Eurogroup 17/1/2022: Καλώς όρισες, λιτότητα – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η συνεδρίαση του Eurogroup της περασμένης Δευτέρας (17/1/2022) δεν ήταν μια συνηθισμένη μηνιαία συνεδρίαση. Καθόρισε τον οδικό χάρτη για την επάνοδο στη λιτότητα και στη δημοσιονομική πειθαρχία.
Η γαλλική προεδρία μάλιστα φρόντισε αυτό να μην περάσει στο ντούκου. Συνοδεύθηκε από δύο εξόχως αναλυτικά κείμενα της Κομισιόν. Το πρώτο περιγράφει τα χαρακτηριστικά και το χρονοδιάγραμμα υιοθέτησης του νέου Συμφώνου Σταθερότητας και το δεύτερο την πολιτική απέναντι στις επιχειρήσεις, τώρα που αποσύρονται τα μέτρα στήριξης λόγω της πανδημίας. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Το πρώτο κείμενο έχει τίτλο «Σχέδιο Σύστασης του Συμβουλίου για την Οικονομική Πολιτική στη Ζώνη του Ευρώ». Ξεκαθαρίζει ότι οι όποιες ελπίδες γέννησε σε κάποιους η θέσπιση του δημοσιονομικού πακέτου με το Ταμείο Ανάκαμψης είναι φρούδες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα παραμείνει όπως είναι. Μια ολοκλήρωση ανεξάρτητων κρατών με ελεύθερο εμπόριο, εναρμονισμένο νομικό πλαίσιο και κοινό νόμισμα για ένα τμήμα των χωρών μελών της. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Ένωση θα αποκτήσει χαρακτηριστικά ομοσπονδίας, όπως οι ΗΠΑ. Οι κοινοί δημοσιονομικοί κανόνες ήταν και παραμένουν ο βασικός συνεκτικός της παράγοντας. Από οικονομική σκοπιά αυτό σημαίνει ότι η κυρίαρχη άποψη στην ΕΕ είναι ότι η δημοσιονομική πειθαρχία θα σταθεροποιήσει και θα ομογενοποιήσει τις τιμές και αυτό θα οδηγήσει τις οικονομίες στη σύγκλιση. Είναι κάτι που έχει διαψευστεί και διαψεύδεται διαρκώς τα τελευταία 60 και βάλε χρόνια της ΕΕ και τα 20 και βάλε χρόνια εισαγωγής του ευρώ.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα όποια δημοσιονομικά πακέτα είναι ειδικού σκοπού. Αφορούν περιπτώσεις που στα ορθόδοξα οικονομικά ονομάζονται «αποτυχίες αγοράς». Δηλαδή, σύμφωνα με τη θεωρία, η αγορά αδυνατεί να κατανείμει αποτελεσματικά τους παραγωγικούς πόρους. Κάτι τέτοιο θεωρείται ότι συμβαίνει με το περιβάλλον και τις εκπομπές αερίων. Έτσι, παρεμβαίνει η Ένωση, βάζοντας τους κατάλληλους φόρους και χορηγώντας επιδοτήσεις, για να διορθώσει τις αστοχίες με το Ταμείο Ανάκαμψης. Όμως μέχρι εκεί.
Αυτές οι αρχές αποτυπώνονται στο κείμενο. Ο πυρήνας της πολιτικής του συνοψίζεται στην ακόλουθη φράση: «Ο συντονισμός των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών, με πλήρη σεβασμό του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του κλυδωνισμού που προκάλεσε η Covid-19 για τη βιώσιμη ανάκαμψη και για την ορθή λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ)» (σελ. 7, ελληνική μετάφραση). Κοινώς, καλώς όρισες, λιτότητα. Το βασικό μέτρο που προκρίνει το κείμενο είναι η θέσπιση του νέου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης μέχρι τον Απρίλιο. Θυμίζω ότι η κυκλοφορούσα πρόταση της Κομισιόν επαναφέρει τον στόχο του περιορισμού του χρέους στο 100% του ΑΕΠ τα επόμενα 20 χρόνια.
Για τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα (λόγος χρέους / ΑΕΠ 236%), αυτό σημαίνει συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% για τα επόμενα 20 χρόνια, που κατά μαγικό τρόπο θα συνοδεύονται και από ισχυρούς ρυθμούς μεγέθυνσης της τάξης του 4%. Αλλά ούτε αυτό φτάνει, διότι θα πρέπει και τα επιτόκια να παραμείνουν σταθερά, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις. Βλέπετε, για το Eurogroup η δημοσιονομική πειθαρχία είναι πανάκεια και θα θεραπεύσει και τις πληθωριστικές πιέσεις. Έτσι, το κείμενο δεν λαμβάνει κανένα μέτρο ανακούφισης από την ακρίβεια, ούτε φαίνεται να ανησυχεί για τα επιτόκια, που έχουν πάρει την ανηφόρα. Χαρακτηριστικά να πούμε ότι το Ελληνικό Δημόσιο δανείσθηκε 3 δισ. την Τετάρτη (19/1) με επιτόκιο χωρίς προμήθειες 1,8%, όταν έναν χρόνο πριν η έκδοση είχε επιτόκιο 0,8%. Παρ’ όλα αυτά, η Κομισιόν θεωρεί ότι με τη δημοσιονομική πειθαρχία όλα θα αντιμετωπισθούν.
Υπάρχει βέβαια ένα στοιχείο που μοιάζει να ανησυχεί το Eurogroup. Είναι η πιθανή έξαρση των αιτήσεων χρεοκοπίας με την απόσυρση των μέτρων στήριξης επιχειρήσεων λόγω της πανδημίας, ένα θέμα που συζητιέται στην Ελλάδα εδώ και καιρό. Αυτό είναι το αντικείμενο του δεύτερου κειμένου της Κομισιόν, που τιτλοφορείται «Πολιτικές για Τρωτές Επιχειρήσεις, Δομικές Μεταβολές και μετά COVID προκλήσεις». Η βασική διαπίστωση του κειμένου είναι η εξής: «Η σταδιακή απομάκρυνση των έκτακτων ενισχύσεων μπορεί να αυξήσει τις χρεοκοπίες και τις απώλειες θέσεων εργασίας, όμως θα επιτρέψει τη μεταφορά πόρων σε πιο παραγωγικές δραστηριότητες» (σελ. 2 του κειμένου). Η τελευταία αποστροφή για «μεταφορά σε πιο παραγωγικές δραστηριότητες» δείχνει ότι και σε αυτό το μέτωπο η ΕΕ δεν είναι διατεθειμένη να κάνει και πολλά. Αυτό επιβεβαιώνεται στην επόμενη, που λέει ότι η «συνέχιση των μέτρων ευρείας στήριξης θα συμβάλει σε λανθασμένη κατανομή των πόρων». Αυτή είναι και η πεμπτουσία του κειμένου: Καμία ενίσχυση για επιχειρήσεις, αλλά κίνητρα για στροφή σε άλλες δραστηριότητες και γεωγραφικές περιοχές.
Προσωπικά, δεν είμαι υποστηρικτής των κρατικών ενισχύσεων σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Όμως η εφαρμογή αυτής της πολιτικής έχει μεγάλη σημασία για το περιβάλλον ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, στο ίδιο κείμενο η Κομισιόν αναφέρει ότι ο πιο ευάλωτος κλάδος είναι αυτός των ξενοδοχείων και της εστίασης. Καταλαβαίνεται τι σημαίνει για την ελληνική οικονομία ένα κύμα χρεοκοπιών στον συγκεκριμένο κλάδο, που αντιπροσωπεύει το 32% του ΑΕΠ; Δεν θα σημάνει μόνο ύφεση και απώλεια θέσεων εργασίας, θα σημάνει και την καταστροφή περιοχών ιδιαίτερου κάλλους, που θα γεμίσουν ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά. Οι εργαζόμενοι και οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να προετοιμασθούν για αυτό το ενδεχόμενο.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ