Δύο κατηγορίες συνταξιούχων δημιουργεί το υπουργείο Εργασίας – Ψέματα και αλήθειες για τις συντάξεις
-Κερδισμένες οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες
Η κυβέρνηση προχωρεί σε μείωση συντάξεων στους πλέον ευάλωτους συνταξιούχους, τις χήρες και τα ορφανά, με το ύψος των συντάξεων να φτάνει στα 268 ευρώ τον μήνα. Ισχυρίζεται ότι αυτό συμβαίνει σε εφαρμογή του ν. 4387/2016 και όχι από δική της επιλογή.
Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι
Ο νόμος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του ΣΥΡΙΖΑ, ο λεγόμενος «νόμος Κατρούγκαλου», για πρώτη φορά προέβλεψε ότι οι συντάξεις θα αποτελούνται από δύο μέρη:
• Ένα που θα χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τη φορολογία, με σκοπό να αποφεύγουν οι συνταξιούχοι την ακραία φτώχεια. Γι’ αυτό ορίσθηκε στο όριο της φτώχειας, όπως την υπολογίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή στο ύψος του 60% του διάμεσου εισοδήματος. Λόγω της μεγάλης απώλειας εισοδήματος και εθνικού πλούτου των μνημονιακών χρόνων, το ποσό της εθνικής σύνταξης διαμορφώθηκε έτσι στα 384 ευρώ. Εάν είχε υπολογιστεί με βάση τους εισοδηματικούς όρους του 2010 θα ήταν πάνω από 500 ευρώ.
• Το άλλο τμήμα της σύνταξης είναι το λεγόμενο «ανταποδοτικό», το οποίο διαμορφώνεται από τις εισφορές μας. Όσο μεγαλύτερο μισθό ή εισόδημα από ελεύθερη εργασία έχει κανείς και όσο περισσότερα χρόνια δουλεύει τόσο μεγαλύτερη σύνταξη θα πάρει.
Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, οπότε όσοι είχαν δύο ή περισσότερες δουλειές (π.χ. δικηγόροι και δημοσιογράφοι, καθηγητές και γιατροί) έπαιρναν δύο και παραπάνω συντάξεις από διαφορετικά Ταμεία, ο νέος νόμος προέβλεπε την ύπαρξη ενός και μόνο Ασφαλιστικού Οργανισμού, του ΕΦΚΑ, και την παροχή μίας σύνταξης: Κάθε ασφαλισμένος λαμβάνει μία εθνική σύνταξη και μία ανταποδοτική, η οποία είναι προσαυξημένη σε σχέση με αυτήν όσων έχουν μόνο μία δουλειά, ανάλογα με τις επιπλέον εισφορές που κατέβαλαν όσοι έχουν πολλαπλή απασχόληση, στη βάση ενός απλού και όμοιου για όλους κανόνα: 20% επί του καθαρού τους εισοδήματος, από όποια πηγή εργασίας και αν προερχόταν. Αυτή ήταν μια προφανής κίνηση εξορθολογισμού, που αντιμετώπισε το φαινόμενο των πολυσυνταξιούχων του παρελθόντος. Δεν ήταν, πράγματι, ασυνήθιστο να παίρνει κάποιος και τρεις και τέσσερις συντάξεις, ενώ το απόλυτο ρεκόρ ήταν η σώρευση 13 συντάξεων!
Σε αυτό το πλαίσιο ορίστηκε ο κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κανείς δεν παίρνει παραπάνω από μία εθνική σύνταξη για εισοδήματα που προέκυψαν από κάθε είδους απασχόληση. Ο κανόνας όμως δεν ισχύει για τη σύνταξη χηρείας, η οποία είναι εξορισμού άλλη σύνταξη από αυτή που δικαιούται κανείς με βάση τη δική του εργασία. Εκεί ο περιορισμός δεν υφίσταται. Άλλωστε, ο νόμος στο άρθρο 12 ρητά προέβλεψε ότι στις χήρες και στα ορφανά καταβάλλεται ποσοστό του συνόλου της σύνταξης, όχι μόνο της ανταποδοτικής. Τα ίδια ισχύουν και για τη σύνταξη αναπηρίας, μιας και αυτή δεν είναι ακόμη μία σύνταξη γήρατος, ανάλογη με την εργασία, αλλά δίνεται για ειδικό σκοπό.
Αυτά ορίστηκαν και στην ερμηνευτική εγκύκλιο του νόμου και για πεντέμισι χρόνια έτσι εφαρμόζονταν. Για ποιο λόγο άλλωστε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ άλλα να προβλέψει στον νόμο και άλλα στην εγκύκλιο; Αφού και τα δύο κείμενα θα τα έλεγχαν –και τα έλεγξαν– οι δανειστές ως προς την εφαρμογή των μνημονιακών δεσμεύσεων. Αν σκοπός ήταν να κοπούν και οι συντάξεις χηρείας ή αναπηρίας, ως προς το τμήμα της εθνικής σύνταξης, θα το απαιτούσαν ρητά, τόσο στο επίπεδο της νομοθετικής πρόβλεψης όσο και σε αυτό της εγκυκλίου.
Η νέα εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας παραποιεί, συνεπώς, την πραγματικότητα. Διαμορφώνει δύο κατηγορίες συνταξιούχων, χωρίς να υπάρχει καμία νομοθετική πρόβλεψη γι’ αυτό. Άλλο ποσό θα παίρνουν όσοι λαμβάνουν σύνταξη χηρείας ή αναπηρίας μέχρι 31/12/2021 και άλλο ποσό εκείνοι που θα έχουν την «ατυχία» να λάβουν την ίδια παροχή από 1/1/2022. Ο λόγος για τον οποίο γίνονται οι αλχημείες αυτές είναι απλός: Ενώ η ΝΔ παρέλαβε τον ΕΦΚΑ με 1,1 δισ. ευρώ πλεόνασμα, από τον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησης της δημιούργησε έλλειμμα 400 εκατ. ευρώ.
Οι νέοι τυχοδιωκτισμοί, με το τζογάρισμα των επικουρικών συντάξεων, θα δημιουργήσουν ακόμη μεγαλύτερη τρύπα στο ασφαλιστικό μας σύστημα. Τα κέρδη των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών θα χρηματοδοτηθούν από τις περικοπές των συντάξεων των χηρών, των ορφανών και των αναπήρων.