Γιώργος Κατρούγκαλος στο “Π”: Η εξωτερική πολιτική της χώρας το 2022
Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ
Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου,
Τομεάρχη Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Ζούμε σε έναν πολυπολικό κόσμο, όπου η αμερικανική ηγεμονία αμφισβητείται από την ανερχόμενη Κίνα, ενώ διατηρείται ο ενισχυμένος γεωπολιτικός ρόλος της Ρωσίας, ειδικά σε ορισμένες περιοχές, όπως στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή, όπου οι δυτικές επεμβάσεις και παρεμβάσεις έχουν αποτύχει.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει αποκτήσει αυτόνομη, ενιαία και στιβαρή εξωτερική πολιτική με αποτέλεσμα να μην μπορεί καν να συμβάλει στην ειρήνη και σταθερότητα της γειτονιάς της – στα Βαλκάνια, στη Μεσόγειο και ειδικά στο Κυπριακό ή στην Ουκρανία. Στα δυόμισι χρόνια διακυβέρνησής της η ΝΔ αποδυνάμωσε, αντί να ενισχύσει τον ρόλο της Ελλάδας ως πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή της. Εγκαταλείπει σταδιακά την πολυδιάστατη και ενεργητική εξωτερική πολιτική της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, επιστρέφοντας στην παραδοσιακή αντίληψη της ελληνικής Δεξιάς για τη χώρα ως «προκεχωρημένο δυτικό φυλάκιο», πέραν και ανεξαρτήτως σύγκλισης συμφερόντων. Αντί να αποτελέσει κεντρικό παράγοντα αναβάθμισης της ευρωπαϊκής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια επιλέγει την κινητικότητα γύρω από μια «νέα γεωγραφία εξωτερικής πολιτικής», που εμπλέκει την Ελλάδα στρατιωτικά σε συγκρούσεις πέρα από την περιοχή μας, σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις προτεραιότητες τρίτων.
Στέλνει μάχιμες δυνάμεις εκτός επιχειρήσεων διεθνών οργανισμών, για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο της Κορέας, στο Σαχέλ και στη Σαουδική Αραβία, όπου η κατάσταση επιδεινώνεται καθημερινά. Την ίδια στιγμή –σε μια έκρυθμη περίοδο για τις ΝΑΤΟ-ρωσικές σχέσεις– διακηρύσσει ότι η Αλεξανδρούπολη αποτελεί πια πρώτη γραμμή για τις αμερικανικές επιχειρήσεις στη Μαύρη Θάλασσα, με την εκεί εκχώρηση εγκαταστάσεων στις ΗΠΑ, ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός με συνέντευξή του στους «Financial Times» τονίζει την ανάγκη για περαιτέρω κυρώσεις στη Ρωσία. Αδιαφορεί τόσο για το μήνυμα Πούτιν περί εγκράτειας, που εκφράστηκε κατά την επίσκεψη Μητσοτάκη, όσο και για τις έντονες ανησυχίες που εκφράστηκαν από τον διπλωματικό σύμβουλο του ρώσου Προέδρου, Πεσκόφ…
Κυρίως, η κυβέρνηση δίνει έμφαση στην επικοινωνιακή διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής με κομματικά κριτήρια. Το μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο που αποκόμισε η χώρα από τη Συμφωνία των Πρεσπών δεν αξιοποιήθηκε ούτε στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων αλλά ούτε καν στις διμερείς σχέσεις με τη Βόρεια Μακεδονία. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να κινείται ενοχικά απέναντι στη Συμφωνία, την οποία τόσο δημαγωγικά είχε κατηγορήσει την περίοδο της διαπραγμάτευσης και της κύρωσής της. Δεν καθυστερεί απλώς να φέρει στη Βουλή τα τρία μνημόνια συνεργασίας που προωθούν τα εθνικά μας συμφέροντα (το ένα από αυτά αφορά την εναέρια κάλυψη της Βόρειας Μακεδονίας από την Αεροπορία μας), λόγω των ενδοκομματικών της αντιθέσεων και των αντιδράσεων της εθνικιστικής της πτέρυγας. Αρνείται να διοργανώσει Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας για τη σύναψη νέων συμφωνιών και αποφεύγει να πιέσει τη γειτονική χώρα για εφαρμογή της Συμφωνίας στη βάση οδικού χάρτη, ακόμη και σε κρίσιμα για τα εθνικά συμφέροντα ζητήματα, όπως η εξάλειψη του αλυτρωτισμού από τα σχολικά βιβλία ή τα εμπορικά σήματα.
Στα ελληνοτουρκικά η κυβέρνηση επικεντρώνεται σε μια λογική ανάσχεσης της Τουρκίας μέσω αξόνων, δημιουργώντας το παραπλανητικό επικοινωνιακό δίπολο «θωράκιση της Ελλάδας/απομόνωση της Τουρκίας». Με αυτόν τον τρόπο υπεραπλουστεύει τις σύνθετες περιφερειακές εξελίξεις της περιοχής μας και νομιμοποιεί την «ανάγκη συμμετοχής της χώρας σε κούρσα εξοπλισμών», όπως την περιέγραψε ο εισηγητής της ΝΔ, με τις δαπάνες για την άμυνα να φτάνουν το 3,5% του ΑΕΠ, υψηλότερες από οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΝΑΤΟ και κυρίως πέρα από τη λογική της επαρκούς άμυνας, που πρέπει πάντα να βασίζεται στις προτάσεις των επιτελείων, τον θεσμικό προγραμματισμό και τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας. Χωρίς να επιδιώκει την πίεση της Τουρκίας για να αποδεχθεί έναν ουσιαστικό διάλογο προσανατολισμένο σε λύση ή, έστω, σε πραγματική ύφεση, ακολουθεί τη λογική της αναβλητικότητας προηγούμενων περιόδων, να βάλουμε τα μεγάλα προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής στη γυάλα, για να τα παραλάβει ο επόμενος.
Και όμως, αυτή η συγκυρία, όπου η Τουρκία, δοκιμαζόμενη από την οικονομική κρίση, επιδιώκει να επανέλθει με νέους όρους στο διεθνές πλαίσιο και ευελπιστεί να έχει μια αναβαθμισμένη θετική ατζέντα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ήταν η κατάλληλη στιγμή για να προωθήσουμε ουσιαστικά τις εθνικές μας θέσεις, μέσω της ένταξής τους στο ευρωτουρκικό πλαίσιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είχε έγκαιρα υποβάλει συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς θα έπρεπε να προλάβουμε ενδεχόμενη κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας στην Κύπρο ή στο Αιγαίο. Είχαμε ζητήσει από την κυβέρνηση να συνδέσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ – Τουρκίας με τη δέσμευση της τελευταίας για προσφυγή στη Χάγη για τις θαλάσσιες οικονομικές ζώνες. Η Νέα Δημοκρατία, παρ’ όλα αυτά, συμφώνησε στο να δοθεί εντολή έναρξης διαπραγμάτευσης για νέα συμφωνία χωρίς να ζητήσει καμιά δέσμευση εκ μέρους της Άγκυρας.
Και σε άλλα επίπεδα έχουμε οπισθοδρόμηση. Πρόσφατα, για παράδειγμα, η ΝΔ τορπίλισε κοινή πρόταση νόμου, στην οποία είχαν συμφωνήσει σχεδόν όλα τα κόμματα, για τη συμμόρφωση της Ελλάδας με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με την πρόταση αυτή η χώρα μας θα γλύτωνε εκατομμύρια αποζημιώσεων, μιας και θα αρχειοθετούνταν αμέσως το 1/3 από τις ανεκτέλεστες αποφάσεις και θα έμπαιναν στο αρχείο 600 σχεδόν από τις εκκρεμείς. Το σημαντικότερο, θα ευθυγραμμιζόμασταν πλήρως με τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό. Είναι φανερό ότι η ακροδεξιά πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας δεν την αφήνει να αγιάσει ακόμη και στις περιπτώσεις που, εκούσα-άκουσα, είχε αρχικά δώσει τη συναίνεσή της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα συνεχίσει να ασκεί πατριωτική πολιτική αρχών στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, προσπαθώντας να υπάρξει εθνική στρατηγική και εθνικό μέτωπο. Οι τελικές αποφάσεις όμως πάντα αποτελούν προνομία και ευθύνη της κυβέρνησης, όχι της αντιπολίτευσης.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ