Βασίλης Ταλαμάγκας στο “Π”: Οι μουφτήδες και η τουρκική κινητικότητα

Βασίλης Ταλαμάγκας στο “Π”: Οι μουφτήδες και η τουρκική κινητικότητα

Του
ΒΑΣΙΛΗ ΤΑΛΑΜΑΓΚΑ


Η υπόθεση της αλλαγής του τρόπου ορισμού των μουφτήδων στη Θράκη αναμένεται να έρθει στην επικαιρότητα μετά και την ολοκλήρωση του έργου της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής υπό την προεδρία της πρώην υπουργού Εξωτερικών Ντόρας Μπακογιάννη.

Το πόρισμα της Επιτροπής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στρατηγικός Αναπτυξιακός Σχεδιασμός Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης», περιέχει σημαντικές προτάσεις και πρωτοβουλίες για την οικονομική και κοινωνική αναβάθμιση της ακριτικής περιοχής. Πέραν όμως των οικονομικών, υπάρχουν και κρίσιμα θεσμικά ζητήματα στη Θράκη, τα οποία περιλαμβάνουν τόσο τους μουφτήδες όσο επίσης τα βακούφια και την εκπαίδευση, σε μια εποχή που πληθαίνουν οι φωνές που μιλούν για κακοδιαχείριση της περιουσίας των μουφτειών, ενώ ήδη οι πρώτες αντιδράσεις στην εφαρμογή της σαρίας έχουν φτάσει στα ανώτατα δικαστήρια της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο μουφτής είναι ιερατικός βαθμός ειδικότερα του σουνιτικού κλάδου της μουσουλμανικής θρησκείας. Είναι ο ερμηνευτής του Κορανίου για την απόδοση δικαιοσύνης.

Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν τέσσερις, ουφτείες: Στο Διδυμότειχο, στην Κομοτηνή, στην Ξάνθη και στη Ρόδο. Ενώ στη Θράκη λειτουργούν τρεις μουφτείες και θα έπρεπε να υπάρχουν τρεις μουφτήδες, συνολικά υπάρχουν πέντε, εκ των οποίων οι τρεις είναι διορισμένοι από το ελληνικό κράτος και οι άλλοι δύο (στην τοπική κοινωνία αποκαλούνται και ψευδομουφτήδες) είναι εκλεγμένοι από τη μουσουλμανική μειονότητα, με μια διαδικασία όμως που τίθεται επισήμως εν αμφιβόλω και η κατάσταση δημιουργεί ένα φαύλο δίπολο.

Η πρώτη αναφορά που βρίσκουμε για την εκλογή μουφτή στην ελληνική επικράτεια είναι αυτή του εδαφίου 5 του άρθρου 11 της Συνθήκης των Αθηνών, όπου αναφέρεται: «Οι Μουφτήδες, έκαστος εν τη περιφερεία αυτού, θέλουσι εκλέγεσθαι υπό εκλογέων μουσουλμάνων». Πλην όμως, η συγκεκριμένη συνθήκη δεν αφορά άμεσα τη Θράκη, καθότι υπογράφηκε το 1913 – δηλαδή σε μια περίοδο που η Θράκη δεν ήταν μέρος της ελληνικής επικράτειας, αλλά τμήμα της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (η Τουρκική Δημοκρατία –ή απλά Τουρκία– ιδρύθηκε το 1923).

Εν συνεχεία έχουμε τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, η οποία όμως, αν και περιλαμβάνει ρητές διατάξεις για τις θρησκευτικές ελευθερίες των πληθυσμών που τέθηκαν σε ανταλλαγή, δεν έχει καμία αναφορά στο καθεστώς τοποθέτησης του μουφτή στις μουσουλμανικές κοινωνίες της Θράκης.

Έτσι, από το 1923 έως και το 1990 οι μουφτήδες αναλαμβάνουν και ασκούν τα καθήκοντά τους μέσω μιας άτυπης συμφωνίας της Ελληνικής Πολιτείας με τις μουσουλμανικές κοινότητες. Σύμφωνα με αυτήν, οι μουφτήδες εκλέγονταν από τους ηγέτες της μουσουλμανικής μειονότητας και ακολουθούσε η επικύρωση της εκλογής τους εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας, της οποίας αποτελούν δημοσίους λειτουργούς.

Το 1991, η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ψηφίζει τον ν. 1920/1991, με τον οποίο ορίζεται σαφώς και ρητώς ότι οι μουφτήδες της Θράκης θα διορίζονται από το ελληνικό κράτος με συγκεκριμένη διαδικασία.

Σε πρακτικό επίπεδο, ο διορισμένος μουφτής έχει μεγαλύτερη εξουσία, καθότι πρέπει να σημειώσουμε ότι οι όποιες αποφάσεις λαμβάνει ο μουφτής τίθενται σε ισχύ εφόσον επικυρωθούν από το Πρωτοδικείο. Αυτό σημαίνει απλά ότι οι αποφάσεις που προωθούνται εκεί προέρχονται μόνο από διορισμένους μουφτήδες, καθώς τα ελληνικά δικαστήρια δεν αναγνωρίζουν –προφανώς– τους ψευδομουφτήδες.

Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Θράκης είναι μια κοινωνική ομάδα με αυξημένο το θρησκευτικό αίσθημα, αν σκεφτεί κανείς ότι από τους 2.500 περίπου γάμους που έγιναν τα τελευταία χρόνια μόνο οι 700 ήταν πολιτικοί.

Αναφορικά με τους μουφτήδες, το πόρισμα της Επιτροπής αναφέρεται στην «ανάγκη σύστασης ενός Εισηγητικού Συμβουλίου, με καθαρά γνωμοδοτικό χαρακτήρα», το οποίο ουσιαστικά θα προτείνει στον υπουργό Παιδείας τους ικανότερους υποψηφίους για ορισμό στις θέσεις των τριών μουφτήδων της Θράκης (Ξάνθης, Κομοτηνής και Διδυμοτείχου).

Η ανάγκη εκσυγχρονισμού του ν. 1920/1991 έχει αναδειχθεί εδώ και καιρό. Δεν αποκλείεται, δε, να λάβει ακόμη πιο επείγοντα χαρακτήρα, με δεδομένη την ανησυχία που υπάρχει σε αρμόδιους κυβερνητικούς κύκλους για όσα ενδέχεται να συμβούν στην περίπτωση θανάτου του ψευδομουφτή Ξάνθης Αχμέτ Μέτε, ο οποίος πάσχει από καρκίνο και η κατάσταση της υγείας του κρίνεται εξαιρετικά σοβαρή.

Την τελευταία δεκαετία, η Ελληνική Πολιτεία έχει εξετάσει βήματα προς την πλευρά της προσαρμογής της νομοθεσίας με σκοπό την ευρύτερη συμμετοχή της μειονότητας στον ορισμό των μουφτήδων, λαμβάνοντας υπόψη όμως και τα προβλεπόμενα από το Ελληνικό Σύνταγμα (μη εκλογή) αλλά και όσα συμβαίνουν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική πλευρά δεν θέλει να δώσει πάτημα στους τουρκόφρονες κύκλους της μειονότητας για γενικευμένη αναταραχή με αφορμή το καθεστώς εκλογής του μουφτή. Η ελληνική πλευρά ποτέ δεν έχασε από τους χαμηλούς αλλά ξεκάθαρους τόνους απέναντι στους εξτρεμιστές και στους φανατικούς. Άλλωστε οι χαμηλοί τόνοι ακούγονται πιο σιγά, αλλά διαρκούν περισσότερο, ενώ οι υψηλοί τόνοι ακούγονται δυνατά, αλλά σβήνουν γρήγορα.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ