Ουκρανία και αντι-ρωσική υστερία

Ουκρανία και αντι-ρωσική υστερία


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Οι Έλληνες, ως συνεχιστές και κληρονόμοι του Βυζαντίου, γνωρίζουν καλά ότι το Κίεβο δεν είναι άσχετο με τους Ρώσους και τη Ρωσική ιστορία. Εκεί έγινε ο εκχριστιανισμός των Ρώσων και εκεί κτίσθηκε η πρώτη Αγία Σοφία, κατ’ απομίμηση της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινουπόλεως. Η παρατήρηση αυτή είναι μια υπενθύμιση ότι η Ουκρανία δεν είναι οποιαδήποτε χώρα για τη Ρωσία. Είναι μια χώρα που έχει σχέση με την ιστορία και την πνευματική της παράδοση και κοινούς δεσμούς αίματος και πολιτισμού επί αιώνες.

Στη σύγχρονη ιστορία, η Ουκρανία ήταν το πεδίο στο οποίο δόθηκαν οι πιο σκληρές και αποφασιστικές μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο Ανατολικό Μέτωπο. Μέσα από το πρίσμα της Ρωσίας, η απόσπαση της Ουκρανίας από τη Ρωσία και, πολύ περισσότερο, η μετατροπή της σε θανάσιμο εχθρό και σύμμαχο του ΝΑΤΟ αποτελεί άμεση απειλή στη γεωπολιτική ασφάλεια της Ρωσίας και θεωρείται από κάθε άποψη απαράδεκτη. Από εθνολογική άποψη, η Ουκρανία έχει μια αρκετά μεικτή πληθυσμιακή σύνθεση, με διαφοροποιημένη σαφώς τη Δυτική από την Ανατολική Ουκρανία. Στη Δυτική πλευρά υπάρχουν σημαντικές ομάδες από τους γειτονικούς Ευρωπαϊκούς λαούς (Πολωνοί, Λιθουανοί, Ούγγροι) και Καθολική επιρροή, υπό τη μορφή κυρίως της λεγόμενης Ουνίας, υπαγωγής δηλαδή της Εκκλησίας στο Βατικανό, με διατήρηση των εξωτερικών τυπικών γνωρισμάτων της Ορθόδοξης πίστεως. Στην Ανατολική Ουκρανία συμβιούν Ρώσοι και Ουκρανοί, ιδιαίτερα στην περιοχή ανατολικά του Δνειπέρου ποταμού, υπαγόμενοι από κοινού μέχρι προσφάτως στο Ρωσικό Πατριαρχείο της Μόσχας.

Η τάξη αυτή διαταράχθηκε προσφάτως, στο πλαίσιο του γενικότερου Ουκρανικού προβλήματος, με την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως να αναγνωρίσει ως αυτοκέφαλη την Ουκρανική Εκκλησία του Κιέβου. Η πράξη αυτή, που συνδέεται αναμφισβήτητα με τη γεωπολιτική της Ορθοδοξίας, παρά τις επικαλούμενες Εκκλησιαστικές αρχές, ενόχλησε σφόδρα τη Μόσχα και τη Ρωσική Εκκλησία. Είδαν στην κίνηση αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου μια χειραγωγούμενη από τους Αμερικανούς απόφαση, που έχει ως στόχο να αποκόψει την Εκκλησία της Ουκρανίας από τη Ρωσική Εκκλησία για να εμβαθύνει τον διαχωρισμό της Ουκρανίας από τη Ρωσία. Το πλήγμα θεωρείται από τη Ρωσική Εκκλησία πολύ πιο βαθύ και απαράδεκτο γιατί θίγει τις ίδιες τις απαρχές του εκχριστιανισμού των Ρώσων, που έγινε στο Κίεβο.

Η Ελληνική Εκκλησία, αν και αυτοκέφαλη, έσπευσε να ευθυγραμμισθεί με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να μην το αφήσει ακάλυπτο, προσθέτοντας όμως μια άλλη σοβαρή διαφορά στις Ελληνορωσικές σχέσεις. Η Ορθόδοξη Ομοδοξία, που ήταν μέχρι τώρα ένα σταθερό, πνευματικό κεφάλαιο και διπλωματικό πλεονέκτημα στις Ελληνορωσικές σχέσεις, έγινε τώρα πρόβλημα και αφορμή διαχωρισμού και αντιπαραθέσεως. Το Ρωσικό Πατριαρχείο ανέλαβε, ως αντίποινα για την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την προώθησή του ως Οικουμενικού Πατριαρχείου, αμφισβητώντας τον ρόλο αυτό στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στο πνεύμα αυτό, εξήγγειλε ήδη τη δημιουργία Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη και στην Αλεξάνδρεια (για την Αφρική). Αναμένεται ότι ανάλογες πρωτοβουλίες θα εξαγγελθούν και για τα άλλα Πατριαρχεία (Ιεροσολύμων, Αντιόχειας).

Είναι θλιβερή εξέλιξη αυτή και ιδιαίτερα ζημιογόνα για τις Ελληνορωσικές σχέσεις. Έρχεται, δυστυχώς, να προστεθεί και σε άλλες ενέργειες αντι-Ρωσικής υφής, που δεν αρμόζουν στα μακροπρόθεσμα στρατηγικά συμφέροντα της Ελλάδος. Η Ελλάδα, από τη θέση και τις σχέσεις της με την Άγκυρα, είναι υποχρεωμένη να τηρεί ορισμένες βασικές ισορροπίες, ανεξάρτητα αν είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Έχουμε διαπιστώσει επανειλημμένα ότι οι προτασσόμενες από το ΝΑΤΟ απειλές, που αφορούν τη Ρωσία, δεν συμπίπτουν με τις πραγματικές απειλές για την Ελλάδα, που προέρχονται από την Τουρκία. Δεν μπορεί και δεν πρέπει για τον λόγο αυτό η Ελλάδα να συμπεριφέρεται ως αντι-Ρωσικό κράτος, επηρεαζόμενη και πιεζόμενη από τις ΗΠΑ, κυρίως, και το ΝΑΤΟ ή και από Ευρωπαϊκές πολιτικές. Η Ελλάδα δεν είναι ούτε Πολωνία ούτε Λιθουανία και Εσθονία.

Η Ελλάδα δεν έχει επίσης κανέναν λόγο να συμπαρατάσσεται με τους πρωτοστάτες της Ρωσικής υστερίας, γιατί η ένταση και η ενδεχόμενη σύγκρουση με τη Ρωσία δεν εξυπηρετεί ούτε τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της Ευρώπης ούτε τη διεθνή ειρήνη και συνεργασία. Αντιθέτως, η αντι-Ρωσική υστερία αντιμάχεται ευθέως τα Ελληνικά συμφέροντα, γιατί αναβαθμίζει τον ρόλο της Τουρκίας προς την οποία προσφέρονται ανταλλάγματα από τις ΗΠΑ για να συστρατευθεί κατά της Ρωσίας, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Αναμφίβολα, η Αμερικανική στροφή στο θέμα του EastMed δεν είναι άσχετη με την όξυνση των σχέσεων με τη Ρωσία, λόγω Ουκρανίας. Η επάνοδος στο Αμερικανικό State Department της επιρροής της Βικτόρια Νούλαντ, που είχε πρωτοστατήσει στο παρελθόν στην ανατροπή Γιανουκόβιτς στην Ουκρανία αλλά και σε πιέσεις στην Κύπρο και στην Ελλάδα για τα θέματα αντιστοίχως του Κυπριακού και της Ελληνικής ΑΟΖ, δεν είναι καλός οιωνός για τις Ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Η τελευταία διαπνέεται από νεοψυχροπολεμικές ιδέες κατά της Ρωσίας και βλέπει ως μεγάλο κίνδυνο για τα Αμερικανικά συμφέροντα την ανάπτυξη οποιασδήποτε στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας.

Ευτυχώς, η Ευρώπη, μ’ εξαίρεση τις χώρες της πρώτης γραμμής, όπως η Πολωνία, τα Βαλτικά κράτη και, βεβαίως, η Μεγάλη Βρετανία, που για λόγους υψηλής πολιτικής θέλει να συμπαρατάσσεται μονίμως με τις ΗΠΑ, δεν συμμερίζεται μ’ οποιοδήποτε πάθος την Αμερικανική πολιτική στην Ουκρανία, γιατί γνωρίζει ότι αυτή θα πληρώσει το μεγαλύτερο τίμημα από οποιαδήποτε ρήξη για την Ουκρανία. Γαλλία και Γερμανία ανέλαβαν, στο πλαίσιο αυτό, πρωτοβουλία για διπλωματική λύση του προβλήματος. Η κλιμάκωση όμως από τις δύο πλευρές δημιουργεί κινδύνους διολισθήσεως σε σύγκρουση, όσο ανεπιθύμητη και αν είναι.

Η Ρωσική πλευρά έχει ως κόκκινη γραμμή την αποτροπή της εντάξεως στο ΝΑΤΟ της Ουκρανίας, όπως επίσης και άλλων χωρών στον περίγυρο της Ρωσίας (Γεωργίας, Αρμενίας, Μολδαβίας). Στην επιστολή Πούτιν προς την Αμερικανική πλευρά, σχετικά με τις γραπτές εγγυήσεις που ζητά η Ρωσία, τίθεται ως όρος η επιστροφή του ΝΑΤΟ στα σύνορα του 1997. Προφανώς, μια τέτοια επιστροφή θεωρείται αδιανόητη για τη Δυτική πλευρά και απορρίπτεται. Η Μόσχα όμως αναμένει, ως ελάχιστη ικανοποίηση των όρων που θέτει, εγγυήσεις για την Ουκρανία και τις άλλες τρεις χώρες που αναφέρθηκαν.

Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται ακόμη σε αδιέξοδο. Η Αμερικανική απάντηση στο έγγραφο Πούτιν δεν ανταποκρίνεται σε κανέναν από τους όρους που θέτει η Ρωσική πλευρά. Προσπαθεί, αντιθέτως, να μετατοπίσει τον Αμερικανο-Ρωσικό διάλογο πάνω σε άλλα θέματα διεθνούς ασφάλειας και ελέγχου των εξοπλισμών. Η Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία δεν έχει δώσει επίσης, μέχρι τώρα, συγκεκριμένα αποτελέσματα. Με τα δεδομένα αυτά, είναι πολύ πιθανόν τα πράγματα να οδηγηθούν σε περιορισμένη κρίση, εφόσον η Ουκρανία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ και δεν ενεργοποιείται αυτομάτως, σε περίπτωση κρίσεως, το άρθρο 5 περί Νατοϊκής αλληλεγγύης.

Η Αμερικανική, πάντως, απόφαση να αποστείλει 8.500 στρατιώτες στα Ρωσο-Πολωνικά σύνορα συμβάλλει στην κλιμάκωση της εντάσεως και στον κίνδυνο ένοπλης εμπλοκής του ΝΑΤΟ. Ερμηνεύεται όμως περισσότερο ως κίνηση που έχει ως στόχο να καθησυχάσει την Πολωνία, παρά ως κίνηση που αποβλέπει σε εμπλοκή στην Ουκρανία.

Το σκηνικό της σημερινής εντάσεως, που απειλεί με ένοπλη σύγκρουση τη γηραιά ήπειρο, φαίνεται, από κάθε άποψη, σκηνικό μιας παρωχημένης εποχής και προκαλεί απορία και προβληματισμό για τη σοβαρότητα και τη σύνεση των ασκούμενων πολιτικών. Γιατί συνεχίζεται εκ μέρους των ΗΠΑ η πολιτική της αντι-Ρωσικής υστερίας, τριάντα τώρα χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου; Ο στόχος είναι η αποτροπή της Ευρω-Ρωσικής στρατηγικής συνεργασίας ή είναι, επιπλέον, η απομείωση της Ρωσικής ισχύος σε επίπεδο περιφερειακής δυνάμεως και όχι υπερδυνάμεως, που μπορεί να είναι γεωπολιτικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ; Είναι δυνατόν να αναμένει κανείς ότι η Ρωσία του Πούτιν θα μπορούσε ποτέ να δεχθεί μια τέτοια απομείωση;

Η Ευρώπη, που θα μπορούσε να έχει έναν πιο αποφασιστικό λόγο, είναι ανίσχυρη και διχασμένη. Ανίσχυρη, γιατί δεν είναι πραγματικά πολιτικά ενοποιημένη και δύσκολα μπορεί να το επιτύχει, λόγω των εσωτερικών της ανταγωνισμών, αλλά και του προσανατολισμού που επέλεξε, με τον οποίο ταυτίσθηκε με τις πολιτικές της παγκοσμιοποίησης. Αντί δηλαδή να αναπτύξει την Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά, εξετράπη προς τις παγκοσμιοποιημένες πολιτικές, που αντιμάχονται ουσιαστικά την πολιτική ενοποίηση.

Είναι διχασμένη, επίσης, γιατί οι χώρες της πρώτης γραμμής προς τη Ρωσία (Πολωνία, Βαλτικά Κράτη) διαπνέονται από έντονα αντι-Ρωσικά αισθήματα, λόγω του γνωστού ιστορικού παρελθόντος τους, και βλέπουν ως μόνο αξιόπιστο εγγυητή της ανεξαρτησίας και της ασφάλειάς τους τις ΗΠΑ. Όσο κατανοητή και αν είναι η στάση των χωρών αυτών, λόγω του ιστορικού παρελθόντος τους, δεν μπορεί κανείς να μη δει τον υπερβολικό χαρακτήρα της πολιτικής τους, που δεν ανταποκρίνεται στα σημερινά δεδομένα.

Η Ρωσία δεν έχει σήμερα ούτε τις δημογραφικές μάζες που θα ωθούσαν σε μια επεκτατική πολιτική ούτε τους στρατηγικούς λόγους για να προκαλέσει μια σύγκρουση με την Πολωνία ή τα Βαλτικά Κράτη. Αντιθέτως, αυτό μπορεί να γίνει εάν η Μόσχα θεωρήσει ότι απειλείται η δική της ασφάλεια, λόγω της εχθρικής πολιτικής των χωρών αυτών, οι οποίες προσφέρονται ως εφαλτήρια του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας.

Ο αναχρονισμός της σημερινής εντάσεως στην Ευρώπη έρχεται σε αντίθεση αφενός με την παραδοχή των ΗΠΑ ότι ο κυριότερος ανταγωνιστής τους είναι πλέον η Κίνα και αφετέρου με την αδυναμία της Ευρώπης, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, να συγκροτήσει έναν νέο πόλο γεωπολιτικής ισχύος, με ενιαία εξωτερική πολιτική και άμυνα.

Η προσήλωση της Ευρώπης στον υποτιθέμενο Ρωσικό κίνδυνο, με τις αναχρονιστικές πολιτικές του ΝΑΤΟ, οδηγεί σε αμέλεια και υποτίμηση άλλων ασύμμετρων και υβριδικών απειλών, που μπορούν να αποδειχθούν πολύ μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες. Από την άποψη αυτή, είναι πολύ χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του πρώην Προέδρου της Γαλλίας Ζισκάρ Ντ’ Εστέν: «Περιμέναμε την απειλή από την Ανατολή, από τα Ρωσικά τανκς και μας ήρθε από τον Νότο με τη μορφή των φτωχών παρανόμων μεταναστών, που εισβάλλουν στις κοινωνίες μας».

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ