Η άνοδος των επιτοκίων και η ελληνική κρίση

Η άνοδος των επιτοκίων και η ελληνική κρίση


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Το διάγραμμα δείχνει την πορεία της απόδοσης (επιτοκίου) του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου τον τελευταίο χρόνο. Είναι η απόδειξη ότι τα χαμηλά επιτόκια του 2020 – 2021 ήταν το αποτέλεσμα της κατ’ εξαίρεση αποδοχής των ομολόγων από το πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ. Όσο προχωράμε προς το τέλος του προγράμματος (Μάρτιος του 2022) τόσο εντονότερη είναι η αύξηση των επιτοκίων.

Αυτό ήταν γνωστό και αναμενόμενο σε όλους, εκτός από τον κ. Σταϊκούρα, τον κ. Πατέλη, τον κ. Γεωργιάδη και φυσικά τον κ. Μητσοτάκη. Βέβαια, στο πνεύμα της επικοινωνιακής διαχείρισης των οικονομικών θεμάτων, οι της κυβέρνησης μπορεί να αντιτείνουν ότι η αύξηση των επιτοκίων αφορά το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και ολόκληρου του κόσμου. Όμως λένε τη μισή αλήθεια. Δεν αυξήθηκαν μόνο τα επιτόκια του ελληνικού δεκαετούς αλλά και η διαφορά τους από το γερμανικό δεκαετές. Με άλλα λόγια, ξαναμπήκε στη ζωή μας το αλήστου μνήμης spread. Συγκεκριμένα, η διαφορά των επιτοκίων του ελληνικού και του γερμανικού δεκαετούς από 1% περίπου το καλοκαίρι ξεπέρασε το 2% και επέστρεψε στα επίπεδα του Σεπτεμβρίου του 2019, με έντονα αυξητική τάση αυτήν τη φορά.

Η επιστροφή σε θετικά επιτόκια, αποτέλεσμα των αυξήσεων κυρίως στις τιμές της ενέργειας, έχει μεταβάλει το σκηνικό τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέχρι τώρα, οι πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης των κεντρικών τραπεζών είχαν οδηγήσει τα επιτόκια των ομολόγων των χωρών του πυρήνα της ΕΕ σε αρνητικό έδαφος. Αυτό τους επέτρεπε να τρέχουν πρωτογενή ελλείμματα τα οποία έκλειναν πάνω στο αρνητικό κόστος του δημοσίου χρέους. Παράλληλα έκαναν πολύ πιο εύκολα τα στραβά μάτια στα ανακοινωμένα δημοσιονομικά μεγέθη των χωρών-μελών. Κανείς δεν ήθελε να χαλάσει το πάρτι των κυβερνήσεων, των επιχειρήσεων, των τραπεζών και των κερδοσκόπων. Ακόμα και το ύψος του δημοσίου χρέους και ο λόγος χρέους/ΑΕΠ, που οδήγησε την Ελλάδα στα Μνημόνια, έφυγε από το λεξιλόγιό μας, αφού το χρέος ήταν τζάμπα.

Τώρα όμως, που το πολύ μεγαλύτερο δημόσιο χρέος που συσσωρεύτηκε τα χρόνια της κρίσης και της πανδημίας δεν είναι πλέον τζάμπα, τα πράγματα άρχισαν να σφίγγουν. Οι δημοσιονομικοί κανόνες επανήλθαν άρον άρον, η θέσπιση του νέου Συμφώνου Σταθερότητας επισπεύσθηκε (στα χαρτιά τουλάχιστον) για τον Απρίλιο του 2022, ώστε να εφαρμοσθεί στους προϋπολογισμούς του 2023, ενώ μεγάλη συζήτηση γίνεται για τις προϋποθέσεις εκταμίευσης των δόσεων του Ταμείου Ανάκαμψης. Η Ευρωζώνη θυμίζει όλο και περισσότερο τις τραγικές μέρες που ζήσαμε το 2012 και το 2015 και όχι τη δημοσιονομική χαλάρωση των ετών της πανδημίας.

Πρώτο θύμα, τα λαϊκά νοικοκυριά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε μετ’ επαίνων το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα και του ΦΠΑ σε βασικά είδη, ώστε να ανακουφιστούν τα λαϊκά νοικοκυριά. Στράφι πήγαν τα ρεπορτάζ και οι διαρροές του πολυπληθούς φιλοκυβερνητικού Τύπου, που μιλούσαν για μειώσεις. Ο κόσμος θα υποστεί τη συνεχώς αυξανόμενη ακρίβεια χωρίς καμία ουσιαστική ανακούφιση. Μάλιστα ο αρμόδιος υπουργός ο κ. Γεωργιάδης έσπευσε να διαφοροποιηθεί από τις διαρροές περί μειώσεων που έκανε η ίδια η κυβέρνηση, λέγοντας ότι «δεν πρόκειται να ρίξει την οικονομία στα βράχια» μειώνοντας τον Ειδικό Φόρο. Η αλλαγή του κλίματος ξαναέφερε και τις κωλοτούμπες στο προσκήνιο.

Όμως το βαθύτερο πρόβλημα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και συνακόλουθα η ελληνική κυβέρνηση δεν έχουν πολιτική αντιμετώπισης της κατάστασης σε όλα τα επίπεδα. Νομίζουν ότι ο πληθωρισμός θα περιορισθεί επειδή δεν θα τροφοδοτηθεί από δημοσιονομικά ελλείμματα και μισθολογικές αυξήσεις και ότι τα επιτόκια δεν θα αυξηθούν, αν διασκεδαστούν οι πληθωριστικές προσδοκίες. Σε αυτό το πλαίσιο ήταν και η παρουσίαση της κ. Λαγκάρντ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την εβδομάδα που πέρασε. Αφού επανέλαβε ότι, κατά τη γνώμη της Τράπεζας, ο πληθωρισμός θα περιορισθεί εντός του 2022, δεσμεύθηκε ότι δεν θα αυξήσει το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ το τρέχον έτος, αλλά το 2023. Δυστυχώς, οι αγορές δεν έδωσαν σημασία και τα επιτόκια συνέχισαν τον ανήφορο. Το βασικό είναι ότι αυτές οι πολιτικές μπορεί να γίνουν επικίνδυνές. Αν αυξηθούν τα αμερικανικά επιτόκια, αυτό μπορεί να σημάνει εκροές στο δολάριο, σχετική υποτίμηση του ευρώ και εντονότερες πληθωριστικές πιέσεις στις Ευρωζώνη.

Με δύο λόγια, η κρίση οξύνεται και η διαχείρισή της περιορίζεται στις χρεοκοπημένες τακτικές της λιτότητας και τις επικοινωνιακής διαχείρισης των ευθυνών. Όμως ο κόσμος δεν αντέχει άλλο, όπως φαίνεται από τις κινητοποιήσεις των αγροτών και των εργαζόμενων στην Cosco.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ