Fitch: Σταθερή η αξιολόγηση στο “BB” – Αναβάθμισε το outlook της Ελλάδας

Fitch: Σταθερή η αξιολόγηση στο “BB” – Αναβάθμισε το outlook της Ελλάδας

Αμετάβλητη στη βαθμίδα “ΒΒ” διατήρησε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας ο αμερικανικός οίκος αξιλόγησης Fitch, ενώ αναβάθμισε το outlook σε “θετικό” από “σταθερό”, σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιοποίησε αργά το βράδυ της Παρασκευής.

Η Fitch, ανοίγοντας τον κύκλο των αξιολογήσεων της χώρας μας για το 2022, επισημαίνει ότι η ισχυρή δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης και η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος θα στηρίξουν την ταχύτερη του αναμενόμενου μείωση του δημόσιου χρέους.

Παράλληλα, η έκθεση σημειώνει ότι οι ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα του ενεργητικού τους, μειώνοντας τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και ενισχύοντας τη δυνατότητά τους να παρέχουν χρηματοδοτικούς πόρους στην πραγματική οικονομία.
Η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα έχει ανακάμψει με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι ανέμενε η Fitch κατά την προηγούμενη αναθεωρημένη εκτίμησή της τον Ιούλιο του 2021. Ο οίκος εκτιμά ότι το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,3% το 2021 σε ετήσια βάση, αναθεωρώντας ανοδικά την πρόβλεψη για αύξηση 4,3%. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 9,5% στο πρώτο 9μηνο του 2021 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020, ενώ στο γ’ τρίμηνο το ΑΕΠ ήταν αυξημένο κατά 1% σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα του δ’ τριμήνου του 2019.


Σύμφωνα με το ρεπορτάζ από το capital.gr, o οίκος αναμένει ότι η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχιστεί το 2022, καθώς επιταχύνεται η αξιοποίηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ (NGEU)  και ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί περαιτέρω κατά 4,1%, ενώ παρόμοιος ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται και για το 2023. Οι επιχορηγήσεις που περιλαμβάνονται στο ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ανέρχονται σε περίπου 18 δισ. ευρώ (λίγο κάτω από το 10% του ονομαστικού ΑΕΠ του 2019), που θα εκταμιευθούν μέσα σε έξι έτη.

Βραχυπρόθεσμος κίνδυνος για την οικονομική δραστηριότητα της χώρας παραμένει εντούτοις η πανδημία. Τα κρούσματα κορονοϊού αυξήθηκαν στην Ελλάδα το φθινόπωρο, ενώ η εξάπλωση της μετάλλαξης Όμικρον προκάλεσε νέα έξαρση μολύνσεων. Η ελληνική κυβέρνηση έχει θέσει σε εφαρμογή ορισμένα περιοριστικά μέτρα που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα. Ο οίκος επισημαίνει ότι τυχόν καθυστερήσεις στην υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων που προβλέπει το ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν τις προβλέψεις του.

Ο συνδυασμός της ισχυρότερης του αναμενόμενου οικονομικής ανάπτυξης και της μείωσης του δημόσιου ελλείμματος λόγω της σημαντικής μείωσης της στήριξης στην οικονομία λόγω πανδημίας θα υποστηρίξει τη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, σημειώνει ο οίκος.

Η Fitch εκτιμά ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε στο 198,4% το 2021, από 206,3% το 2020 και προβλέπει ότι θα μειωθεί στο 190,3% φέτος και στη συνέχεια στο 185,3% μέχρι το τέλος του 2023.

Η Ελλάδα θα αποπληρώσει τα οφειλόμενα προς το ΔΝΤ δάνεια το 2022 και θα προπληρώσει τις δόσεις του 2022 και του 2023 των δανείων από τον Μηχανισμό Δανειακής Διευκόλυνσης, το πρώτο πρόγραμμα οικονομικής στήριξης για την χώρα που συμφωνήθηκε το 2010. Συνολικά, οι πληρωμές αυτές θα ανέλθουν σε 7,2 δισ. ευρώ (περίπου στο 3,8% του προβλεπόμενου ΑΕΠ) και ο οίκος εκτιμά ότι περίπου το ήμισυ από αυτές θα χρηματοδοτηθεί από τα ταμειακά διαθέσιμα. Η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στηρίζει τις συνθήκες χρηματοδότησης.

Τράπεζες

Οι μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να βελτιώνουν τους δείκτες ποιότητας του ενεργητικού τους μέσω τιτλοποιήσεων που υποστηρίζονται από το σχέδιο “Ηρακλής” και άλλες πωλήσεις χαρτοφυλακίου.

Η κυβέρνηση παρέτεινε το καθεστώς αυτό τον Απρίλιο του 2021 για επιπλέον 18 μήνες, έως τον Οκτώβριο του 2022, αυξάνοντας το πλαίσιο των εγγυήσεων που προσφέρονται για τις ενέργειες αυτές, τονίζει ο οίκος.

Το συνολικό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) μειώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια του 2021, σε 20,9 δισ. ευρώ το γ’ τρίμηνο του 2021, από 60 δισ. ευρώ έναν χρόνο νωρίτερα. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε στο 15% από 36,3% την ίδια περίοδο.

Η Fitch αναμένει ότι οι δείκτες ποιότητας του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα θα βελτιωθούν περαιτέρω φέτος, αν και υπάρχουν κίνδυνοι για νέες εισροές επισφαλών δανείων, ιδίως από πιο ευάλωτους δανειολήπτες που εξακολουθούν να επωφελούνται από μέτρα αναστολής ή από κρατική στήριξη.

Η αξιολόγηση “BB” της Ελλάδας αντικατοπτρίζει επίσης, σύμφωνα με την Fitch, τους ακόλουθους βασικούς παράγοντες-“κλειδιά” αξιολόγησης:

Η Ελλάδα έχει υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, το οποίο ξεπερνά κατά πολύ το αντίστοιχο διάμεσο των χωρών των βαθμίδων “BB” και “BBB”. Οι βαθμολογίες της στο πεδίο της διακυβέρνησης και οι δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης συγκαταλέγονται στους υψηλότερους μεταξύ των χωρών που δεν βρίσκονται σε επενδυτική βαθμίδα. Αυτά τα πλεονεκτήματα αντιρροπίζονται από τα – ακόμη – πολύ υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και τα πολύ μεγάλα αποθέματα δημόσιου και εξωτερικού χρέους.

Χρέος

Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε απότομα λόγω της πανδημίας και ο όγκος του θα παραμείνει πολύ μεγάλος για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Το 2023, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται να είναι ο δεύτερος υψηλότερος μεταξύ των χωρών ανά τον κόσμο τις οποίες αξιολογεί η Fitch και πάνω από 3 φορές μεγαλύτερος του προβλεπόμενου διάμεσου για τις χώρες με “BB” (που είναι 56% του ΑΕΠ).

Ταυτόχρονα, υπάρχουν ελαφρυντικοί παράγοντες οι οποίοι υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, κατά την άποψή του οίκου. Το απόθεμα ρευστότητας της Ελλάδας είναι σημαντικό (περίπου 18% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021). Ο δε ευνοϊκός χαρακτήρας του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού δημοσίου χρέους σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησής του είναι χαμηλό (η πρόβλεψη τόκων προς έσοδα για φέτος είναι 5,6%, σε σύγκριση με τη διάμεση πρόβλεψη για τις χώρες με “BB” στο 9,7%), ενώ και τα προγράμματα απόσβεσης είναι διαχειρίσιμα.

Η μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους είναι μεταξύ των μεγαλύτερων στον κόσμο, στα 20,5 χρόνια. Επιπλέον, ο μεγαλύτερος όγκος του χρέους υπόκειται ως επί το πλείστον σε σταθερό επιτόκιο, περιορίζοντας τον κίνδυνο από αυξήσεις επιτοκίων.

Τον Δεκέμβριο, η ΕΚΤ δήλωσε ότι, ενώ οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα σταματήσουν από τα τέλη Μαρτίου, η περίοδος επανεπένδυσης των ομολόγων που λήγουν θα παραταθεί κατά ένα έτος, έως το τέλος του 2024. Επιπλέον, η ΕΚΤ ανέφερε ότι οι επανεπενδύσεις του PEPP μπορούν να προσαρμοστούν σε περιόδους πίεσης της αγοράς και τα ελληνικά ομόλογα θα μπορούν να αγοράζονται και πέρα ​​από τα όρια του rollover.

Παρά την έντονη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, ο οίκος εκτιμά ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2021 θα μειωθεί ελάχιστα, στο 9,7% του ΑΕΠ από 10,1% το 2020, αρκετά υψηλότερα από το προβλεπόμενο διάμεσο των χωρών που βρίσκονται στη βαθμίδα BB, που είναι στο 5,2% του ΑΕΠ.

Η διατήρηση του ελλείμματος οφείλεται στη συνεχιζόμενη στήριξη που παρέχει η κυβέρνηση στον ιδιωτικό τομέα εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού, ύψους 15,6 δισ. ευρώ (8,7% του προβλεπόμενου ΑΕΠ του 2021). Η συνεχιζόμενη οικονομική ανάκαμψη, καθώς και η σταδιακή κατάργηση των μέτρων στήριξης λόγω πανδημίας, θα οδηγήσουν σε έντονη μείωση του δημόσιου ελλείμματος, στο 4,1% του ΑΕΠ. Ακόμη, ο οίκος αναμένει ότι θα ακολουθήσει και περαιτέρω πτώση του ελλείμματος το 2023, στο 2,9% του ΑΕΠ.

Τουρισμός

Οι αφίξεις τουριστών στην Ελλάδα αυξήθηκαν σημαντικά μετά τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων λόγω πανδημίας το β’ τρίμηνο του 2021, με τον αριθμό των αφίξεων το γ’ τρίμηνο του έτους να ανέρχεται περίπου στο 56% των συνολικών αφίξεων του 2019. Αυτό σημαίνει ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών για το 2021 θα είναι χαμηλότερο από ό,τι αναμενόταν τον περασμένο Ιούλιο (αναθεωρημένη εκτίμηση 4,4% του ΑΕΠ έναντι 5,7%).

Παράλληλα, η Fitch δεν αναμένει ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα βελτιωθεί τα επόμενα δύο χρόνια. Η ανάπτυξη με γνώμονα την εγχώρια ζήτηση θα συνεπάγεται ισχυρή αύξηση των εισαγωγών, αντισταθμίζοντας την ανάκαμψη των εξαγωγικών κλάδων, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού. Το καθαρό εξωτερικό χρέος έχει υποχωρήσει από την κορύφωσή του το 2020, αλλά παραμένει υψηλό (εκτίμηση για το 2021 λίγο κάτω από το 150% του ΑΕΠ σε σχέση με το διάμεσο των χωρών που βρίσκονται στη βαθμίδα “ΒΒ”, που είναι στο 18,4%).

Οι λόγοι μελλοντικής αναβάθμισης ή όχι της αξιολόγησης

Παράγοντες που συνολικά ή κατά μόνας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση της αξιολόγησής:

– Δημόσια οικονομικά: Σταθερή πτωτική πορεία του λόγου χρέους προς ΑΕΠ λόγω χαμηλότερων ελλειμμάτων, ισχυρής αύξησης του ΑΕΠ και σταθερά χαμηλού κόστους δανεισμού.

– Μακροοικονομικά: Βελτίωση της μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής δυναμικής και πορείας μετά το σοκ της πανδημίας, ειδικά αν στηρίζεται στην εφαρμογή του πλάνου για το Ταμείο Ανάκαμψης και σε δομικές μεταρρυθμίσεις.

– Διαρθρωτικά χαρακτηριστικά: Συνεχής πρόοδος στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των συστημικών τραπεζών, σύμφωνη με την επιτυχή ολοκλήρωση των συναλλαγών τιτλοποίησης και τις χαμηλότερες χρεώσεις απομείωσης που οδηγεί σε βελτίωση της παροχής πιστώσεων στον ιδιωτικό τομέα.

Παράγοντες που συνολικά ή κατά μόνας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποβάθμιση της αξιολογησης:

– Δημόσια οικονομικά: Αποτυχία μείωσης βραχυπρόθεσμα του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, για παράδειγμα λόγω υψηλότερων του αναμενόμενου ελλειμμάτων ή ασθενών οικονομικών επιδόσεων.

– Μακροοικονομικά: Επαναφορά δυσμενών σοκ στην ελληνική οικονομία που επηρεάζουν την οικονομική ανάκαμψη της χώρας ή τη δυνητική μεσοπρόθεσμη ανάπτυξή της.

– Διαρθρωτικά χαρακτηριστικά: Αρνητικές εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα που αυξάνουν τον κίνδυνο για τα δημόσια οικονομικά και την πραγματική οικονομία, μέσω της εδραίωσης ενδεχόμενων υποχρεώσεων στον προϋπολογισμό του κράτους και/ή της αδυναμίας χορήγησης νέων δανείων για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης.

Επόμενες αξιολογήσεις

Ο οίκος έχει προγραμματίσει τρεις αξιολογήσεις για την Ελλάδα φέτος, και καθώς η βαθμολογία του για την Ελλάδα είναι δύο σκαλοπάτια πριν το investment grade, η άνοδος κατά μία βαθμίδα φέτος είναι ένα πολύ ισχυρό ενδεχόμενο, με την επενδυτική βαθμίδα να τοποθετείται στο “τραπέζι” για το 2023, όπως είναι και ο στόχος της κυβέρνησης.

Μετά τη Fitch, οι επόμενες προγραμματισμένες αξιολογήσεις των οίκων για την Ελλάδα είναι οι εξής: Moody’s και DBRS στις 18 Μαρτίου, S&P στις 22 Απριλίου, δεύτερη αξιολόγηση της Fitch στις 8 Ιουλίου, η δεύτερη ετυμηγορία των Moody’s και DBRS στις 16 Σεπτεμβρίου, η τρίτη αξιολόγηση της Fitch στις 7 Οκτωβρίου και η δεύτερη αξιολόγηση της S&P στις 21 Οκτωβρίου.

Αξίζει να σημειώσουμε πως σύμφωνα με την JP Morgan οι πιθανότητες για αναβάθμιση της Ελλάδας από την Moody’s φέτος τοποθετούνται στο 90%, ενώ στο 75% τοποθετεί τις πιθανότητες ανάλογης κίνησης από τις S&P, Fitch και DBRS. Κατά την αμερικάνικη τράπεζα, η ισχυρή ατζέντα μεταρρυθμίσεων και το σταθερό πολιτικό τοπίο, αναμένεται να δώσουν συνέχεια στη θετική δυναμική αξιολόγησης με αξιοπρεπείς πιθανότητες να ανακτήσει η Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα από τουλάχιστον έναν οίκο αξιολόγησης μέχρι τα τέλη του 2022 ή τις αρχές του 2023.

Πηγή: capital.gr/ Στ. Κετιτζιάν – Γ. Δ. Παυλόπουλος – Μ. Παπαντωνόπουλος

 


Σχολιάστε εδώ