Η ακρίβεια μεταβάλλει το οικονομικό πεδίο – Του Κώστα Μελά

Η ακρίβεια μεταβάλλει το οικονομικό πεδίο – Του Κώστα Μελά


Του
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Καθηγητή Οικονομίας


Ραγδαία αλλαγή στο πεδίο της οικονομίας και ισχυρή πολιτική πίεση στην κυβέρνηση δημιουργεί η αύξηση του πληθωρισμού και κυρίως η μεγάλη αύξηση των τιμών της ενέργειας.

Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έδειξαν ότι τον Ιανουάριο ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) αυξήθηκε κατά 6,2%, το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων 25 χρόνων. Ενδεικτικά, αναφέρουμε: Τον Ιανουάριο του 2022 το φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 154,8% έναντι του Ιανουαρίου του 2021. Το πετρέλαιο θέρμανσης, επίσης, έχει ανατιμηθεί κατά 36%, τα καύσιμα και λιπαντικά κατά 21,6% και ο ηλεκτρισμός κατά 56,7%. Αυξήσεις άνω του 15% καταγράφονται σε αρνί – κατσίκι (17,6%), ελαιόλαδο (15,4%) και πατάτες 12,3%.

Ο ΔΤΚ υποκρύπτει πολύ μεγαλύτερες αυξήσεις σε βασικά αγαθά, οι οποίες πλήττουν περισσότερο τα χαμηλά και τα μεσαία εισοδήματα, τα οποία δαπανούν μεγαλύτερο ποσοστό των χρημάτων τους για προϊόντα και υπηρεσίες που έχουν ανατιμηθεί περισσότερο, όπως τα προαναφερόμενα. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, η αύξηση των τιμών στο βασικό καλάθι των νοικοκυριών κυμαίνεται πάνω από το 20%.

Παράλληλα, οι αυξημένες τιμές της ενέργειας πλήττουν βίαια όλες τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και αυτές της εστίασης και της διασκέδασης, η συμβολή των οποίων στο ΑΕΠ και στην απασχόληση είναι σημαντική.

Το πρόβλημα συνίσταται στο ότι, απ’ ό,τι φαίνεται, οι ανατιμήσεις θα συνεχισθούν το προσεχές διάστημα. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διαχωρίσουμε τις εξελίξεις: 

Πρώτον, όσον αφορά τις ανατιμήσεις προϊόντων (αναμένεται περαιτέρω μεσοσταθμική αύξηση γύρω στο 8% – 9%), εκτιμάται ότι πρόκειται μάλλον περί παροδικού φαινομένου, καθώς αφορά εισαγόμενα είδη από την Ασία και ιδιαίτερα από την Κίνα. Υπάρχει αδυναμία ικανοποίησης της ζήτησης από την προσφορά, που οφείλεται σε καθυστερήσεις παραδόσεων – μεταφορών λόγω κορονοϊού, μειωμένη παραγωγή λόγω έλλειψης εργατικών χεριών κ.ά.

Ως εκ τούτου, η σταδιακή ομαλοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας σε όλο το εύρος της θα επανέλθει όταν εκλείψουν και οι λόγοι ανησυχίας που προκαλούν το πρόβλημα. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ανακοίνωση του ΔΝΤ, τα προβλήματα αυτά μπορεί να διαρκέσουν μέχρι και το 2023 αντί να αντιμετωπιστούν το 2022, όπως αρχικά αναμενόταν. Το ΔΝΤ σημειώνει ταυτόχρονα τις μεγάλες προκλήσεις που δημιουργούνται λόγω της κατάστασης αυτής στη χάραξη νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη και καλεί τις κυβερνήσεις να υιοθετήσουν τέτοια δημοσιονομική πολιτική, που να βοηθηθούν περισσότερο οι εργαζόμενοι και όχι να αυξηθεί κι άλλο η ζήτηση για προϊόντα.

Δεύτερον, όσον αφορά τις ανατιμήσεις που προέρχονται από την αύξηση του ενεργειακού κόστους, τα πράγματα είναι δυσκολότερα, καθώς η χώρα μας είναι απόλυτα, κατά 100%, εξαρτημένη από εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, δαπανώντας ετησίως γύρω στα 5,5 δισ. ευρώ. Και, ως εκ τούτου, είναι πολλαπλά εκτεθειμένη στις διεθνείς διακυμάνσεις των τιμών της ενέργειας και στα γεωπολιτικά «παίγνια» γύρω από την ενέργεια.

Η αύξηση των τιμών ισοδυναμεί με μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων (παρά την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος το 2021), η οποία χαρακτηρίζεται ως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Ειρήσθω εν παρόδω, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τη φετινή και την περυσινή χρονιά, στηρίχθηκε χάρη στην επιδοματική πολιτική. Τα δύο τελευταία χρόνια δαπανήθηκαν περί τα 42 δισ. ευρώ για τη στήριξη της οικονομίας, αλλά τώρα η κατάσταση αντιστρέφεται, καθώς η Ευρωζώνη πιέζει για μείωση των ελλειμμάτων και η κυβέρνηση επιλέγει να συγκρατήσει τις δημόσιες δαπάνες για να συμμορφωθεί στις απαιτήσεις των διεθνών αγορών και να επιτύχει την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.

Η προσωρινότητα της επιδοματικής πολιτικής, χάρη στην οποία στηρίχθηκε το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και η οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος της πρόκειται να αποσυρθεί, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2022, για λόγους δημοσιονομικούς, και η ταυτόχρονη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας δημιουργούν ένα από τα βασικά προβλήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η κυβέρνηση.

Οι συνεχείς ανατιμήσεις λειτουργούν διαβρωτικά για τα χαμηλά εισοδήματα και τη μεσαία τάξη και αποτελούν διεθνώς ένα από τα ζητήματα με το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος, καθώς τα μέτρα αντιμετώπισης δεν είναι πολλά και έχουν οικονομικές επιπτώσεις στο δημοσιονομικό ισοζύγιο της χώρας, το οποίο πιέζεται αφόρητα για λόγους που σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο χρέος και τον αποφασισμένο τρόπο διαχείρισής του. Επιπλέον, η αύξηση του κόστους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου έρχεται να προστεθεί ως ένα επιπλέον πρόβλημα στην παρούσα συγκυρία.

Η κυβέρνηση έχει προαναγγείλει νέα αύξηση του κατώτατου μισθού (μέχρι την αναγγελία αρνούνταν πεισματικά την ανάγκη αυτή, όπως και όλες οι εργοδοτικές οργανώσεις) από τον Μάιο, σε συνέχεια εκείνης του 2% που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου, και σύμφωνα με πληροφορίες η δεύτερη αύξηση θα είναι της τάξεως τουλάχιστον του 6%.

Ωστόσο, ούτε η αύξηση αυτή θα καλύψει την πραγματική απώλεια εισοδήματος των νοικοκυριών με τα χαμηλότερα εισοδήματα, τα οποία αναγκάζονται να δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους για βασικά αγαθά τα οποία έχουν τις μεγαλύτερες ανατιμήσεις.

Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με δύσκολα προβλήματα και, ως εκ τούτου, χρειάζεται από την κυβέρνηση η εκπόνηση ενός εθνικού σχεδίου διαχείρισης της επερχόμενης μονιμότερης κρίσης, λαμβανομένου υπόψη και του ότι οι συνεχόμενες ανατιμήσεις προϊόντων και ο πληθωρισμός υπονομεύουν σε έναν βαθμό και το αναγκαίο εργαλείο νομισματικής χαλάρωσης των Κεντρικών Τραπεζών, που έχει ήδη αποδειχθεί ιδιαίτερα ωφέλιμο για ευάλωτες οικονομίες, όπως η ελληνική.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ