Γιάννης Αμανατίδης στο “Π”: Ένα διαφορετικό, ελπιδοφόρο, προοδευτικό μέλλον είναι αυτό που αξίζουν η Ελλάδα και οι πολίτες της
Του
ΓΙΑΝΝΗ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗ
Βουλευτή Α’ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ,
πρώην Υφυπουργού Εξωτερικών
Την ώρα που η κοινωνία αντιμετωπίζει τη διπλή κρίση της πανδημίας και της ακρίβειας, η κυβερνητική πολιτική για την Παιδεία φαντάζει σε ορισμένους ως παράπλευρη απώλεια, για άλλους όμως είναι εκ των ων ουκ άνευ στη νεοφιλελεύθερη πορεία του οδοστρωτήρα του κ. Μητσοτάκη.
Και αν η Παιδεία δεν βρίσκεται σήμερα στην πρώτη γραμμή της μάχης που δίνεται, ούτε στα πρωτοσέλιδα, δεν παύει και δεν αναστέλλεται ο ρόλος και η σημασία της, καθώς αφορά το χθες, το σήμερα και το αύριο της χώρας μας.
Στη Βουλή είχαμε κρούσει εγκαίρως τον κώδωνα του κινδύνου, ακόμα και πριν από το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης, για τη λανθασμένη απόφαση της υπουργού Παιδείας να αυξήσει τον αριθμό των μαθητών, ανά τμήμα, ενώ από τον Απρίλιο του 2020 είχαμε ζητήσει να γίνουν άμεσες ενέργειες για τη δημιουργία εθνικής υποδομής τηλεκπαίδευσης, ώστε να μην εξαρτάται η χώρα μας από κανέναν ιδιώτη σε αυτόν τον τομέα και να προστατεύονται τα προσωπικά δεδομένα μαθητών και εκπαιδευτικών.
Οι προτάσεις και οι προειδοποιήσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης όμως έπεσαν στο κενό, ενώ η κ. Κεραμέως, αυτάρεσκα και με τη γνωστή αλαζονεία που χαρακτηρίζει τα μέλη της κυβέρνησης Μητσοτάκη εντός και εκτός του Κοινοβουλίου, προχώρησε τόσο στην αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα όσο και στη συμφωνία με τη Cisco.
Για να έρθει η Ανεξάρτητη Αρχή Προσωπικών Δεδομένων –ενάμιση χρόνο μετά τη συμφωνία– και να επικρίνει το υπουργείο Παιδείας για μια σειρά παραβιάσεων της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα 1,5 εκατομμυρίου ανθρώπων, δηλαδή του συνόλου των συμμετεχόντων στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, μέσω της πλατφόρμας της αμερικανικής εταιρείας Cisco.
Όπως επισήμανε η Αρχή, τα προσωπικά δεδομένα συλλέχθηκαν παρανόμως, διαβιβάστηκαν στις ΗΠΑ και αποτέλεσαν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης, παραβιάζοντας έτσι η χώρα μας απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που από το καλοκαίρι του 2020 ακύρωσε τη σύμβαση ΕΕ – ΗΠΑ για τις διαβιβάσεις προσωπικών δεδομένων και τη συνεργασία με εταιρείες που έχουν έδρα στις ΗΠΑ.
Η εταιρεία Cisco, η οποία μάλιστα παρουσιαζόταν από την υπουργό Παιδείας ως ευεργέτης, που δήθεν πρόσφερε αφιλοκερδώς, στην πραγματικότητα αμειβόταν αδρά, λαμβάνοντας τουλάχιστον 2 εκατ. ευρώ ετησίως, μέσω του προγράμματος «ΣΥΖΕΥΞΙΣ 2».
Και όταν ξέμεινε από τέτοιους ευεργέτες η ηγεσία του υπουργείου, ο πρωθυπουργός δεν δίστασε να θυσιάσει την ασφάλεια των μαθητών, των εκπαιδευτικών και τον γονιών.
Το Μαξίμου αποφάσισε λοιπόν πως μέχρι να νοσήσουν οι μισοί συν ένας μαθητές δεν υπάρχει κίνδυνος για τα σχολεία, ούτε υφίσταται λόγος για τηλεκπαίδευση με 20.000 κρούσματα ημερησίως, όταν είχε γίνει lockdown με μόλις 35, όταν σύναψε τη συμφωνία με τη Cisco.
Η πραγματικότητα όμως διέλυσε τα κυβερνητικά –σε ροζ συννεφάκια– αφηγήματα και ανάγκασε τον κ. Μητσοτάκη να καταφύγει σε ψέματα, στη συνέντευξή του σε ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό, ισχυριζόμενος ότι:
«Γίνονται δωρεάν μοριακά τεστ στην Ελλάδα», ενώ είναι μόλις το 1/4 των τεστ που εκτελούνται καθημερινά σε δημόσιες δομές και πριν τη εισαγωγή σε νοσοκομείο. Τα υπόλοιπα 3/4 γίνονται στον ιδιωτικό τομέα και πληρώνονται από την τσέπη των πολιτών.
«Σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν συνταγογραφούνται τα τεστ», ενώ μοριακά τεστ είναι δωρεάν σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες είτε με συνταγή γιατρού, είτε σε δημόσιες δομές, είτε προληπτικά. Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Αυστρία, Σουηδία, Δανία, Βέλγιο είναι μόνο μερικές από αυτές τις χώρες.
«Το πρωτόκολλο του 50%+1 στα σχολεία το πρότεινε η Επιτροπή των Εμπειρογνωμόνων», ενώ διαψεύστηκε από τα μέλη της Επιτροπής Τάκη Παναγιωτόπουλο και Αλκιβιάδη Βατόπουλο.
«Η κυβέρνηση έχει προσλάβει στο ΕΣΥ όσους γιατρούς ήταν διαθέσιμοι», ενώ εκπρόσωποι των νοσοκομειακών γιατρών εκτιμούν ότι οι επιλαχόντες σε διαγωνισμούς προσεγγίζουν τους 800 σε κρίσιμες ειδικότητες.
Επιπλέον, χαρακτήρισε «φραστικό λάθος» τα όσα ψευδώς και με θράσος είπε στη Βουλή, ισχυριζόμενος πως δεν παρέλαβε ποτέ τη μελέτη Τσιόδρα – Λύτρα και συνεχίζει μέχρι σήμερα να παραμένει χωρίς ονοματεπώνυμο το «ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο» στο οποίο παραδόθηκε η μελέτη, σύμφωνα με τον κ. Λύτρα.
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Μητσοτάκης επιτείνει τη διάχυτη ανασφάλεια που επικρατεί σήμερα στην κοινωνία και δεν μπορεί να υπηρετήσει τα συμφέροντα, ούτε να ικανοποιήσει τις ανάγκες των πολιτών και να δώσει λύσεις.
Ένα διαφορετικό, ελπιδοφόρο, προοδευτικό μέλλον είναι αυτό που αξίζουν η Ελλάδα και οι πολίτες της.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ