Οι προκλήσεις για την Ελλάδα το 2022
-Η απρόβλεπτη, επιθετική Τουρκία, η αστάθεια σε Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειο, εν μέσω της νέας αντιπαράθεσης της Δύσης με την Κίνα και τη Ρωσία
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Απέναντι σε παλιά προβλήματα και νέες προκλήσεις βρίσκεται η ελληνική εξωτερική πολιτική στο κατώφλι του 2022, καθώς η πανδημία και η παγκόσμια οικονομική και κοινωνική κρίση που προκαλεί κάθε άλλο παρά οδηγεί σε άμβλυνση των ανταγωνισμών και των γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων, στις οποίες εμπλέκεται και η Ελλάδα.
Όσο κι αν οι τελευταίοι μήνες του 2021 χαρακτηρίσθηκαν από μια ήπια πορεία όσον αφορά τα θέματα που απασχολούν την ελληνική εξωτερική πολιτική, το επόμενο διάστημα, καυτά θέματα, όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία, η αναζωπύρωση των εθνικισμών στα Βαλκάνια και η ρευστή κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, έρχονται με ορμή στην ατζέντα..
Η Ελλάδα το 2021 έκανε μια σειρά από στρατηγικές επιλογές με στόχο να θωρακισθεί περισσότερο απέναντι, κυρίως, στην τουρκική απειλή. Οι αμυντικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ αλλά και τη Γαλλία, η οποία περιλαμβάνει και ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, η συμφωνία για την αγορά των γαλλικών φρεγατών και των Rafale, ο εκσυγχρονισμός των F-16 είναι κινήσεις που ενισχύουν την ελληνική αποτρεπτική ισχύ.
Όμως κανείς δεν πιστεύει, ειδικά στην Ελλάδα, ότι η επιλογή στην αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων μπορεί να είναι στρατιωτική. Και σε ό,τι αφορά τη διπλωματική – πολιτική αντιμετώπισή τους, είναι προφανές ότι όχι μόνο δεν έγινε κανένα βήμα μπροστά τη χρονιά που πέρασε, αλλά, αντιθέτως, σε επίπεδο ρητορικής και διατύπωσης νέων διεκδικήσεων από την Τουρκία βρισκόμαστε σε πολύ χειρότερη θέση από ό,τι στο παρελθόν.
Όσο μάλιστα οι εξελίξεις στην Τουρκία είναι απρόβλεπτες και η εσωτερική κρίση καθιστά τον Ταγίπ Ερντογάν –εν όψει των εκλογών του 2023– ακόμη πιο επικίνδυνο και φυσικά ελάχιστα πρόθυμο για συμβιβασμούς, είναι προφανές ότι το επόμενο διάστημα θα είναι εξαιρετικά δύσκολο και θα αναζητούνται δύσκολες ισορροπίες, με τα ελληνοτουρκικά να κινούνται σε λεπτή κλωστή.
Σε μια περίοδο που η Τουρκία δείχνει ότι είναι έτοιμη να συνομιλήσει ακόμη και με χώρες που είναι στρατηγικοί αντίπαλοί της, όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και χώρες με τις οποίες έχει παγωμένες σχέσεις εδώ και δεκαετίες, όπως η Αρμενία, είναι εντελώς αρνητική στην επίδειξη πνεύματος συμβιβασμού και συνεννόησης με την Ελλάδα και την Κύπρο, κάτι που δημιουργεί προβληματισμό. Και κυρίως περιορίζει τους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών.
Οι διερευνητικές επαφές έχουν παγώσει, όπως και οι συνομιλίες των εμπειρογνωμόνων για τη μείωση της έντασης σε στρατιωτικό επίπεδο. Οι αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι τακτικές, ενώ ένα νέο στοιχείο έχει προστεθεί στον ακήρυχτο πόλεμο του Αιγαίου, όπου πλέον, εκτός από τις συχνές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από τουρκικά μαχητικά, το τελευταίο διάστημα έχει προστεθεί και η χρήση των τουρκικών drones, τα οποία εισέρχονται βαθιά στον ελληνικό εναέριο χώρο, σε μια επίδειξη δύναμης εκ μέρους της Τουρκίας.
Το γεγονός μάλιστα ότι η Τουρκία έχει επιλέξει να επιβάλει στην ατζέντα το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου, το οποίο συνδέει με την ελληνική κυριαρχία επί των νησιών, αποτελεί ένα ακόμη τεράστιο εμπόδιο για την επανάληψη και προφανώς για την πρόοδο των διερευνητικών ή άλλου υψηλού επιπέδου επαφών μεταξύ των δύο χωρών.
Στο Μεταναστευτικό είναι προφανές ότι η Τουρκία, με τα τελευταία περιστατικά, όπου σαπιοκάραβα μεταφέρουν δεκάδες μετανάστες όχι πια προς τα νησιά, αλλά προς την ηπειρωτική Ελλάδα, θέλει να στείλει το μήνυμα ότι συνεχίζει να κρατά στα χέρια της το εργαλείο αυτό με το οποίο μπορεί να πιέσει την Ελλάδα, παρακάμπτοντας όλα τα μέτρα και τις αποτρεπτικές πολιτικές που έχει εφαρμόσει στον Έβρο και στα νησιά.
Καθώς το επόμενο διάστημα αναμένεται η αντίδραση της Τουρκίας στην απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας να προχωρήσει το ενεργειακό πρόγραμμα γεωτρήσεων και ερευνών στην κυπριακή ΑΟΖ, η Αθήνα θα βρεθεί μπροστά σε σοβαρά διλήμματα. Ακόμη κι αν είναι σε θέση να αποφύγει απευθείας εμπλοκή, θα είναι πολύ δύσκολο να μη στηρίξει τη Λευκωσία στην προσπάθειά της να κερδίσει την έμπρακτη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη με τη λήψη μέτρων εναντίον της Τουρκίας. Διότι η συνέχιση της πολιτικής του Ποντίου Πιλάτου έναντι της Άγκυρας αποτελεί ένα πολύ κακό πρότυπο και για τα ελληνοτουρκικά, καθώς δίνεται η εντύπωση της μόνιμης και διαχρονικής ασυλίας της Τουρκίας.
Από την άλλη πλευρά, η άρνηση των υποστηρικτών της Τουρκίας, με πρώτους τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους Ολλανδούς, να συναινέσουν σε μια χειροπιαστή αντίδραση απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα θα φέρει την Ελλάδα σε δύσκολη θέση, καθώς οφείλει να βρει τρόπους ώστε και οι εταίροι να έχουν κόστος από την επιλογή τους αυτή, πιθανόν με άρνηση της Ελλάδας να συναινέσει σε αποφάσεις που αφορούν τα δικά τους αποκλειστικά συμφέροντα.
Για την Ελλάδα είναι εξαιρετικά δύσκολη και η διαχείριση της κατάστασης στην Ανατολική Μεσόγειο και ειδικά σε ό,τι αφορά τη Λιβύη. Η αναβολή των εκλογών και το ρευστό πολιτικό σκηνικό στη χώρα κάθε άλλο παρά ευνοεί την ελληνική επιδίωξη να υπάρξει σύντομα σταθεροποίηση της κατάστασης, απαλλαγή από τις ξένες δυνάμεις και συγκρότηση μιας νέας κυβέρνησης, με την οποία θα μπορούσε να ξεκινήσει μία εκ του μηδενός συζήτηση για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών, με στόχο έτσι την –εκ της πλαγίας οδού– υπονόμευση του τουρκολιβυκού μνημονίου.
Στα Βαλκάνια, η αναζωπύρωση του αλβανικού και του σερβικού εθνικισμού δημιουργεί νέες εστίες έντασης, ενώ και πάλι η περιοχή γίνεται πεδίο ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Το όραμα της «Μεγάλης Αλβανίας», με τις ιδέες για την ομοσπονδιοποίηση, σχεδόν, Αλβανίας – Κοσόβου, και οι αποσχιστικές κινήσεις των Σέρβων της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, που κινδυνεύουν να τινάξουν στον αέρα το μόρφωμα που δημιουργήθηκε με τη Συμφωνία του Ντέιτον, προκαλούν ανησυχία στη διεθνή κοινότητα.
Η αστάθεια στη Βόρεια Μακεδονία, καθώς μετά την παραίτηση Ζάεφ υπάρχει αβεβαιότητα για την επιβίωση της νέας κυβέρνησης που θα σχηματισθεί από τον διάδοχό του στην ηγεσία του SDSM, αφήνει τη χώρα να πελαγοδρομεί στην οικονομική και στην πολιτική κρίση. Όσο τα Δυτικά Βαλκάνια μένουν περιθωριοποιημένα, τόσο στερείται και η Ελλάδα έναν κρίσιμο ζωτικό χώρο. Δυστυχώς, η κυβέρνηση έχει χάσει πολύ έδαφος με την υποβάθμιση της βαλκανικής πολιτικής της.
Σε ό,τι αφορά τα Σκόπια, ο φόβος της εσωκομματικής αντιπολίτευσης έχει οδηγήσει ουσιαστικά σε ύπνωση των σχέσεων, αφήνοντας έτσι ανοικτές τις εκκρεμότητες της Συμφωνίας των Πρεσπών. Όσο για την Αλβανία, αποδεικνύεται ότι η υποτιθέμενη σημαντική κίνηση του Έντι Ράμα να συναινέσει στην παραπομπή της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών στη Χάγη επρόκειτο περί μιας φούσκας, την οποία χρησιμοποίησε ο αλβανός πρωθυπουργός για να κερδίσει χρόνο και κυρίως να απαλλαγεί από τις ελληνικές αντιδράσεις σε θέματα που αφορούν τις διμερείς σχέσεις αλλά και τη μειονότητα.
Σε όλο αυτό το σκηνικό, η Ελλάδα έχει εμπλακεί και στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων με την πρόσδεσή της στο άρμα των ΗΠΑ, αποδεχόμενη έτσι και το δόγμα της Ουάσινγκτον για διαρκή αντιπαράθεση με Μόσχα και Πεκίνο, δύο χώρες με τις οποίες η Ελλάδα έχει παραδοσιακές σχέσεις. Μάλιστα έχει και οικονομικά συμφέροντα, καθώς είναι ενεργειακά εξαρτημένη από τη Ρωσία, σε ό,τι αφορά το φυσικό αέριο.
Οι επόμενοι μήνες δεν θα είναι καθόλου εύκολοι για την ελληνική διπλωματία και η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πρέπει επιτέλους να αντιληφθεί ότι ούτε με δημόσιες σχέσεις, ούτε με κινήσεις που στοχεύουν στην προσωπική προβολή, ούτε εξυπηρετώντας φίλια συμφέροντα ασκείται εξωτερική πολιτική. Και, κυρίως, απαιτείται βάθος, συνέπεια και συναίσθηση ότι η εξωτερική πολιτική δεν είναι κομματική, αλλά εθνική υπόθεση…