Εθνική στρατηγική και ελληνοτουρκικά στην προοπτική του νέου χρόνου

Εθνική στρατηγική και ελληνοτουρκικά στην προοπτική του νέου χρόνου


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι το έτος 2022 δεν θα είναι ένα ήρεμο έτος όσον αφορά τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Εν όψει εκλογών, ο Ερντογάν θα κάνει ό,τι μπορεί για να αναστρέψει το σημερινό πολιτικό κλίμα στην Τουρκία και να βελτιώσει τις εκλογικές του προοπτικές, χωρίς να υποθηκεύσει αυτό που θεωρεί ως στρατηγικό όραμα για την Τουρκία.

Ευτυχώς, η Ελληνική πλευρά, με τη βοήθεια και απρόσμενων εξωτερικών συγκυριών, βελτίωσε τη στρατηγική της θέση και το ισοζύγιο των εξοπλισμών. Αναφέρομαι, συγκεκριμένα, στη ματαίωση της παραλαβής των αεροσκαφών F-35 από την Άγκυρα, λόγω της αγοράς από τη Ρωσία των πυραύλων S-400, και στη Συμφωνία AUKUS, η οποία επέτρεψε την αγορά τελικά των Γαλλικών φρεγατών Belharra και την υπογραφή της διμερούς Ελληνογαλλικής Αμυντικής Συμφωνίας, με ρήτρα στρατιωτικής συνδρομής.

Η νέα Ελληνοτουρκική ισορροπία που διαμορφώνεται, ιδίως η νέα ισορροπία στον αέρα, δεν αφήνει πολλά περιθώρια στην Άγκυρα να υπολογίζει ότι μπορεί να αναλάβει κινήσεις στρατηγικού εκβιασμού από θέση ισχύος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχει το περιθώριο να συνεχίσει την πολιτική των πιέσεων και των προκλήσεων, στο πλαίσιο των πάγιων στρατηγικών της επιδιώξεων, όπως επίσης την προώθηση των στρατηγικών της στόχων στην Κύπρο.

Είναι προφανές ότι η Ελλάδα δεν έχει κανένα περιθώριο για χαλάρωση ή επιβράδυνση των εξοπλιστικών της προσπαθειών. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς ότι η Ελλάδα φάνηκε πολύ τυχερή στην περίπτωση των αεροσκαφών F-35. Εάν τα παρελάμβανε η Άγκυρα, η ισορροπία στον αέρα θα ανατρεπόταν πλήρως και η προηγούμενη πολιτική της εξοπλιστικής απραξίας θα πληρωνόταν πολύ ακριβά.

Υπάρχουν όμως και σήμερα κενά που πρέπει να καλυφθούν κατεπειγόντως. Το ένα είναι η καθυστέρηση της Ελλάδος στον τομέα των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, αντίθετα με την Τουρκική πρωτοπορία. Μέχρι την ανάπτυξη αντιστοίχων Ελληνικών ΜΕΑ πρέπει να εξευρεθούν τρόποι αποτελεσματικής αντιμετωπίσεως των Τουρκικών ΜΕΑ, που συνιστούν, με τις δυνατότητές τους, μια δεύτερη, φθηνή και πολυπληθή Αεροπορία. Επείγει η προμήθεια συστημάτων αντι-drones και συστημάτων επιθετικών ΜΕΑ, όπως, π.χ., τα Αμερικανικά Reapers.

Ένα δεύτερο σημαντικό κενό είναι η υστέρηση της Ελλάδος, έναντι της Τουρκίας, σε συστήματα βαλλιστικών πυραύλων. Το κενό αυτό μπορεί να καλυφθεί σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των νησιών του Αιγαίου ως αβύθιστων αεροπλανοφόρων. Ένα τρίτο μεγάλο κενό είναι η Ελληνική υστέρηση στον τομέα της πολεμικής βιομηχανίας, που συμπορεύεται με την ανάπτυξη νέων τακτικών και μεθόδων πολέμου και με την τεχνολογία. Κλασικό παράδειγμα είναι τα Τουρκικά ΜΕΑ. Η Άγκυρα κατόρθωσε όχι μόνο να κατακτήσει μια θέση μεταξύ των τριών πρώτων κορυφαίων του κόσμου στην τεχνολογία αυτή αλλά και να εισαγάγει, με βάση αυτά, καινοτομίες και νέες τακτικές πολέμου, που εφαρμόσθηκαν στο πεδίο της μάχης (Συρία, Λιβύη, Καύκασος).

Η Ελλάδα πρέπει να προωθήσει άμεσα τη δημιουργία ενός υφυπουργείου Αμυντικής Βιομηχανίας, υπό μία άξια ηγεσία, το οποίο να αναλάβει όχι μόνο την ανασύνταξη της υπάρχουσας αμυντικής βιομηχανίας αλλά και τη διαμόρφωση μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την ανάπτυξη της Ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας και τον συντονισμό της αμυντικής έρευνας και καινοτομίας. Η αμυντική βιομηχανία βρίσκεται πάντα στην αιχμή της τεχνολογίας, έχει διπλές εφαρμογές, στρατιωτικές και πολιτικές, και συμβάλλει ουσιαστικά στην τεχνολογική, βιομηχανική και γενικότερη ανάπτυξη μιας χώρας. Η σημερινή συγκυρία, που χαρακτηρίζεται από στρατηγικές συμμαχίες της Ελλάδος με χώρες που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αμυντική ανάπτυξη, προσφέρεται ιδιαίτερα για στρατηγικούς σχεδιασμούς συνεργασίας και συμπαραγωγών με τις χώρες αυτές και άλλες.

Κοντά όμως στους παραπάνω παράγοντες, που φαίνονται τεχνικοί, αλλά προσδιορίζονται και αυτοί από πολιτικές, είναι επίσης δύο άλλοι κατ’ εξοχήν πολιτικοί, η εθνική στρατηγική και εξωτερική πολιτική και η εσωτερική εθνική συνοχή και ασφάλεια, που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. Η εθνική στρατηγική και εξωτερική πολιτική είναι αυτή που αναλύει και αξιολογεί τις απειλές, τις ευκαιρίες και τις προοπτικές και διαγράφει τις ενδεικνυόμενες πολιτικές, τους στόχους και τις τακτικές. Η εθνική στρατηγική πρέπει να είναι σταθερή και σαφής, ώστε να στέλνει τα αναγκαία μηνύματα στο εξωτερικό και να πληροφορεί υπεύθυνα, να συνεγείρει, να ενώνει και να κινητοποιεί τον λαό και να χαλυβδώνει το λαϊκό φρόνημα.

Μερικές μέρες πριν, ο καθηγητής Ιωακειμίδης, εξέχον μέλος του γνωστού ΕΛΙΑΜΕΠ, προέβη σε δηλώσεις που αρμόζουν σε ανταποκριτή της Άγκυρας και όχι σε καθηγητή Ελληνικού Πανεπιστημίου, που σταδιοδρόμησε μάλιστα ως εμπειρογνώμων στο Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, με την προνομιακή εύνοια του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου. Ο κ. Ιωακειμίδης είπε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ανασχέσει την εξέλιξη της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη και ότι πρέπει γι’ αυτό να το παραδεχθεί και να επιδιώξει συνεργασία και συνεννόηση μαζί της στο πνεύμα δήθεν της περιβόητης συμφωνίας του Ελσίνκι του 1999. Αυτό που δεν μας λέει καθαρά ο κ. Ιωακειμίδης είναι σε ποιου την πλάτη, κατά πρώτο λόγο, θέλει η Τουρκία να γίνει μεγάλη. Προφανώς, στην πλάτη της Ελλάδος και της Κύπρου. Δεν μπορεί η Τουρκία να γίνει «μεγάλη», χωρίς ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου πρέπει να καταπατήσει, να συρρικνώσει ή να δορυφοροποιήσει την Ελλάδα και την Κύπρο.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Ιωακειμίδης προβαίνει σε δηλώσεις υπέρ μιας κατευναστικής και ενδοτικής πολιτικής. Με τις τελευταίες όμως δηλώσεις του υπερέβη κάθε όριο και, εφόσον είναι εξέχον μέλος του ΕΛΙΑΜΕΠ, το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι αν οι δηλώσεις αυτές εκφράζουν και το ΕΛΙΑΜΕΠ, το οποίο δεν θεώρησε σκόπιμο μέχρι τώρα να προβεί σε οποιαδήποτε δήλωση και να διαχωρίσει τη θέση του, εάν διαφωνεί με τον κ. Ιωακειμίδη. Το θέμα έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί η κυβέρνηση έχει εναγκαλισθεί το ΕΛΙΑΜΕΠ και έχει ορίσει τον πρώην Διευθυντή του Θάνο Ντόκο ως Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού.

Τη στιγμή που η Άγκυρα κλιμακώνει τις αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις της, θέτοντας τώρα, π.χ., θέμα κυριαρχίας και για τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, με πρόσχημα την καταγγελλόμενη στρατιωτικοποίησή τους, θα ήταν τραγικό η Ελλάδα να στέλνει μηνύματα τύπου Ιωακειμίδη. Είναι προφανές πού θα οδηγούσε μια τέτοια πολιτική και ότι θα υπονόμευε επίσης τις στρατηγικές συμμαχίες και τη γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας. Η χώρα πρέπει, αντιθέτως, να αξιοποιήσει τη σημερινή συγκυρία και τη σχετικά ισχυρότερη θέση στην οποία βρίσκεται για να κάνει βήματα προς την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της, που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Ένα τέτοιο ενδεικτικό βήμα θα ήταν π.χ., η επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια ανατολικά και νότια της Κρήτης. Όταν η Άγκυρα επιμένει στο αφήγημα της Γαλάζιας Πατρίδας και κλιμακώνει τις διεκδικήσεις της, η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμένει αδρανής και να αφήνει τον χρόνο να λειτουργεί σε βάρος της. Πρέπει να κινείται και, βήμα βήμα, να κάνει πράξη τα δικαιώματά της.

Ένας άλλος, πολύ σημαντικός παράγων είναι η εσωτερική εθνική συνοχή και η εσωτερική εθνική ασφάλεια. Ορισμένοι και μάλιστα πολιτικοί ιθύνοντες λησμονούν πού βρίσκεται η Ελλάδα, δίπλα δηλαδή σ’ έναν κακόβουλο και αρπακτικό γείτονα, που εργαλειοποιεί την παράνομη μετανάστευση στα ταραγμένα Βαλκάνια. Με ασύλληπτη στρατηγική μυωπία και ανευθυνότητα, αναδέχονται και εφαρμόζουν πολιτικές που επιτρέπουν την είσοδο και εγκατάσταση στη χώρα εκατομμυρίων αλλοφύλων και αλλοθρήσκων αλλοδαπών, τον αριθμό των οποίων αποκρύπτουν συστηματικά, για να μην προκαλείται ανησυχία και φόβος στην κοινή γνώμη. Διασπούν, με τον τρόπο αυτό, την εθνική συνοχή της χώρας και υπονομεύουν την εσωτερική της εθνική ασφάλεια.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής τα βλέπει κανείς στην τραγωδία που ζουν τα αγωνιζόμενα σήμερα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Το βλέπει στη μεταμόρφωση ολόκληρων λαϊκών συνοικιών της Αθήνας, αλλά και του κέντρου της πόλεως στην Ομόνοια. Το είδαμε προφανώς και στο Σύνταγμα, στην προκλητική συγκέντρωση των Πακιστανών για τον εορτασμό, εν μέσω πανδημίας, της Πρωτοχρονιάς. Η μαζική συγκέντρωση στο Σύνταγμα έδωσε την ευκαιρία στην κοινή γνώμη να πληροφορηθεί ότι ο αριθμός των Πακιστανών στην Ελλάδα υπερβαίνει ήδη το μισό εκατομμύριο.

Ποιος έδωσε το δικαίωμα στις Ελληνικές κυβερνήσεις των δεκαπέντε κυρίως τελευταίων ετών να πλημμυρίσουν την Ελλάδα με λαθρομετανάστες, τους οποίους θέλουν τώρα να καταστήσουν μόνιμους κατοίκους, για να επιλύσουν δήθεν το δημογραφικό πρόβλημα, και να δημιουργήσουν με αυτούς δεξαμενές νέων κομματικών ψηφοφόρων;

Πώς είναι δυνατόν, αντίθετα με το Σύνταγμα, Ελληνικές κυβερνήσεις να συμπράττουν για τον αφελληνισμό της Ελλάδος και την εγκατάσταση μαζικών Μουσουλμανικών πληθυσμών, προερχόμενων μάλιστα από χώρες που είναι στρατηγικοί σύμμαχοι της Άγκυρας, όπως το Πακιστάν;

Οι Ελληνικές κυβερνήσεις και τα κόμματα, ενεργώντας με πολιτική και ιδεολογική υποτέλεια, επέτρεψαν τη δημιουργία, εκ του μη όντος, ενός νέου μεγάλου εθνικού προβλήματος, που απειλεί τα θεμέλια και το μέλλον του έθνους μας. Μόνο, πλέον, ο Ελληνικός λαός μπορεί να σταματήσει αυτό το ανοσιούργημα που επιτελείται σε βάρος του.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ