Κώστας Σκανδαλίδης: Ο εκσυγχρονισμός και η ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας των Ενόπλων Δυνάμεων υπαγορεύεται από τις νέες κατανομές ισχύος που επιχειρούνται σήμερα στην ευρύτερη περιοχή μας καθώς και από τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις

Κώστας Σκανδαλίδης: Ο εκσυγχρονισμός και η ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας των Ενόπλων Δυνάμεων υπαγορεύεται από τις νέες κατανομές ισχύος που επιχειρούνται σήμερα στην ευρύτερη περιοχή μας καθώς και από τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις

“Προσυπογράφω με ευχαρίστηση το ενωτικό μήνυμα που εξέπεμψε η κ. Μπακογιάννη. Θα ήθελα να το υπογράψει και η Νέα Δημοκρατία με το να μην βάλει την υπογραφή της κάτω από τα Rafale ως κόμμα, εκφράζοντας υποτίθεται την εθνική ενότητα” είπε κατά την ομιλία του ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόωπος του Κινήματος Αλλαγής, Κώστας Σκανδαλίδης, στη συζήτηση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας «Για την ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της χώρας».

“Ο εκσυγχρονισμός και η ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας των Ενόπλων Δυνάμεων υπαγορεύεται από τις νέες κατανομές ισχύος που επιχειρούνται σήμερα στην ευρύτερη περιοχή μας καθώς και από τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις. Το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων αποτελεί την εγγύηση για τη διατήρηση της ειρήνης, την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής κυριαρχίας της χώρας” τόνισε.

Ολόκληρη η ομιλία

Προσυπογράφω με ευχαρίστηση το ενωτικό μήνυμα που εξέπεμψε η κ. Μπακογιάννη. Θα ήθελα να το υπογράψει και η Νέα Δημοκρατία με το να μην βάλει την υπογραφή της κάτω από τα Rafale ως κόμμα, εκφράζοντας υποτίθεται την εθνική ενότητα.

Ο εκσυγχρονισμός και η ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας των Ενόπλων Δυνάμεων υπαγορεύεται από τις νέες κατανομές ισχύος που επιχειρούνται σήμερα στην ευρύτερη περιοχή μας καθώς και από τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις. Το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων αποτελεί την εγγύηση για τη διατήρηση της ειρήνης, την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής κυριαρχίας της χώρας.

Η σημερινή συζήτηση δυστυχώς γίνεται στα πρόθυρα ενός επαπειλούμενου πολέμου που ρίχνει βαριά τη σκιά του και μάλιστα ενός πολέμου σε ευρωπαϊκό έδαφος. Μακάρι οι σημερινές ενδείξεις να γίνουν μια μόνιμη κατάσταση και να αποφύγουμε αυτόν τον πόλεμο. Ήδη διασαλεύεται και ανατρέπεται η όποια ισορροπία σε οικονομικό επίπεδο με αλυσιδωτές επιπτώσεις και αναταράξεις στις αγορές και το χειρότερο ένα βήμα πριν ανάψει ένα φιτίλι με απρόβλεπτες συνέπειες.

Η ευθεία αντιπαράθεση του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία για πρώτη φορά σε συγκεκριμένο ευρωπαϊκό χώρο και σε συνθήκες επαπειλούμενου πολέμου αποτελεί ίσως την πιο ανησυχητική εξέλιξη εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Υπάρχει η σκακιέρα, το διεθνές γεωπολιτικό παιχνίδι των σφαιρών επιρροής. Η επιμονή των ΗΠΑ να αποδεχτούν την ένταξη στο ΝΑΤΟ των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, που το αποφασίζουν οι ίδιες, και η αντίδραση της Ρωσίας, που νιώθει ολοένα και περισσότερο την απομόνωση, βρίσκει στην Ουκρανία, μια μεγάλη και σημαντική χώρα σε ένα νευραλγικό σημείο, τον χώρο μιας κρίσιμης αντιπαράθεσης. Είναι μια αντιπαράθεση που αφορά κυριολεκτικά το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης. Η αδυναμία ουσιαστικής παρέμβασης της ανολοκλήρωτης Ευρωπαϊκής Ένωσης, πέρα από τις χωριστές αμυντικές διαμεσολαβήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας, η οποία θα έπρεπε ιστορικά να παίξει τον καθοριστικό της ρόλο, είναι εμφανής. Αντί για ολοκληρωμένη στρατηγική ενεργούς στάσης και παρέμβασης, διάλεξε τον ρόλο του πυροσβέστη και ας διαδίδει ότι είναι ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος και ότι η αποφασιστική της παρέμβαση πρέπει να ενισχύει την ενότητα του ευρωπαϊκού χώρου και να λύνονται αυτές οι διαφορές στη βάση μιας στρατηγικής που θα είχε η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τώρα αναδεικνύεται η ανάγκη της ταχύτερης δυνατής πολιτικής και κοινωνικής ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θέτει σε προτεραιότητα την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας και άμυνας με τον δικό της ρόλο και στόχο και τον δικό της αμυντικό μηχανισμό. Η απουσία της ΚΕΠΠΑ επηρεάζει αποφασιστικά και συρρικνώνει τον ρόλο της και αποδυναμώνει την προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων, ένα θέμα που εμάς μας αφορά ιδιαίτερα καθώς είναι  κρίσιμο για την ίδια την εδαφική μας ακεραιότητα. Είναι αυτή η πολιτική της γρήγορης ενοποίησης και εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο πολιτικό επίπεδο, είναι η προοδευτική στρατηγική απέναντι στις συντηρητικές πολιτικές που κυριαρχούν για χρόνια μετά το Μάαστριχτ. Γι’ αυτό εμείς ως παράταξη επιμένουμε στην ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ομοσπονδιακή μορφή και δομή και η στάση μας υπαγορεύεται από την επείγουσα ανάγκη να επιτελέσει η Ευρώπη τον ιστορικό της ρόλο, κάτι που θα βοηθήσει εξαιρετικά στην υπεράσπιση των δικών μας εθνικών δικαιωμάτων.

Έρχομαι τώρα στην περιοχή μας και θα μου επιτρέψετε να κάνω μια σύντομη ιστορική υπόμνηση. Εμείς, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, σε όλη τη διάρκεια του κύκλου της μεταπολίτευσης είμαστε η πολιτική δύναμη που σε κρίσιμες στιγμές αναβαθμίσαμε τη θέση της χώρας και επιβάλαμε ανατροπή υπέρ των συμφερόντων μας των συσχετισμών στην περιοχή.

Σημειώνω τρεις κρίσιμες ιστορικά στιγμές: Τον Μάρτη του 1987 όταν η κινητοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων και ιδιαίτερα του στόλου απέτρεψε τον πόλεμο και έδωσε ισχυρό πλεονέκτημα στη χώρα η οποία το εκμεταλλεύτηκε στη συνέχεια και στο οικονομικό επίπεδο. Το Ελσίνκι, όταν η Τουρκία υποχρεώθηκε να δεχθεί τους όρους για την τότε πολιτική της που ήταν η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η ένταξη της Κύπρου και που υπήρξε μια αποφασιστική αλλαγή συσχετισμών στο πολιτικό επίπεδο και στο διπλωματικό επίπεδο υπέρ της χώρας. Και τέλος, η ΟΝΕ και το ευρώ που αναβάθμισε τη θέση μας και την τοποθέτησε στο κέντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων για να γίνει μετά από πολλά χρόνια ξανά ουραγός.

Αυτά και τόσα άλλα ήταν απόρροια ενός και μόνο γεγονότος, ότι είμαστε η πολιτική δύναμη όπου ο πατριωτισμός υπήρξε πάντα δομικό χαρακτηριστικό και αξία στη φυσιογνωμία και τη στρατηγική μας και η πατριωτική μας στάση υπαγόρευε πάντοτε να θέτουμε αυτό το καθήκον πάνω από τα στενά κομματικά μας συμφέροντα, όπως κάναμε σε όλη τη διαδρομή της παράταξής μας. Και πάντως, επαναλαμβάνω αυτό που είπα στην αρχή, δεν τολμήσαμε ποτέ να βάλουμε την κομματική μας υπογραφή σε καμιά αφίσα ή σποτ που ήθελε να προβάλει ένα εθνικό θέμα.

Ας έρθουμε στο σημερινό πλαίσιο και πάλι. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι ένας εθνικός στόχος στη σημερινή συγκυρία και στα επόμενα χρόνια; Προφανώς η γεωστρατηγική αναβάθμιση της χώρας στην περιοχή. Είναι μια αναβάθμιση που δεν αφορά μονάχα τον συσχετισμό δύναμης ανάμεσα σε εμάς και στην Τουρκία, αφορά την ευρωπαϊκή παρουσία στην περιοχή και αφορά μια πιο γενναία και πιο τολμηρή πολιτική σε ό,τι αφορά την εξωτερική μας πολιτική σε σχέση με τις βαλκανικές χώρες που σήμερα η Τουρκία πατάει ένα πόδι πάρα πολύ ισχυρό.

Κάθε τι λοιπόν που συμβάλλει στη γεωστρατηγική αναβάθμιση θα μας βρίσκει σύμφωνους. Και αυτή η γεωστρατηγική αναβάθμιση πρέπει να έχει δύο στόχους πολύ συγκεκριμένους: Πρώτον, τη γρήγορη επιστροφή μας στο κέντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων και όχι σε θέση ουραγού, το οποίο σημαίνει ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη να επιβάλουμε πολιτικές στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, δεύτερον, μια διαρκής διαπραγμάτευση στο πλαίσιο των συμμαχιών μας με τη Δύση η οποία θα μας επιτρέψει να αναβαθμίσουμε τη χώρα μας στην περιοχή. Μα, δεν γίνεται αυτό; Γίνεται σ’ έναν βαθμό. Δεν γίνεται στο βαθμό που θα έπρεπε για τη χώρα. Και εξηγούμαι.

Κάθε τι που συμβάλλει σε αυτήν την γεωστρατηγική αναβάθμιση εμάς θα μας βρίσκει σύμφωνους. Η διπλωματία των διμερών και πολυμερών σχέσεων για τις ΑΟΖ, για τις αμυντικές συμφωνίες, η πάγια γραμμή της ενίσχυσης της άμυνας και η δυνατότητα εναλλακτικών αγορών για αυτήν την ενίσχυση πάλι μας βρίσκει σύμφωνους σε πάρα πολλά σημεία όχι μόνο εξ ανάγκης, αλλά και εκ συνειδήσεως. Εμείς στεκόμαστε θετικά απέναντι σε αυτές τις συμφωνίες και τις διαδικασίες.

Εμείς πιστεύουμε ότι όταν η χώρα δοκιμάζεται, η συνέχεια που θα πρέπει να είναι το άνοιγμα σε όλες τις δυνατές κατευθύνσεις θα πρέπει να είναι το βασικό στοιχείο της στρατηγικής μας. Πού έγκειται η κριτική μας, όμως;

Πρώτον, αφήνετε να εξελίσσεται ένας διάλογος για τον ρόλο της Τουρκίας στο εσωτερικό της χώρας. Ένας διάλογος που θέτει σε αμφισβήτηση τη νεοοθωμανική της στρατηγική. Ένας διάλογος που κρύβει τα μάτια στο ότι η Τουρκία μετά το 2000 άλλαξε στρατηγική κυριολεκτικά, δεν θέλει πια την ευρωπαϊκή προσέγγιση και θέλει να γίνει μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη που θα παίζει ρόλο σε όλη αυτήν την περιοχή μέχρι τις νότιες χώρες κάτω από το υπογάστριο της Κασπίας και σε όλη τη Μέση Ανατολή και ότι αυτή η επεκτατική αναθεωρητική στρατηγική κλιμακώνει τις επεκτατικές της βλέψεις στην Ελλάδα.

Δεν ετέθη παλιά το πρόβλημα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών με την ένταση και τον επίσημο διπλωματικό τρόπο που τίθεται σήμερα από τον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας. Ήταν μια γενική αναφορά, όπως επίσης και η ελληνικότητα κάποιων νησίδων, όπως συνέβη και με το τουρκολιβυκό σύμφωνο που κέρδισαν τις ΑΟΖ. Είναι κλιμακούμενη στρατηγική που αγνοεί τις διεθνείς συνθήκες και που εμείς ενώ σωστά λέμε με τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο, αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτή δεν αντιμετωπίζεται μόνο στο μονόδρομο των ελληνοτουρκικών συνομιλιών που θα συνεχίζονται και θα συνεχίζονται σε απεριόριστο χρόνο από δω και πέρα.

Εδώ ήθελα να πω το εξής, η Κυβέρνηση θα έπρεπε να αναλάβει σε κάποιον τομέα την πρωτοβουλία να κάνει συζήτηση με τον πολιτικό κόσμο της χώρας, να οριοθετήσει τους καινούργιους στόχους μέσα στις καινούργιες συνθήκες και να φτιάξει το εθνικό μέτωπο και όχι να έρχεται κάθε φορά στη Βουλή να ζητά τη δική μας έγκριση για την ενότητα που τη στηρίζει μονοκομματικά υποτίθεται και με συμφωνίες, οι οποίες έχουν κενά.

Άρα, λοιπόν, εδώ είναι ένα τεράστιο πρόβλημα που η Κυβέρνηση κακώς το μεταθέτει στα πολιτικά κόμματα. Είναι η κύρια υπεύθυνη που δεν έχει αναπτυχθεί ένα εθνικό μέτωπο για το νέο ρόλο της Τουρκίας και η δυνατότητα που έχουν οι πολιτικές δυνάμεις να ενισχύσουν την αποτρεπτική μας πολιτική και την πολιτική ενίσχυσης της ειρήνης στην περιοχή.

Δεύτερον, ο τρόπος και ο χρόνος που λειτουργεί η διπλωματία. Εμείς πιστεύουμε σε μια επιθετική διπλωματία. Παίρνω το παράδειγμα αυτό, πώς προέκυψε αυτή η συμφωνία με τη Γαλλία; Προέκυψε μετά την εξέλιξη του Ειρηνικού. Προέκυψε, δηλαδή, όταν η Γαλλία είχε την ανάγκη να κάνει μια εναλλακτική πολιτική και να επιταχύνει μια συζήτηση που γινόταν σε ένα ατέρμονα χρόνο τη σύναψη συμφωνίας. Όταν αυτό προέρχεται από το άλλο μέρος έχει τεράστια κενά σε ότι αφορά τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες εφαρμογής αυτής της συμφωνίας.

Και πρέπει να πω εδώ ότι το βιαστικό αυτό κόστισε και κοστίζει πολύ, παρά τη μικρή ελάφρυνση που έγινε με την τελευταία κίνηση που έκανε η Κυβέρνηση στη σχετική συμφωνία. Και υπάρχει και η καθαυτό συμφωνία όπου σε όλα τα επίπεδα η Κυβέρνηση δεν συνδυάζει την αμυντική στρατηγική στο οικονομικό επίπεδο με την ανάπτυξη ενός νέου παραγωγικού μοντέλου στη χώρα. Διατείνεται η Κυβέρνηση σε όλους τους τόνους ότι το να μπει σε επενδυτική βαθμίδα αυτήν την εποχή είναι κεντρικός στόχος.

Η ερώτηση είναι πώς θα μπει σε επενδυτική βαθμίδα εάν στις βασικές επενδύσεις που γίνονται στη χώρα δεν υπάρχει προστιθέμενη αξία τέτοια που να αναπτύσσει το άλλο μοντέλο; Εδώ πέρα η σύνδεση με την Τουρκία είναι καταλυτική εναντίον μας. Πέρα από την οικονομική της κρίση, που είναι μια κρίση που αφορά τα δημοσιονομικά, στην παραγωγική της βάση κάθε συμφωνία της έχει εναλλακτικές επιλογές στήριξης της εσωτερικής βιομηχανίας της σε όλα τα επίπεδα με συμφωνίες με επιχειρήσεις τουρκικές, οι οποίες παράγουν κομμάτια μεγάλα των αμυντικών συστημάτων.

Εδώ είχαμε μια παράδοση στην Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία, μια τεράστια παράδοση σοβαρών εταιρειών που αναπτύχθηκαν, που έχουν τεχνογνωσία, που ξέρουν και οι οποίες δεν μετέχουν σε αυτήν τη διαδικασία παρά μόνο παρεμπιπτόντως. Όταν, λοιπόν, δεν υπάρχει ένα σχέδιο σύνδεσης αυτών των συμφωνιών με την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας που να ενισχύει τη δύναμή της στην περιοχή και να την κάνει ελκυστική είναι το πρώτο σημείο. Και το δεύτερο σημείο είναι όταν κάνουμε συμφωνίες τόσο σημαντικές, όπως είναι οι συμφωνίες με την Αμερική που έχουμε δώσει πάρα πολλά πράγματα και έχουμε πάρει κάποια θετικά, δεν μπορεί αυτή η συμφωνία να γίνεται μόνο με αντίκρισμα μια ρητορική συμπαράσταση γενικόλογη στα εθνικά μας συμφέροντα.

Θέλω να πω ότι επιθετική διπλωματία σημαίνει και πιο δυναμική αντιπαράθεση και στο ευρωπαϊκό επίπεδο και στο επίπεδο της δύσης που να δίνει τη δυνατότητα στη χώρα να κερδίζει. Ξέρετε τι έγραφε η Θάτσερ στην αυτοβιογραφία της; Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό του Ανδρέα Παπανδρέου; Δεν πέρασε μια φορά ευρωπαϊκό συμβούλιο που να μην κερδίσει κάτι για την Ελλάδα. Λοιπόν, αυτό δεν είναι οδηγός μιας ανεξάρτητης και ουσιαστικά ανατρεπτικής για τα δεδομένα των συσχετισμών στην περιοχή πολιτικής;

Εμείς λοιπόν θέλουμε να σας πούμε ότι εμείς ψηφίζουμε για λόγους αρχής όλες αυτές τις συμφωνίες. Έχουμε τις αντιρρήσεις μας. Είμαστε διατεθειμένοι ανά πάσα στιγμή να μπούμε σε συζήτηση για ένα εθνικό μέτωπο που θα αντιμετωπίζει αυτά τα προβλήματα. Θα κάνουμε την κριτική μας πάντα καλόπιστα, γιατί ξέραμε, ξέρουμε και θα ξέρουμε πάντα ότι το εθνικό συμφέρον είναι πάνω από το κομματικό μας συμφέρον και ότι η χώρα είναι πάνω από τις παρατάξεις.


Σχολιάστε εδώ