Χρ. Βερναρδάκης στο “Π”: Πώς πολιτεύεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη – Πώς μπορεί να αμφισβητηθεί ουσιαστικά η πολιτική της

Χρ. Βερναρδάκης στο “Π”: Πώς πολιτεύεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη – Πώς μπορεί να αμφισβητηθεί ουσιαστικά η πολιτική της

Του
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ
Πανεπιστημιακού – Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Α’ Αθήνας


To αίτημα της πολιτικής αλλαγής αρχίζει να λαμβάνει πλέον επείγουσα διάσταση. Η κυβερνητική πολιτική, μια συγκροτημένη και καλά δομημένη πολιτική αποδιάρθρωσης των συλλογικών κοινωνικών αγαθών και δικαιωμάτων, ακόμα και των πιο στοιχειωδών, όπως η διατροφή και η θέρμανση, έχει αρχίσει να προκαλεί σοβαρές αναταράξεις. Η κατάσταση αυτή θα ενταθεί και είναι απολύτως λογικό.

Η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η πρώτη ουσιαστικά κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης που έχει απενοχοποιήσει εκ βάθρων μια βασική ιδέα της νεωτερικότητας, ότι το κράτος και η άσκηση της διακυβέρνησης οφείλει να υπηρετεί το κοινωνικό σύνολο. Πρόκειται για κυβέρνηση που συγκροτείται ιδεολογικά στην έννοια της ανισότητας ως φυσικού δικαιώματος και αυτήν την ιδεολογία υπηρετεί με συνέπεια και σχέδιο στην υγεία, στην παιδεία, στην ακρίβεια, στην ενέργεια, στην κοινωνική ασφάλιση, στην πολιτική προστασία και ασφάλεια, στην κρατική διοίκηση. Υπό την έννοια αυτή, διαφέρει ριζικά ακόμα από όλες τις κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης, ακόμα και τις δεξιές κυβερνήσεις. Ο κυνισμός, στα όρια της γραφικότητας, που εκπέμπουν διάφοροι υπουργοί ή στελέχη της ουσιαστικά δείχνει το μέγεθος της διαφοροποίησης που έχει συντελεστεί στο δεξιό κόμμα.

Η πολιτική της ΝΔ σήμερα δεν χαρακτηρίζεται από άτυχους χειρισμούς ή κακές επιλογές. Είναι μια συντεταγμένη στρατηγική που εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται για να επιτύχει το σχέδιο της βαθιάς οικονομικής αναδιάρθρωσης. Η απραξία της, παραδείγματος χάριν, στο ζήτημα των ημερών για τους λογαριασμούς ρεύματος υπηρετεί τη βαθιά της στόχευση για συμπίεση έως εξαφάνιση των περισσότερων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Συνοδεύει μια σειρά από παράλληλες πολιτικές, όπως ο αποκλεισμός τους από πηγές χρηματοδότησης και δανειοδότησης, ο νέος πτωχευτικός, η διαχείριση των επιστρεπτέων προκαταβολών.

Απέναντι σε αυτήν τη σχεδιασμένη και με βάθος πολιτική, απαιτείται οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις να αντιτάξουν ένα μεγάλο πολιτικό και κοινωνικό σχέδιο ανάκτησης και αναδιανομής.

Ανάκτηση, πριν απ’ όλα, σημαίνει ότι επιστρέφει η προτεραιότητα της πολιτικής έναντι της οικονομίας, ώστε να ρυθμίζει, να παρεμβαίνει, να προστατεύει τη συλλογική λειτουργία της κοινωνίας. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται μεθοδικά και μεταφέρει συνεχώς αρμοδιότητες και εξουσίες δημόσιας πολιτικής έξω από τη σφαίρα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, σε ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα και, βεβαίως, στον υπερπροστατευμένο πλέον, θεσμικά και νομοθετικά, χρηματοπιστωτικό τομέα.

Μια προοδευτική κυβέρνηση απαιτείται να εφαρμόσει μια εντελώς αντίθετη πολιτική. Να καταστήσει ξανά την πολιτική εξουσία, τη δημόσια διοίκηση και το Κοινοβούλιο χώρους όπου λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις, σχεδιάζονται πολιτικές και ελέγχεται η εφαρμογή τους. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από αυτό που συντελείται σήμερα, όπου οι δημόσιες πολιτικές ιδιωτικοποιούνται κατά το εκάστοτε συμφέρον και έχουν απορυθμιστεί οι βασικοί κανόνες δημόσιου συμφέροντος. Απαιτείται να ανακτηθούν από την πολιτική εξουσία βασικότατα εργαλεία άσκησης οικονομικής και διοικητικής πολιτικής. Να επιστρέψει η ΔΕΗ σε δημόσιο έλεγχο. Να επιστρέψει η προτεραιότητα του συλλογικού αγαθού στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Να ασκήσει το Δημόσιο τα δικαιώματά του στον τραπεζικό τομέα και να διαμορφώσει αναπτυξιακές πολιτικές και χρηματοδοτικά εργαλεία για τις μικρές επιχειρήσεις και τις νέες καινοτομίες. Να επιστρέψει, επίσης, σε ένα νέο, καθολικά μεταρρυθμισμένο δημόσιο τομέα η εφαρμογή και ο έλεγχος των δημοσίων πολιτικών και να αντιστραφεί η διαρκής παραχώρηση τέτοιων αρμοδιοτήτων σε υβρίδια αρχών έξω από τον δημόσιο κοινοβουλευτικό έλεγχο. Να επιστρέψει, επίσης, το καθήκον της πολιτικής για ένα καθολικό κοινωνικό κράτος και κράτος πρόνοιας, με τις εγγυήσεις ασφάλειας για τους πολίτες.

Αναδιανομή, επίσης, σημαίνει να αντιστραφεί πλήρως το σημερινό υπόδειγμα του θεσμικού νεοφιλελευθερισμού, που εδώ και χρόνια αναδιανέμει βίαια τους παραγόμενους εθνικούς πόρους υπέρ των πλουσιότερων τάξεων. Είναι επιβεβλημένη μια βαθιά και τολμηρή πολιτική γενικής αναδιανομής υπέρ των εργαζόμενων τάξεων, όχι μόνο σε ζητήματα αυξήσεων μισθών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, αλλά συνολικά, στα κοινωνικά και ασφαλιστικά δικαιώματα, στις εργασιακές σχέσεις, στον χρόνο εργασίας και στην ανταποδοτικότητα του κοινωνικού κράτους, στα δικαιώματα προσβασιμότητας στο δομημένο περιβάλλον, στα ατομικά δικαιώματα, στα δικαιώματα των γυναικών, των αναπήρων, των παιδιών.

Η πολιτική της αναδιανομής βρίσκεται στον αντίποδα της σημερινής, κυρίαρχης, δημοσιονομικής ιδεολογίας. Εκείνης της δέσμης πολιτικών, δηλαδή, που η θεμελίωσή τους βασίζεται γενικώς και αορίστως στον οικονομισμό της δημοσιονομικής σταθερότητας, αλλά που επί της ουσίας επιδιώκει την άνιση κατανομή του παραγόμενου πλούτου και μια διαρκή λιτότητα για τις εργαζόμενες τάξεις.

Ανάκτηση και αναδιανομή είναι οι δύο πυλώνες μιας νέας προοδευτικής πολιτικής. Πάνω σε αυτούς θα κριθεί αν τα αριστερά και προοδευτικά κόμματα θα δικαιώσουν τον προοδευτικό τους χαρακτήρα και θα εκπέμψουν ένα μήνυμα καλής προοπτικής για τη χειμαζόμενη κοινωνία ή, αντίθετα, θα αποτελέσουν μέρος της ακολουθούμενης πολιτικής.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: parapolitika.gr


Σχολιάστε εδώ