῶ δέν εἶναι μόνο οἱ σχέσεις Κράτους – Ἐκκλησίας, ἡ δῆθεν συνωμοσία γιά νά πληγεῖ ἡ Ὀρθοδοξία, οἱ ἄθεοι πού τά βάζουν μέ τήν Ἐκκλησία.

Προφανῶς καί ὑπάρχει ἀντιεκκλησιαστική προκατάληψη, μία ἀντιθρησκευτική καί ἀντικληρική κουλτούρα πού περιγελᾶ τήν θρησκευτικότητα. Τήν προηγούμενη μόλις ἑβδομάδα ὁ Ἁγιασμός γιά τά ἀεροπλάνα ραφάλ ἔγινε ἀντικείμενο κοροϊδίας ἀπό «προοδευτικούς» ἀρθογράφους, θεωρήθηκε ὅτι δέν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπό μεσαιωνικός σκοταδισμός καί θύμα του μία πολιτεία δεμένη ἀπό τήν θεοκρατία.

Πέρα ἀπό ὅλα αὐτά, τό σημαντικό ζήτημα εἶναι ἡ σύγχυση πού ἀνομολόγητα κυριαρχεῖ στό μυαλό μας μεταξύ πιστῶν καί πολιτῶν τῆς ὀρθόδοξης Ἑλλάδας. Ὅπως τό ἔγραψε πάλι ὁ Παπαθανασίου: «Ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα δέν ταυτίζεται μέ τήν ὅλη κοινωνία. Αὐτό εἶναι μία ἁπλή ἀλήθεια, καθόλου καινούργια, τήν ὁποία ὅμως δέν κατανοοῦν πολλοί ἐκκλησιαστικοί, οἱ ὁποίοι καί θεωροῦν αὐτοδικαίως ποίμνιό τους ὁλόκληρη τήν κοινωνία». Αὐτή ἡ ταύτιση συμβαίνει συχνά στίς παραδοσιακά ὀρθόδοξες χῶρες. Ἄς τό ἀναφέρουμε πολύ τηλεγραφικά ὅτι ἐδῶ ὑπάρχει ἡ θεολογική συζήτηση γιά τή σχέση Ὀρθοδοξίας καί νεωτερικότητας ἤ μετανωτερικότητας, δηλαδή τό πρόβλημα ὅτι τό μοντέλο τῆς σχέσης Ὀρθοδοξίας καί κοινωνίας εἶναι προνεωτερικό, δηλαδή δέν περιλαμβάνει τήν χειραφέτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν θρησκευτική ὀργάνωση τῆς κοινωνίας. Στό συλλογικό μας ὑποσυνείδητο ὑπάρχει ἕνα βυζαντινό μοντέλο ἁρμονικῆς σχέσης Ἐκκλησίας καί Πολιτείας πού ὅμως εἶναι ἐξιδανικευμένο. Ξεχνάμε ὅτι τόν Μέγα Ἀθανάσιο ἤ τόν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο τούς ἐξόρισαν οἱ «εὐσεβέστατοι» αὐτοκράτορες.

Γιά νά ἔρθουμε στό σήμερα καί στήν ποιμαντική μας, ἄραγε στήν διδασκαλία μας ἤ στίς συζητήσεις μας λαμβάνουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι ἡ πίστη μας δέν εἶναι πασιφανής καί δεσμευτική γιά τούς πάντες; Μοῦ ἔλεγε σέρβος φίλος, στην πρώτη καραντίνα, ὅτι ἕνας κοσμικός δέν καταλαβαίνει γιατί νά ἐπιτρέπεται στόν χριστιανό νά πάει στήν ἐκκλησία του καί αὐτοῦ νά τοῦ ἀπαγορεύεται νά πάει στό θέατρο. Ζοῦμε σέ μία ἐκκοσμικευμένη κοινωνία καί τά ἐπιχειρήματά μας ἐντός Ἐκκλησίας δέν μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν στούς ἐκτός. Ἕνα θέμα πού πρέπει νά συζητήσουμε εἶναι πῶς ἡ γλώσσα πού θά χρησιμοποιήσουμε μπορεῖ νά φέρει κάποιους ἀπό τούς ἐκτός ἐντός…

Ἀφοῦ διευκρινήσουμε τό θέμα κοινότητες καί κοινωνία, μποροῦμε νά ἀγγίξουμε ἕνα παρεμφερές πού ἀφορᾶ τή σχέση Ἐκκλησίας καί κοινωνίας: ἡ ἀχρείαστη ἀγωνιστικότητα καί καχυποψία. Θά παραθέσω πάλι τό ἴδιο ἄρθρο τοῦ π. Βασιλείου Χαβάτζα:

«Η περιπέτεια της πανδημίας ανέδειξε και το φαινόμενο ενός αριθμού χριστιανών οι οποίοι είναι με τα πάντα καχύποπτοι. Κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο καχύποπτος. Εδώ όμως πρόκειται για συλλογικό φαινόμενο: Κάποιοι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να είναι αρνητικοί με όλους και με όλα. Δεν μπορεί οι πολιτικοί να μην είναι διεφθαρμένοι, αποκλείεται στα μέσα ενημέρωσης να ακουστεί κάποια αλήθεια, όλοι είναι δέσμιοι συμφερόντων, όλοι έχουν δόλιους σκοπούς, πίσω από όλα κρύβονται οι μασόνοι κ.λπ. Κι αυτή η ακραία κακοπιστία, αυτή η μαζική κατάκριση των πάντων εκλαμβάνεται ως χριστιανική αρετή. Από ανθρώπους οι οποίοι κατά τα άλλα μπορεί να διαβάζουν ή να γράφουν πολλά περί κατακρίσεως. Δεν ακούσαμε για παράδειγμα να αναδεικνύεται σε αυτή την κρίση και να επαινείται η ηθική διάσταση των επιλογών που έγιναν: Οι κυβερνήσεις θυσίασαν τις οικονομίες τους και τα συμφέροντα μεγάλων εταιρειών για να σώσουν κυρίως αυτούς που αν οι αποφάσεις λαμβάνονταν με στεγνά οικονομικά κριτήρια θα κινδύνευαν να θεωρηθούν μη αναγκαίοι, άχρηστοι ή και επιζήμιοι, τους ηλικιωμένους. Γιατί να μην προβληθεί μία φορά και κάτι θετικό;».

«Συναφής και η ‘‘αγωνιστικότητα’’ με την οποία έχουν εμποτισθεί κάποιοι χριστιανοί. Αγωνιστικότητα εναντίον του κράτους, των αθέων κ.λπ. Είναι βέβαια αυτό ένα εύκολο υποκατάστατο της αληθινής αγωνιστικότητας, η οποία πρέπει να διακρίνει την ζωή των χριστιανών: Του αγώνα ενάντια στον εγωισμό, στα πάθη, τον αγώνα για τον αγιασμό. Προσφέρει την ψευδαίσθηση του χριστιανού μαχητή, αλλά δεν οδηγεί τελικά πουθενά. Ή μάλλον οδηγεί σε μια αχρείαστη μεγαλύτερη περιθωριοποίηση της εκκλησίας. Αλλά αυτό φαίνεται ότι είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό κάποιων ανθρώπων: Δεν μας ενδιαφέρει η κοινωνία, δεν μας νοιάζει αν ο άλλος χαροπαλεύει στην εντατική, αν όλοι αυτοπεριορίζονται, αν έχασαν τις δουλειές τους, αν έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους, αν έκλεισαν τα σχολεία. Μας ενδιαφέρει μόνο να φαντασιωνόμαστε διωγμούς, επειδή χρειάστηκε να υπάρξουν περιορισμοί και στις εκκλησίες».

Εἶμαι σίγουρος ὅτι ὅλοι παρατηροῦμε τό φαινόμενο αὐτό στό ποίμνιό μας, ἐάν δέν εἴμαστε καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θύματά του. Σέ ἀνύποπτο χρόνο, ὁ Ποιμενάρχης μας προειδοποιοῦσε γιά αὐτή τήν γενικευμένη καχυποψία, ὡς μία προβληματική πνευματική τάση. Νομίζω τό κείμενο τοῦ π. Βασιλείου μᾶς δίνει ἀρκετό ὑλικό γιά προβληματισμό καί διάλογο. Προϋπόθεση εἶναι νά ξεκαθαρίσουμε μέσα μας ὅτι ὁ δημόσιος χῶρος δεν ταυτίζεται μέ τόν ἐκκλησιαστικό.

———————-

(*) (Απόσπασμα από την εισήγησή του στην 4η Ιερατική Σύναξη της Ι. Μ. Δημητριάδος και Αλμυρού)

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ