Γρ. Κωνσταντέλλος στο “Π”: Οι δήμοι δεν έχουν ανάγκη περισσότερους κηδεμόνες, έχουν επιτακτική ανάγκη πόρους, ανθρώπινο δυναμικό
Του
ΓΡΗΓΟΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΛΟΥ
Δημάρχου Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης,
Προέδρου της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας ΚΕΔΕ
Με φόντο την εν εξελίξει συζήτηση του υπουργείου Εσωτερικών για μια νέα διοικητική μεταρρύθμιση και τις 100 αρμοδιότητες της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, η Περιφέρεια Αττικής, με πρόσφατη απόφαση, η οποία υπερψηφίστηκε από την πλειοψηφία του Περιφερειακού Συμβουλίου, προκάλεσε την έντονη αντίδραση του συνόλου των εκπροσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α’ Βαθμού, των δημάρχων της χώρας.
Με την απόφαση 14/2022 το Περιφερειακό Συμβούλιο Αττικής ζητάει από την κυβέρνηση και το νομοθετικό σώμα να προχωρήσουν στη θέσπιση ενός νέου «Καλλικράτη», στον οποίο οι δήμοι θα έχουν ως εποπτεύουσα αρχή την περιφέρεια, με σαφή περιγραφή των αρμοδιοτήτων και των δικαιοδοσιών κάθε φορέα.
Η απόφαση αυτή ελήφθη σε έκτακτη συνεδρίαση στις 2 Φεβρουαρίου με μοναδικό θέμα συζήτησης «Ενημέρωση και συζήτηση περί των πεπραγμένων της Περιφέρειας Αττικής αναφορικά με το φαινόμενο κακοκαιρίας ‘‘Ελπίδα’’ και λήψη απόφασης έκδοσης ψηφίσματος». Προφανώς, η συνεδρίαση και η συζήτηση είχαν ως μοναδικό στόχο την απόπειρα της πολιτικής ηγεσίας της Περιφέρειας Αττικής να μετριάσει τις άκρως αρνητικές εντυπώσεις που συμμερίζεται σήμερα το σύνολο των κατοίκων του λεκανοπεδίου και να μεταθέσει τις ευθύνες σε άλλες βαθμίδες διοίκησης, άνωθεν και κάτωθεν.
Καταστρατηγώντας, λοιπόν, «με έναν νόμο και ένα άρθρο» το άρθρο 4 του ν. 2852/2010 («Καλλικράτης») που αναφέρει: «Μεταξύ των δύο βαθμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεν υφίστανται σχέσεις ελέγχου και ιεραρχίας, αλλά συνεργασίας και συναλληλίας, οι οποίες αναπτύσσονται βάσει του νόμου, κοινών συμφωνιών, καθώς και με τον συντονισμό κοινών δράσεων», αλλά ακόμα και το άρθρο 102 παρ. 2 του Συντάγματος της Ελλάδος, που ορίζει πως «οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια», ζητάει από την κυβέρνηση ένα στρεβλό διοικητικό μοντέλο, που υφίσταται σήμερα, να γίνει ακόμα πιο στρεβλό και να καταργήσει πλήρως ακόμα και τη λίγη διοικητική αυτοτέλεια που διαθέτουν σήμερα οι δήμοι. Ακόμα και η Ένωση Περιφερειών Ελλάδας (ΕΝΠΕ) με ομόφωνη απόφασή της αναγνωρίζει τη σημασία της διοικητικής αυτοτέλειας και δεν διανοείται να ζητήσει την ευθύνη της εποπτείας των δήμων από τις περιφέρειες. Χαρακτηριστικά αναφέρει στο από 28 Ιανουαρίου δελτίο Τύπου της: «Είναι η ώρα για μια νέα προσέγγιση, βασισμένη στο αποκεντρωμένο μοντέλο, με ξεκάθαρες αρμοδιότητες για κάθε εμπλεκόμενο φορέα».
Όπως ήταν αναμενόμενο, η απόφαση αυτή προκάλεσε έντονα συναισθήματα οργής αλλά και έκπληξης στους δημάρχους της χώρας, τα οποία εκφράστηκαν μεταξύ άλλων και στη συνεδρίαση του ΔΣ της ΚΕΔΕ την Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου. Οργή για το γεγονός ότι για ακόμα μία φορά η μόνη βαθμίδα δημόσιας διοίκησης που μπορεί να δράσει άμεσα και αποτελεσματικά σε κάθε περίσταση μετατράπηκε σε σάκο του μποξ των πραγματικά υπεύθυνων της κατάρρευσης του κρατικού μηχανισμού αλλά και έκπληξης, καθώς ο εμπνευστής της πρότασης λησμόνησε πολύ γρήγορα τον χώρο που τον ανέδειξε και, προκειμένου να πετύχει μια πρόσκαιρη πολιτική και προσωπική νίκη, προσβάλλει βάναυσα τον πρώτο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης, έναν θεσμό που προσωπικά υπηρέτησε σε κορυφαίο επίπεδο επί σειρά ετών. Γεννάται μάλιστα εύλογα το εξής ερώτημα: Αν η εποπτεία των δήμων από την αιρετή περιφερειακή διοίκηση είναι χρήσιμη και λειτουργική, γιατί δεν εκφράστηκε ποτέ ως αίτημα του Δήμου Αμαρουσίου ή της ΚΕΔΕ της προηγούμενης περιόδου;
Είναι επιτατική ανάγκη να αποκτήσουν επιτέλους οι δήμοι πλήρη διοικητική και οικονομική αυτονομία, καθώς είναι ο φορέας διακυβέρνησης που είναι εγγύτερος στην κοινωνία, διαθέτει τη γνώση και τα αντανακλαστικά να αντιμετωπίσει άμεσα και αποτελεσματικά κάθε κρίση με λύσεις απόλυτα εναρμονισμένες με τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας.
Τα τελευταία χρόνια, στη χώρα μας, και ενώ τα έσοδα, το προσωπικό και οι πόροι των δήμων βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, οι δήμοι στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων όποτε χρειάστηκε.
Οι δήμοι της χώρας διασφάλισαν την κοινωνική συνοχή σε όλη τη διάρκεια της οικονομική κρίσης που βιώσαμε από το 2010. Αποτέλεσμα της κοινωνικής πολιτικής αλλά και του συντονισμού της κοινωνικής αλληλεγγύης από τους δήμους, παρά τη μεγάλη ένταση και διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ήταν ότι ο ελληνικός λαός, αν και στερήθηκε πολλά, είχε πρόσβαση στα βασικά αγαθά, στην τροφή, στην ένδυση και στη στέγη.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι δήμοι και οι δημοτικές υπηρεσίες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της μάχης. Αυτοί κλήθηκαν να εξασφαλίσουν την τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων, την παροχή βοήθειας –με την οικονομική αλλά και την ψυχολογική στήριξη– σε όσους δεν ήταν σε θέση να εξυπηρετηθούν και την εύρυθμη λειτουργία των σχολείων και των δομών υγείας, ενώ η έκτακτη οικονομική στήριξη του κεντρικού κράτους κάλυψε μόνο ένα μικρό μέρος του κόστους της πανδημίας.
Στις πυρκαγιές, στις πλημμύρες, σε κάθε φυσική καταστροφή μόνο οι δήμοι διαθέτουν τις γνώσεις και τον σχεδιασμό να συντονίζουν αποτελεσματικά τις τοπικές δράσεις. Ακόμα και στην πρόσφατη κακοκαιρία, οι δημοτικοί μηχανισμοί βρέθηκαν στους δρόμους από την πρώτη στιγμή, σε κάθε γειτονιά και αντιμετώπισαν αποτελεσματικά, όπου μπορούσαν, με τα πενιχρά μέσα που διαθέτουν, τις λειτουργικές ανάγκες των πόλεων.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση Α’ Βαθμού έχει αποδείξει επανειλημμένα πως μπορεί. Οι δήμοι δεν έχουν ανάγκη περισσότερους κηδεμόνες και περαιτέρω εποπτεία, έχουν επιτακτική ανάγκη πόρους, ανθρώπινο δυναμικό και ξεκάθαρο θεσμικό πλαίσιο, που θα ξεκαθαρίζει τις αρμοδιότητές τους.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ