Άννα-Μισέλ Ασημακοπούλου στο “Π”: 20 χρόνια ευρώ στην Ελλάδα: Απολογισμός και προκλήσεις
Της
ΑΝΝΑΣ-ΜΙΣΕΛ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ*
Περίπου δύο δεκαετίες πριν, την 1η Ιανουαρίου 2001, η Ελλάδα ήταν μεταξύ των πρώτων 12 κρατών-μελών που αποφάσισαν να ενταχθούν στην Ευρωζώνη, ικανοποιώντας τα «Κριτήρια του Μάαστριχτ». Σήμερα η Ευρωζώνη απαριθμεί 19 από τα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για την Ελλάδα η υιοθέτηση του ευρώ είχε στην πράξη, μεταξύ άλλων, τρία σημαντικά πλεονεκτήματα.
Πρώτον, η Ελλάδα απέκτησε ένα από τα ισχυρότερα και πιο σταθερά νομίσματα της παγκόσμιας οικονομίας, γεγονός το οποίο αναβάθμισε τη θέση της στο διεθνές οικονομικό και πολιτικό σύστημα, ενώ παράλληλα διευκόλυνε την πρόσβαση της χώρας στις διεθνείς χρηματαγορές. Εξάλλου, οι δύο γραμμές στο κέντρο του συμβόλου του ευρώ παραπέμπουν ακριβώς στη σταθερότητα του νομίσματος.
Δεύτερον, το ευρώ επιτάχυνε τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, διευκολύνοντας τις εμπορικές και επενδυτικές της συναλλαγές με τρίτες χώρες και επισπεύδοντας την εναρμόνισή της με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Οι επιχειρήσεις μπορούσαν να εισάγουν και να εξάγουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους γρηγορότερα και με μεγαλύτερη ασφάλεια, ενισχύοντας την ελληνική επιχειρηματικότητα στην Ευρώπη και προωθώντας την οικονομική μεγέθυνση. Επιπροσθέτως, τους δόθηκε η δυνατότητα δανεισμού με ευνοϊκότερους όρους, με σκοπό την αύξηση και τη βελτίωση της παραγωγής τους.
Τρίτον, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες μπορούσαν πλέον να ταξιδεύουν σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης χωρίς την ανάγκη μετατροπής συναλλάγματος και χωρίς τις καθυστερήσεις που αυτή επέφερε, έως τότε. Ταυτόχρονα, είχαν τη δυνατότητα να συγκρίνουν τις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών μεταξύ των καταστημάτων και των προμηθευτών των κρατών του ευρώ, στοιχείο που ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα εντός της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).
Μάλιστα, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, οι Έλληνες ξεχωρίζουν, ανάμεσα στα παραπάνω πλεονεκτήματα, την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και τη διευκόλυνση των διαδικτυακών (ή μη) αγορών, εντός της Ευρωζώνης, με ποσοστό θετικής γνώμης 82% και 85% αντίστοιχα.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το ενιαίο νόμισμα ενίσχυσε σημαντικά την ελεύθερη μετακίνηση αγαθών, υπηρεσιών, προσώπων και κεφαλαίων, προσφέροντας μεγαλύτερη ευκολία, ασφάλεια και αποτελεσματικότητα στην ενιαία εσωτερική αγορά και βελτιώνοντας τη θέση της χώρας εντός αυτής. Την ίδια στιγμή, το ευρώ αποτελούσε πλέον το δεύτερο ισχυρότερο νόμισμα μετά το δολάριο, αυξάνοντας την επιρροή που είχε η Ευρώπη στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι, εμπνέοντας περισσότερη εμπιστοσύνη στο διεθνές εμπόριο και συμβάλλοντας ουσιαστικά στη στρατηγική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παράλληλα, σε πολιτικό επίπεδο, το ευρώ, ως σύμβολο ευρωπαϊκής ενότητας, αποτελεί ένα πραγματικά ευρωπαϊκό επίτευγμα, με ιδιαίτερη σημασία τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Ελλάδα. Άλλωστε, το ίδιο το σύμβολο του νομίσματος («€») προέρχεται από το ελληνικό γράμμα «έψιλον», από το οποίο ξεκινά και η λέξη «Ευρώπη». Σήμερα αποτελεί πλέον μέρος της καθημερινότητάς μας αλλά και δομικό στοιχείο της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας.
Παρόλο που αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά και σταθερά νομίσματα, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση αλλά και η κρίση της Ευρωζώνης ανέδειξαν τα ελλείμματα στην ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, γεγονός που έπληξε σημαντικά τις χώρες του Νότου και ιδιαίτερα την πατρίδα μας. Με άλλα λόγια, παρά τη σημασία που είχε το νόμισμα σε πολιτικό επίπεδο, η κρίση φανέρωσε τη διάσταση μεταξύ των απόψεων των κρατών-μελών αλλά και την απόσταση που πρέπει να καλύψει η Ευρώπη στον τομέα της οικονομικής ενοποίησης. Η απόφαση για την ανάπτυξη ενός κοινού μηχανισμού στήριξης των κρατών της Ευρωζώνης αλλά και ενός συστήματος ενιαίας εποπτείας των ευρωπαϊκών τραπεζών επέφερε μεν το γνωστό και δυσανάλογο τίμημα που κλήθηκε να πληρώσει η χώρα μας την εποχή των Μνημονίων, σε τελευταία ανάλυση, όμως, έκανε το σύστημα διακυβέρνησης του ευρώ πιο ανθεκτικό και πιο αξιόπιστο, οδηγώντας στην ωρίμανσή του.
Η Ευρώπη απέδειξε –κατά την οικονομική κρίση αλλά και κατά την πρόσφατη υγειονομική– ότι μπορεί να κάνει σπουδαία βήματα προόδου μέσω της συνεργασίας και του διαλόγου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το πρόγραμμα Next Generation EU και τα Ταμεία Ανάκαμψης, τα οποία στοχεύουν πρωτίστως στην οικονομική ανάκαμψη από την πανδημία, τροφοδοτώντας τις επενδύσεις. Στην πράξη, δίχως το ευρώ αυτά δεν θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα.
Είκοσι χρόνια μετά την κυκλοφορία του νομίσματος στα κράτη-μέλη, το τελικό ισοζύγιο, κατά την εκτίμησή μου, παραμένει θετικό και σε αυτό συνηγορεί και η πλειοψηφία των Ελλήνων, αφού σχεδόν 3 στους 4, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, πιστεύουν πως η ένταξη στην Ευρωζώνη αποτελεί θετικό στοιχείο για τη χώρα. Το ζητούμενο και το μεγάλο ερώτημα για το μέλλον είναι πώς θα αντιμετωπίσει η Ένωση και τα κράτη-μέλη της τα επόμενα βήματα προς την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
* Η Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου είναι οικονομολόγος, νομικός και ελληνίδα βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Είναι Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου (INTA), μέλος της Ειδικής Επιτροπής Τεχνητής Νοημοσύνης στην Ψηφιακή Εποχή (AIDA), μέλος της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (IMCO), μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων (AFET), μέλος της Επιτροπής Ανάπτυξης (DEVE) και συμμετέχει στην Επιτροπή για το Μέλλον της Επιστήμης και της Τεχνολογίας (STOA).
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ