Η αποκλιμάκωση στην Ουκρανία και η Ευρώπη

Η αποκλιμάκωση στην Ουκρανία και η Ευρώπη


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


H επίσκεψη του Γερμανού καγκελαρίου Σολτς στη Μόσχα ήταν καταλυτική για την αποκλιμάκωση της κρίσεως στην Ουκρανία. Είναι φανερό ότι αυτοί που θα υφίσταντο τη μεγαλύτερη ζημιά, εάν η κρίση οδηγούσε σε ανεξέλεγκτη σύγκρουση, βρήκαν κοινή γλώσσα και συμφέρον για αποκλιμάκωση. Ο ιστορικός καγκελάριος Βίσμαρκ έλεγε ότι «όποτε Γερμανία και Ρωσία έχουν καλές σχέσεις, η Γερμανία ευημερεί».

Η Γερμανία εξαρτάται, σε ποσοστό πάνω από 50%, από το φθηνό ρωσικό αέριο. Η κατασκευή του αγωγού Nord Stream II δείχνει ότι η Γερμανία, όσο και αν πρωτοστατεί στη στήριξη της προοπτικής της πράσινης ενέργειας για το μέλλον, γνωρίζει ότι ο ασφαλής ενεργειακός της εφοδιασμός, για πολλές δεκαετίες ακόμη, συνδέεται με το φυσικό αέριο. Δεν υπερτιμά τις ιδεοληψίες, που πλήττουν, δυστυχώς, άλλους, όπως τους δικούς μας υπευθύνους, που φαντασιώνονται ότι είναι διεθνής «πρωτοπορία» και ότι δεν χρειάζεται να βραδυπορούν με τους λιγνίτες ή να καταπιαστούν με την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων στην Ελληνική ΑΟΖ, γιατί έρχεται η «πράσινη» ενέργεια και το υδρογόνο.

Η προμήθεια φυσικού αερίου από τη Ρωσία δεν είναι, προφανώς, μονομερής για τη Γερμανία. Αντισταθμίζεται με εξαγωγές και επενδύσεις στη Ρωσία. Τα οικονομικά αυτά δεδομένα εξηγούν τη δυσθυμία και τη δυσφορία της Γερμανικής πλευράς και την απροθυμία της να συνταχθεί με τη σκληρή Αμερικανική πολιτική, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πλήρη ρήξη και να φέρει τη Γερμανία σε δεινή θέση.

Οι Γερμανοί βιομήχανοι, όπως και οι Ιταλοί, έσπευσαν να στείλουν αντιπροσωπείες στη Μόσχα και να καταστήσουν σαφές ότι αντιτίθενται σε μια πολιτική ρήξεως και κυρώσεων, για την οποία η Ευρωπαϊκή βιομηχανία θα πλήρωνε πολύ ακριβό τίμημα.
Η ύφεση στην Ουκρανική κρίση παρέχει την ελπίδα ότι θα εξευρεθεί τελικά μια δεδομένη ισορροπία, που θα ικανοποιεί σ’ έναν βαθμό τις δύο πλευρές και θα αποτρέπει τη σύγκρουση. Ο πυρήνας όμως του προβλήματος παραμένει τόσο σε ό,τι αφορά την ίδια την Ουκρανία όσο και τις πολιτικές και στρατηγικές που ανάγονται στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό Ρωσίας – ΗΠΑ και εκδηλώνονται και στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ουκρανίας.

Οι ΗΠΑ, με τη σημερινή πολιτική Μπάιντεν, επανέρχονται στην παλαιότερη Αμερικανική πολιτική της δεκαετίας του ’90 και επιδιώκουν την περαιτέρω περιθωριοποίηση και υποβάθμιση της Ρωσίας από υπερδύναμη και γεωπολιτικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ σε περιφερειακή δύναμη της Ευρασίας. Πιστεύουν ότι το έργο αυτό είναι εφικτό, με τη συνεργασία των Ευρωπαίων. Αντιτίθενται γι’ αυτό στην ανάπτυξη οποιασδήποτε στρατηγικής συνεργασίας των Ευρωπαίων με τη Ρωσία, όπως, π.χ., ο αγωγός Nord Stream ΙΙ, πιστεύουν ότι η ανάπτυξη στρατηγικής συνεργασίας με τη Ρωσία υπονομεύει τη γεωπολιτική ενότητα Ευρώπης – ΗΠΑ και ενισχύει τη Ρωσία.

Σύμμαχος της Αμερικανικής αυτής πολιτικής είναι η «Νέα Ευρώπη», των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες, λόγω του ιστορικού παρελθόντος τους, είναι υπέρμαχοι μιας Ατλαντικής αντι-Ρωσικής πολιτικής. Οι χώρες αυτές είναι κατ’ εξοχήν η Πολωνία και τα Βαλτικά κράτη, με τα οποία, συμπλέει για τους δικούς της λόγους, και η Ρουμανία. Το σκηνικό αυτό ενισχύεται με την έκδηλη αλλαγή πολιτικής της Φινλανδίας, η οποία εγκαταλείπει σιωπηρά την παραδοσιακή ουδετερότητα και προσεγγίζει το ΝΑΤΟ, με αφορμή την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ίδιο πράττει η γειτονική Σουηδία, η οποία εκδηλώνει επίσης έντονο αντι-Ρωσισμό και επιταχύνει τις εξοπλιστικές της προσπάθειες.

Στο πλαίσιο αυτό, η ανατροπή Γιανούκοβιτς στην Ουκρανία και η εγκαθίδρυση ενός φιλο-Δυτικού καθεστώτος, που θέλει να οδηγήσει την Ουκρανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ, έχει σημάνει συναγερμό στη Μόσχα, η οποία δεν μπορεί να δεχθεί σε καμία περίπτωση την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, το οποίο υπολαμβάνει, δικαίως άλλωστε, ως έναν αντι-Ρωσικό συνασπισμό.

Η Ουκρανία για τη Ρωσία δεν είναι μια άλλη, οποιαδήποτε χώρα. Είναι συνυφασμένη με την ιστορία και τον πολιτισμό της. Στο Κίεβο έγινε ο εκχριστιανισμός των Ρώσων και εκεί γεννήθηκε το πρώτο Ρωσικό κράτος. Από γεωπολιτική άποψη, η ενδεχόμενη μετατροπή της Ουκρανίας σε αντι-Ρωσικό προμαχώνα του ΝΑΤΟ δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τη Μόσχα σε καμιά περίπτωση, γιατί θεωρείται απαράδεκτο τόσο από πλευράς ιστορίας και εθνοτικής παρουσίας των Ρώσων όσο και από πλευράς ασφάλειας και γεωπολιτικής ισορροπίας στην Ευρώπη.

Με τα δεδομένα αυτά, είναι εμφανής η διαφορετική θέση της «παλαιάς» Ευρώπης, με κύριους εκφραστές τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, από τη θέση των Ατλαντιστών και των ΗΠΑ. Η θέση των ΗΠΑ, όπως εκφράσθηκε και με τη Συμφωνία AUKUS (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία, Καναδάς), αποβλέπει σε μια πολιτική διπλής ανασχέσεως, στρεφόμενης κατά της Κίνας και της Ρωσίας. Η πρακτική εφαρμογή της διπλής αυτής ανασχέσεως δημιουργεί πρόβλημα στην Ευρώπη, η οποία δεν έχει την αναγκαία ενότητα και συνοχή για να εκφράσει μια δική της πολιτική, ως ανεξάρτητος πόλος ισχύος, διαπιστώνει, αντιθέτως, ότι εάν συμπλεύσει με τη σκληρή Αμερικανική πολιτική, κινδυνεύει όχι μόνο να απωλέσει οποιαδήποτε στρατηγική αυτονομία αλλά και να υποστεί τεράστιο πλήγμα στις οικονομίες της και στις προοπτικές της.

Η ύφεση που επετεύχθη, με πολύ μεγάλες προσπάθειες, είναι εύθραυστη, γιατί είναι πολύ ισχυρές οι αντίρροπες δυνάμεις που υπάρχουν και ωθούν προς τη ρήξη και τη σύγκρουση. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από το εσωτερικό της Ουκρανίας, στο οποίο δρουν ανεξέλεγκτες και ακραίες δυνάμεις. Μπορούν, για τον λόγο αυτό, να αναληφθούν υπολογισμένες προκλήσεις, με την αφέλεια ότι η Ρωσική επέμβαση απεφεύχθη δήθεν λόγω της σταθερής θέσεως των ΗΠΑ και του φόβου των κυρώσεων.

Ένα παράδειγμα τέτοιων προκλήσεων είναι ο βομβαρδισμός με βολές Πυροβολικού του αεροδρομίου του Ντονέτσκ.
Σε κάθε περίπτωση, οι μεγάλες Ευρωπαϊκές χώρες είναι απίθανο να αφεθούν να συρθούν σ’ έναν νέο γύρο Ψυχρού Πολέμου, που μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε θερμό, λόγω του γεγονότος ότι η Ουκρανία είναι μια χώρα στη στρατηγική αυλή της Ρωσίας, για την οποία η τελευταία δεν μπορεί να υποχωρήσει πέρα από μια κόκκινη γραμμή.

Υπάρχουν, δυστυχώς, πολλοί στο περιβάλλον του Αμερικανού Προέδρου που συγχέουν τη Ρωσία του Γιέλτσιν με τη Ρωσία του Πούτιν. Ο Πούτιν κατόρθωσε, από τα συντρίμμια που άφησε ο προκάτοχός του, να αναστυλώσει τη στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας και να αποκαταστήσει τη διεθνή της θέση και το γόητρό της. Δεν θα επιτρέψει σήμερα την περαιτέρω στρατηγική της αναδίπλωση, που θα έθετε μάλιστα σε κίνδυνο την ασφάλειά της. Είναι ένα δεδομένο που προσδιορίζει οποιεσδήποτε συζητήσεις για το θέμα της Ουκρανίας.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: naftemporiki.gr


Σχολιάστε εδώ