Κλονίζεται η αξιοπιστία της Τουρκίας στη Δύση

Κλονίζεται η αξιοπιστία της Τουρκίας στη Δύση


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


Έχω επισκεφθεί, ιδιωτικά ή υπηρεσιακά, αρκετές φορές την Τουρκία, κυρίως τις τρεις μεγάλες πόλεις (Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα και Σμύρνη) όπως και την παραλιακή μικρασιατική χώρα. Όχι όμως και τα βάθη της Ανατολίας ή την περιοχή του Πόντου.

Οι περισσότερες πόλεις, βουνά και ποτάμια φέρουν ακόμη τις ελληνικές ονομασίες, άλλες αυτούσιες και άλλες παραφθαρμένες. Άραγε, από ανάγκη προσαρμογής στην τουρκική γλώσσα και προφορά ή σκόπιμα; Οποία διαφορά με την Κάτω Ιταλία, όπου πόλεις και κωμοπόλεις διατηρούν αναλλοίωτες τις ονομασίες, όπως ακριβώς και στην περίοδο της Μεγάλης Ελλάδας ή Magna Graecia. Τα παραπάνω γράφονται γιατί καταδεικνύουν πόσο αστόχαστος είναι ο τούρκος Πρόεδρος και οι ομοϊδεάτες του, όταν μιλάνε για το τουρκικό παρελθόν στον Μικρασιατικό Χώρο και για «Mavi Vatan» («Γαλάζια Πατρίδα»).

Οι Τούρκοι είναι απόγονοι ενός μογγολικού κατακτητικού λαού, ο οποίος από τα βάθη της Ασίας κινήθηκε δυτικά και εισέβαλε (στις αρχές του 11ου αιώνα) στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την οποία και κατέλυσε το 1453 με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και στη θέση της προέκυψε η δική τους Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί Τούρκοι, σε αντίθεση με τους Ρωμαίους, δεν επωφελήθηκαν από την πολιτιστική ανωτερότητα των Βυζαντινών Ελλήνων, με επακόλουθο στο κατακτημένο Βυζάντιο και στον ελλαδικό χώρο να πέσει βαθύ πολιτιστικό σκοτάδι. Ευτυχώς υπήρχαν τα μοναδικά σε κάλλος μνημεία της Αρχαίας Ελλάδας, που θύμιζαν το λαμπρό παρελθόν, και η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, χάρη στην οποία διασώθηκε η ελληνική γλώσσα.

Η σύγχρονη Τουρκία, διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οφείλει την ύπαρξή της, όσον αφορά την έκταση και τη γεωγραφική θέση που σήμερα κατέχει, σε τρεις βασικά παράγοντες. Στους ανταγωνισμούς μεταξύ των τότε μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, τη στρατιωτική αποφασιστικότητα και την πολιτική ευφυΐα του Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος εκμεταλλεύθηκε τις διαφορετικές επιδιώξεις και διαφορές μεταξύ τους, και οπωσδήποτε στα λάθη και στις διαμάχες μεταξύ Βενιζελικών και Φιλοβασιλικών, με τραγική συνέπεια τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εκτέλεση των έξι για εθνική προδοσία. Η ένταση που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με συνεχείς απειλές και προκλήσεις της Άγκυρας στο Αιγαίο και στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, με αμφισβητήσεις ακόμα και της ελληνικής κυριαρχίας νήσων και νησίδων, αποδίδεται από ορισμένους αναλυτές στην εκρηκτική προσωπικότητα του τούρκου Προέδρου, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αν λήξει η πολιτική του θητεία τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν άρδην. Πρόκειται, ασφαλώς, για υπεραπλουστευμένη ερμηνεία των διαθέσεων και προθέσεων της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας και όχι μόνο της σημερινής.

Άλλοι αναλυτές αποδίδουν την αυξανόμενη ένταση στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών στο γεγονός ότι η Τουρκία επιδιώκει, με κάθε μέσο, να μη μείνει αμέτοχη στην εκμετάλλευση των πλούσιων, ως λέγεται, ενεργειακών κοιτασμάτων σε φυσικό αέριο στο Αιγαίο. Κάποιοι άλλοι όμως προσθέτουν και μία άλλη εκδοχή, σύμφωνα με τη οποία οι φιλοδοξίες του Ερντογάν να καταστεί η Τουρκία μεγάλη περιφερειακή δύναμη είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν αν η Ελλάδα έχει τον αποκλειστικό έλεγχο του αιγαιακού θαλάσσιου χώρου και μέρους της Ανατολικής Μεσογείου. Και αυτές οι ερμηνείες, χωρίς να στερούνται κάποιας βασιμότητας, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική αλήθεια. Και αυτή δεν είναι άλλη παρά εκείνη της επιδίωξης –με καλά μελετημένα σχέδια– της αλλαγής του status quo στο Αιγαίο, που έχει καθιερωθεί με διεθνείς συμβάσεις και από το Δίκαιο της Θάλασσας. Το αποδεικνύουν τα γεγονότα και οι θέσεις των τουρκικών πολιτικών ηγεσιών και κυβερνήσεων που έχουν προηγηθεί κατά αρκετές δεκαετίες του καθεστώτος Ερντογάν.

Προς επιβεβαίωση θυμίζουμε την υπαναχώρηση της κυβέρνησης Ετσεβίτ από τη συμφωνία Καραμανλή – Ντεμιρέλ για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης όσον αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και ενώ η Ελλάδα είχε υποβάλει ήδη το συνυποσχετικό που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 49 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, προκειμένου να επιληφθεί και να εκδικάσει μία διαφορά.

Σημειώνεται, επίσης, ότι η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Συνθήκη της Γενεύης του 1958 για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία προβλέπει ρητώς ότι τα νησιά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και ότι τα σχετικά άρθρα συνιστούν εθιμικό δίκαιομ όπως έχει αποφανθεί και το Διεθνές Δικαστήριο, που ισχύει έναντι και όσων δεν την έχουν υπογράψει (erga omnes). Η Τουρκία δεν υπέγραψε ούτε τη Συνθήκη του Μο­ντέγκο Μπέι (1982) για το Δίκαιο της Θάλασσας, που επιβεβαιώνει ότι τα νησιά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα. Οι τουρκικές αντιπροσωπείες που συμμετείχαν και στις δύο διασκέψεις δεν κατόρθωσαν να πείσουν για το αντίθετο.

Η πολιτική συμπεριφορά του καθεστώτος Ερντογάν, με την υπέρμετρη φιλοδοξία να καταστήσει την Τουρκία μεγάλη περιφερειακή δύναμη, που αποκαλύπτεται και από τις πολιτικές που ακολουθεί με διείσδυση σε μακρινές περιοχές στη Βόρεια Αφρική, στον Καύκασο και στη Μέση Ανατολή, με παράλληλη στροφή της Τουρκίας προς τον Ισλαμισμό, έχει χαρακτηρισθεί ως νεο-οθωμανισμός. Το γεγονός αυτό προκαλεί τον έντονο προβληματισμό των δυτικών χωρών και οργανισμών για τις προθέσεις της Άγκυρας στις νέες διεθνείς πραγματικότητες.

Η δυσπιστία έναντι της Τουρκίας τόσο από πλευράς του ΝΑΤΟ όσο και από πλευράς της ΕΕ συνεχώς αυξάνει. Το ΝΑΤΟ δυσπιστεί για την αξιοπιστία της Τουρκίας ως σημαντικού εταίρου από τη στιγμή που ο Ερντογάν στρέφεται και συνεργάζεται με τη Μόσχα, υπογράφοντας συμφωνίες για προμήθεια των S-400, που αναιρούν το δυτικό οπλοστάσιο της Συμμαχίας, ενώ η ΕΕ μπορεί μεν, μέχρις ενός σημείου, να καταπίνει την καταπάτηση βασικών αρχών και αξιών της ΕΕ από το καθεστώς Ερντογάν, αλλά έχει ουσιαστικά αναστείλει και παγώσει τις διαπραγματεύσεις για την ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας.

Ωστόσο παραμένουν αλώβητες οι αντιλήψεις πολλών Δυτικών, οι οποίοι θεωρούν ότι η Τουρκία είναι ένας απαραίτητος και αναγκαίος εταίρος λόγω της γεωπολιτικής της θέσης, και ανομολόγητα τα οικονομικά συμφέροντα και οι επενδύσεις ισχυρών χωρών-μελών στην Τουρκία. Η Ελλάδα δικαίως αναδεικνύεται και αναγνωρίζεται ως ο πλέον αξιόπιστος εταίρος, τόσο ως νατοϊκή όσο και κοινοτική χώρα, και αυτήν την αυταπόδεικτη εκτίμηση οφείλει να την εκμεταλλευθεί και να την προβάλει η ελληνική διπλωματία προς όλες τις κατευθύνσεις.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ