Το έλλειμμα δημογραφικής πολιτικής ως αιτία αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης

Το έλλειμμα δημογραφικής πολιτικής ως αιτία αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης


Των
ΣΑΒΒΑ Γ. ΡΟΜΠΟΛΗ
Ομότιμου καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
και
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Γ. ΜΠΕΤΣΗ
Δρος Παντείου Πανεπιστημίου


Στη δημογραφία η ηλικιακή γήρανση μελετάται από την ανάλυση της ηλικιακής διάρθρωσης ενός πληθυσμού. Όμως από την άποψη αυτή παρατηρείται, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, ότι οι ασκούμενες πολιτικές στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος και τη γήρανση του πληθυσμού επικεντρώνονται στην παράταση του εργασιακού βίου πέρα από το ηλικιακό όριο των 65 ή και των 67 ετών (OECD, «Ageing and Employment Policies», «Working Better with age», 2018).

To επιχείρημα που προβάλλεται από την πλευρά των φορέων άσκησης δημογραφικής πολιτικής, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών, για την αναγκαιότητα της αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης αναφέρεται στην απορρόφηση των πιέσεων που ασκεί η γήρανση του πληθυσμού στη δημοσιονομική ισορροπία των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Πιο συγκεκριμένα, σε πρόσφατη Έκθεση του ΟΟΣΑ («Pension at a Glance», 2021) σημειώνεται ότι τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης θα αυξηθούν στη χώρα μας κατά 2,8 έτη μέχρι το 2050. Η μεγαλύτερη διαφορά θα φανεί μέχρι το 2035, όπου το όριο ηλικίας θα αυξηθεί κατά ενάμιση έτος.

Η Έκθεση του ΟΟΣΑ μεθοδολογικά εξετάζει δύο όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, το μέσο πραγματικό όριο και το θεσμοθετημένο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης. Το 2021, το θεσμοθετημένο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης ήταν 67 έτη και το μέσο πραγματικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης ήταν 62 έτη. Έτσι, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ, μέχρι το 2050 το μέσο πραγματικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης θα αυξηθεί στα 65 έτη και το θεσμοθετημένο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης θα αυξηθεί στα 70 έτη. Αυτό συμβαίνει γιατί οι συντάκτες της έκθεσης γνωρίζουν ότι στην Ελλάδα από το πρώτο Μνημόνιο επιβλήθηκε από τους δανειστές και νομοθετήθηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο ένας αυτόματος μηχανισμός εξισορρόπησης, συνδέοντας την κύρια σύνταξη με το προσδόκιμο ζωής (ν. 3863/2010, άρθρο 11, παρ.3).

Αυτή η συγκεκριμένη διάταξη διατηρήθηκε τόσο στον ν. 4387/2016 όσο και στον ν. 4670/2020, γεγονός που σημαίνει ότι τα δεδομένα που παρουσιάζονται στην Έκθεση του ΟΟΣΑ δεν είναι προτάσεις του συγκεκριμένου διεθνούς οργανισμού, αλλά είναι στοιχεία τα οποία προέρχονται από την κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία της χώρας μας και αποστέλλονται κάθε τρία χρόνια από τους αρμόδιους ελληνικούς φορείς στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για λογαριασμό του Ageing Working Group (AWG).

Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότηση που αναφέρεται στην Έκθεση του ΟΟΣΑ βασίζεται σε σχετικά στοιχεία που έχουν σταλεί από τη χώρα μας για την Έκθεση AWG 2021 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στις συνθήκες αυτές η αναφερόμενη αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης προκύπτει από το γεγονός ότι η χώρα μας έχει συνδέσει τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής (Πίνακας 1). Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτήν τη σύνδεση την έχουν επίσης νομοθετήσει άλλες έξι χώρες: Η Δανία, η Εσθονία, η Φινλανδία, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Πορτογαλία.

Επιπλέον, η νομοθέτηση (ν. 4826/2021) και η λειτουργία (1/1/2022) του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) δεν είναι ανεξάρτητη από την αύξηση των ορίων ηλικίας που παρουσιάζεται στην Έκθεση του ΟΟΣΑ. Εξάλλου, αν λάβουμε υπόψη τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για να αιτιολογηθεί η αναγκαιότητα κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης αναφορικά με τη ραγδαία γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα, τότε η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70 έτη το 2050 και στα 73 έτη το 2070 δεν είναι απλά θεωρητικές προσεγγίσεις, αλλά μελλοντικές βεβαιότητες, οι οποίες αντλούν την υλοποίηση τους από τη διατήρηση της σχετικής νομοθετικής διάταξης.

Στις συνθήκες αυτές παρατηρείται ότι στον δημόσιο διάλογο αναδεικνύεται μία αντίφαση, με την έννοια ότι τη μια φορά το δημογραφικό ζήτημα στη χώρα μας παρουσιάζεται με δραματικό τρόπο ως το μεγάλο πρόβλημα που ανέδειξε την αναγκαιότητα κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης και από την άλλη το ίδιο πρόβλημα (Δημογραφικό-Γήρανση του πληθυσμού) υποστηρίζεται ότι αποτελεί απλή θεωρητική προσέγγιση, ανεξάρτητα εάν η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης αναμένεται στο άμεσο μέλλον, εξαιτίας της νομοθετημένης σύνδεσης του Δημογραφικού με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής.

Όμως, στην πραγματικότητα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το έλλειμμα μιας μεσομακροπρόθεσμης δημογραφικής πολιτικής, που υποκαθίσταται ανεπιτυχώς, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, από την παράταση του εργασιακού βίου και την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Με άλλα λόγια, η μετατόπιση του κέντρου βάρους των ασκούμενων πολιτικών από την υλοποίηση μιας δυναμικής δημογραφικής πολιτικής στην παράταση του εργασιακού βίου και στην αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης ουσιαστικά υποδηλώνει ότι παραγνωρίζονται παντελώς τα θεμελιώδη, βιολογικά, κοινωνικά και παραγωγικά, κριτήρια προσδιορισμού της διάρκειας της εργασιακής ζωής και του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης.

Το αποτέλεσμα αυτών των πολυδιάστατων και σοβαρών δυσμενών εξελίξεων των πολιτικών δημογραφικής αδράνειας στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμβάλλοντας στη σταδιακή αύξηση της γήρανσης του εργατικού δυναμικού, επηρεάζουν, στον βαθμό που τις αφορά, τη μείωση του επιπέδου παραγωγικότητας και παραγωγής πλούτου.

Επιπλέον, η ανεπιτυχής υποκατάσταση του ελλείμματος μιας δυναμικής δημογραφικής πολιτικής έχει οδηγήσει, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, σε νεοφιλελεύθερης έμπνευσης επιλογές, όπως για παράδειγμα στη μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών, στη μείωση των κοινωνικών δαπανών και στην αντικατάσταση του αναδιανεμητικού συστήματος από το κεφαλαιοποιητικό σύστημα ασφάλισης των ατομικών λογαριασμών, μεταφέροντας την αντιμετώπιση του κινδύνου συνταξιοδότησης από το κράτος στον ασφαλισμένο-συνταξιούχο.

Κατά συνέπεια, η επιλογή της μη διαμόρφωσης και μη χρηματοδότησης μιας συγκροτημένης, δυναμικής και μεσομακροπρόθεσμης δημογραφικής πολιτικής δημιουργεί, άμεσα και έμμεσα, πολλαπλασιαστικά μακροοικονομικά και μακροκοινωνικά κόστη για την ελληνική και ευρωπαϊκή οικονομία, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την κοινωνική συνοχή και τις ανισότητες στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ