Ο Ηρακλής ξεκίνησε για τον ενδέκατο άθλο του που ήταν ο πιο δύσκολος κι επικίνδυνος από τους προηγούμενους. Σε μια μακρινή χώρα υπήρχε ένας κήπος με μια πελώρια μηλιά, που έκανε χρυσά μήλα. Σ’ αυτόν τον κήπο κατοικούσαν μερικές νύμφες, οι Εσπερίδες, και μόνο αυτές μπορούσαν να κόβουν τα χρυσά μήλα. Για να μην πλησιάζει κανείς αυτό το μοναδικό δέντρο, το φύλαγε μέρα και νύχτα ένα φίδι με εκατό κεφάλια, τυλιγμένο στον κορμό του.
Καθώς προχωρούσε προς τη χώρα των Εσπερίδων ο Ηρακλής, έφτασε στον Καύκασο. Στο βουνό αυτό ο Δίας είχε αλυσοδέσει τον Προμηθέα για να τον τιμωρήσει επειδή είχε κλέψει τη φωτιά από τους θεούς και την είχε δώσει στους ανθρώπους. Και σα να μην έφτανε αυτό, ένας πελώριος αητός ερχόταν κάθε μέρα και του έτρωγε το συκώτι, που τα βράδυα ξαναφύτρωνε στο σώμα του καινούριο.
Ο Ηρακλής που συγκινήθηκε από το μαρτύριο του Προμηθέα, μ’ ένα βέλος του σκότωσε τον αητό και ελευθέρωσε από τις αλυσίδες τον ευεργέτη των ανθρώπων. Ο Προμηθέας τον ευχαρίστησε για τη σωτηρία του και τον ρώτησε που πηγαίνει. Ο Ηρακλής του εξήγησε τότε ότι πήγαινε να κλέψει τα μήλα των Εσπερίδων.
-Δεν θα τα καταφέρεις, Ηρακλή.
-Γιατί, είναι τόσο δύσκολο;
-Να μην μπεις στον κήπο των Εσπερίδων, που ανήκει στην Ήρα, τον συμβούλεψε ο Προμηθέας. Όποιος θνητός μπαίνει σ’ αυτόν τον κήπο πεθαίνει. Άκουσε τι θα κάνεις. Κοντά στον κήπο των Εσπερίδων βρίσκεται ο Άτλαντας, που έχει σαν χρέος από τους θεούς να κρατάει τον ουρανό για να μην ακουμπήσει στη γη. Πάρε τη θέση του για λίγο, κράτησε τον ουρανό και παρακάλεσέ τον να μπει εκείνος, που είναι αθάνατος, στον κήπο των Εσπερίδων για να κλέψει τα χρυσά μήλα.
Ο Ηρακλής τον ευχαρίστησε για τη συμβουλή του κι ύστερα από αρκετές μέρες έφτασε σ’ ένα ψηλό βουνό όπου στην κορυφή του, στεκόταν όρθιος, μέρα και νύχτα ο Άτλαντας και κρατούσε τον ουρανό.
-Τι ζητάς άνθρωπε σ’ αυτό το μέρος; τον ρώτησε ο Άτλαντας.
Ο Ηρακλής του εξήγησε και τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει να αποκτήσει τα μήλα των Εσπερίδων.
-Θα σου κάνω τη χάρη λοιπόν, του απάντησε ο Άτλαντας. Έλα πάρε τη θέση μου και σε λίγο θα σου φέρω τα χρυσά μήλα.
Έτσι κι έγινε. Ο Ηρακλής πήρε τη θέση του Άτλαντα και εκείνος έφυγε για τον κήπο των Εσπερίδων.
Δεν άργησε να γυρίσει. Κρατούσε τα μεγάλα ολόχρυσα μήλα, που τα έκλεψε αφού σκότωσε το φίδι με τα εκατό κεφάλια.
-Σ’ ευχαριστώ, του είπε ο Ηρακλής. Έλα πάρε τώρα τη θέση σου.
Όμως, ο Άτλαντας κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας πονηρά.
-Τώρα που βρήκα άλλον να με αντικαταστήσει, κουτός είμαι να κρατάω μερόνυχτα τον ουρανό; απάντησε στον Ηρακλή. Σ’ ευχαριστώ που με λύτρωσες απ’ αυτό το μαρτύριο.
Αλλά, αν ήταν μια φορά πονηρός ο Άτλαντας, ο Ηρακλής ήταν δέκα.
-Εντάξει, θα μείνω εγώ να κρατάω τον ουρανό, του είπε, αλλά επειδή δεν έχω συνηθίσει και με πιέζει στην κορυφή του κεφαλιού, κάθισε λίγο να βρω ένα μαλακό μαξιλάρι και θα γυρίσω.
Το πίστεψε ο Άτλαντας. Έτσι , αφού στήριξε με το κεφάλι του τον ουρανό, ο Ηρακλής πήρε τα χρυσά μήλα και απομακρύνθηκε γελώντας.
Έφερε τα μήλα στον Ευρυσθέα κι εκείνος που φοβόταν να τα κρατήσει, τα πρόσφερε στην θεά Αθηνά.
Όταν ο Ηρακλής πήγαινε για τον κήπο των Εσπερίδων, έκανε κι άλλα πολλά δευτερεύοντα κατορθώματα:
Σκότωσε το γίγαντα Κύκνο, που τον προκάλεσε σε μονομαχία. Πατέρας του ήταν ο Άρης, που προσπάθησε να βοηθήσει το γιο του. Αλλά και αυτόν τον πλήγωσε ο Ηρακλής.
Περνώντας από την Αίγυπτο αιχμαλωτίστηκε από το βασιλιά Βούσιρη, αλλά έπειτα κατόρθωσε να τον σκοτώσει.