Παράλογες ενδοτικές εμμονές στο εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου

Παράλογες ενδοτικές εμμονές στο εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η ξεκάθαρη τοποθέτηση του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ερσίν Τατάρ, ότι η Τουρκοκυπριακή πλευρά δεν συζητά πάνω σε άλλη βάση από εκείνη των δύο κρατών και ότι δεν θα συμμετάσχει σε νέες συνομιλίες, παρά μόνο πάνω στη βάση αυτή, θα έπρεπε λογικά να φρονηματίσει την ηγεσία της Ελληνικής πλευράς και να την οδηγήσει στη μόνη λογική οδό, την οποία θα έπρεπε από πολύ καιρό πριν να ακολουθήσει. Μια πολιτική δηλαδή που δεν θα θεωρούσε ως δήθεν «λύση» την αναγνώριση της κατοχής και την υποταγή της Ελληνικής πλειοψηφίας στην Τουρκική μειοψηφία και μέσω αυτής στην Άγκυρα.

Η τελευταία χρησιμοποιούσε ως δόλωμα, από την επομένη της εισβολής, το εδαφικό, την ελπίδα δηλαδή επιστροφής εδαφών, για να παρασύρει την Ελληνική πλευρά σε διαδοχικές υποχωρήσεις στο λεγόμενο συνταγματικό θέμα, στο συ­νταγματικό δηλαδή καθεστώς της υποτιθέμενης «λύσεως».

Οι Τουρκικές προθέσεις και επιδιώξεις ήταν σαφείς από την αρχή. Επεδίωκαν την αναγνώριση και νομιμοποίηση των τετελεσμένων γεγονότων και «λύση» πάνω στη βάση αυτή, δύο «ίσων μερών», με Τουρκικές εγγυήσεις και παρουσία στο διηνεκές Τουρκικών στρατευμάτων. Για οποιαδήποτε ουσιαστική επιστροφή εδαφών έθεταν τέτοιους όρους, με τους οποίους δεν θα επερχόταν οποιαδήποτε βελτίωση της σημερινής καταστάσεως, αλλά αντιθέτως θα υποθηκευόταν η ελευθερία και η ανεξαρτησία και της ελεύθερης Κύπρου. Με μια τέτοια «λύση» ολόκληρη η Κύπρος θα ελεγχόταν στρατηγικά από την Άγκυρα, με ό,τι αυτό σημαίνει για το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού.

Με τη λογική όμως ότι οι διακοινοτικές συνομιλίες ήταν μονόδρομος και ότι θα έπρεπε να εξαντληθεί κάθε περιθώριο για την εξεύρεση συμβιβαστικής «λύσεως» συνεχίσθηκαν οι συνομιλίες αυτές, με νέες Ελληνικές παραχωρήσεις παρά την απροκάλυπτη Τουρκική αδιαλλαξία, που εκδηλωνόταν και με την υπονόμευση της συμφωνημένης, υποτίθεται, βάσεως των συνομιλιών. Η διζωνική ομοσπονδία ήταν Τουρκο-Βρετανικό εφεύρημα, το οποίο επεβλήθη στην Ελληνική πλευρά, επί Προέδρου Γιώργου Βασιλείου. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, η Τουρκική πλευρά είχε προχωρήσει ήδη το 1983 σε ανακήρυξη χωριστού, ανεξάρτητου «κράτους».

Μέσα στο αδιέξοδο αυτό διεφάνη στον ορίζοντα η ελπίδα ότι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να ανοίξει μια νέα προοπτική. Η συγκυρία ήταν εξόχως ευνοϊκή, γιατί η Αμερικανική πλευρά ασκούσε πιέσεις για τη μεγάλη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προς την Ανατολική και τη ΝΑ Ευρώπη, ώστε να παγιωθεί μια νέα γεωπολιτική τάξη, με την ένταξη στους Ευρω-Ατλαντικούς θεσμούς (ΝΑΤΟ και ΕΕ) των πρώην δορυφόρων της Σοβιετικής Ενώσεως. Το άνοιγμα προς Ανατολάς θα έπρεπε να αντισταθμισθεί μ’ ένα μικρότερο άνοιγμα προς τον Νότο, με την ένταξη της Κύπρου και της Μάλτας. Στο γενικό αυτό πλαίσιο, είχε συμφωνηθεί στις Βρυξέλλες η ένταξη των δέκα νέων χωρών να γίνει ομαδικά, ως πακέτο. Δεν θα χρειαζόταν δηλαδή ξεχωριστή επικύρωση της εντάξεως της κάθε χώρας από τα Κοινοβούλια των χωρών-μελών της ΕΕ.

Η Ελληνική πλευρά είχε στα χέρια της δυνατά διπλωματικά χαρτιά για να προωθήσει την ένταξη της Κύπρου. Κατά την περίοδο όμως αυτή η κυβέρνηση Σημίτη προωθούσε την περιβόητη πολιτική του Ελσίνκι, για την υποτιθέμενη λύση των Ελληνο-Τουρκικών προβλημάτων μέσα από τη μετατροπή τους σε Ευρω-Τουρκικά. Απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική αυτή ήταν η ανάληψη από την Ελλάδα πρωταγωνιστικού ρόλου για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στο πλαίσιο αυτό, οι διεξαγόμενες διακοινοτικές συνομιλίες στο Κυπριακό συνδέθηκαν με την προοπτική της εντάξεως της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την παράλληλη Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, στην οποία αποδόθηκε το 1999 το καθεστώς της υποψήφιας χώρας. Με προεξάρχουσα την Αμερικανική πλευ­ρά, συνδέθηκε δηλαδή η λύση του Κυπριακού με την ένταξη στην ΕΕ. Με απλά λόγια, με βάση το σενάριο αυτό, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο πόθος για ένταξη για να γίνει αποδεκτό το πικρό χάπι μιας απαράδεκτης «λύσεως» που θα ικανοποιούσε την Τουρκία. Με τη λογική αυτή και με ενεργό αλλά παρασκηνιακό πρωταγωνιστή τη Μ. Βρετανία, οι διακοινοτικές συνομιλίες οδηγήθηκαν στο λεγόμενο σχέδιο Ανάν, που ήταν η επιτομή των διαχρονικών Ελληνικών παραχωρήσεων και είχε ως βάση την περιβόητη διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα.

Η κυβέρνηση Κώστα Σημίτη, με υπουργό Εξωτερικών τον Γιώργο Παπανδρέου, άσκησε ασφυκτικές πιέσεις στον αείμνηστο Πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο, που είχε εν τω μεταξύ διαδεχθεί τον Πρόεδρο Γλαύκο Κληρίδη, να αποδεχθεί και να στηρίξει το σχέδιο Ανάν. Το τελευταίο το είχε διαπραγματευθεί ουσιαστικά ο προκάτοχός του Γλαύκος Κληρίδης. Επεστράτευσαν γι’ αυτό την κινδυνολογία ότι εάν απορριπτόταν το σχέδιο Ανάν θα ετίθετο σε κίνδυνο η ένταξη στην ΕΕ, παρά το γεγονός ότι η ένταξη είχε ουσιαστικά γίνει από τη Σύνοδο Κορυφής του Απριλίου του 2003 και απέμενε απλώς η επικύρωση της εντάξεως των δέκα μέχρι την 1η Μαΐου του 2004. Ο αείμνηστος Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος απέρριψε τις πιέσεις και με το περίφημο διάγγελμά του κάλεσε τον Κυπριακό λαό να πει όχι στο καταστροφικό αυτό σχέδιο, το οποίο κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και την υποκαθιστούσε με ένα μόρφωμα δύο ίσων μερών, που θα μετέτρεπε ολόκληρη την Κύπρο σε Τουρκικό προτεκτοράτο.

Η Κύπρος διεσώθηκε κυριολεκτικά από ένα ολέθριο σχέδιο από τον Πρόεδρό της, που συνόψισε την αντίθεσή του με την ιστορική φράση: «Παρέλαβα κράτος, δεν θα παραδώσω κοινότητα…». Τι θα έπρεπε να πράξει η Κύπρος την επομένη του δημοψηφίσματος του 2004 και της απορρίψεως του σχεδίου Ανάν; Θα έπρεπε να συνεχίσει την ίδια πολιτική του αειμνήστου Προέδρου Παπαδόπουλου και να χαράξει μια νέα στρατηγική πάνω στη βάση του κεφαλαιώδους γεγονότος ότι η Κύπρος, με όλο το νόμιμο έδαφός της, περιλαμβανομένων δηλαδή και των κατεχομένων, ήταν πλέον χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και δεσμευόταν από την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού συμβατικού δικαίου. Απορρίπτοντας το σχέδιο Ανάν, ο Κυπριακός λαός απέρριψε ταυτοχρόνως και τη βάση πάνω στην οποία στηριζόταν. Τη διζωνική δηλαδή ομοσπονδία με πολιτική ισότητα. Η νέα πολιτική και στρατηγική θα έπρεπε να έχει ως στόχο η λύση του Κυπριακού να γίνει πάνω στη βάση του Ευρωπαϊκού δικαίου. Θα έπρεπε επίσης να ενταθεί ο αγώνας κατά της Τουρκικής κατοχής Κυπριακού εδάφους, που ήταν πλέον και Ευρωπαϊκό.

Οι δυνάμεις όμως που είχαν προωθήσει το σχέδιο Ανάν ανέλαβαν παρασκηνιακό αγώνα για να ανατρέψουν αυτό το σκηνικό και αυτήν την προοπτική. Βρήκαν, δυστυχώς, ανταπόκριση και συνεργασία και σε δυνάμεις που συντάσσονταν στο παρελθόν με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και ήταν μέρος του κυβερνητικού συνασπισμού, επικεφαλής του ο­ποίου ήταν ο Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος. Οι δυνάμεις αυτές ήταν το ΑΚΕΛ. Η εύνοια του ξένου παράγοντα κατευθύνθηκε προς αυτό, γιατί μόνο αυτό μπορούσε τότε να διασπάσει το κοινό μέτωπο και να ματαιώσει ενδεχομένως την επανεκλογή Παπαδόπουλου και τη συνέχιση της πολιτικής του.

Στο πνεύμα αυτό, το ΑΚΕΛ διέσπασε πράγματι τον κυβερνητικό συνασπισμό και ο Γενικός Γραμματέας του Δημήτρης Χριστόφιας υπέβαλε αιφνιδίως υποψηφιότητα στις Προεδρικές εκλογές. Η τελευταία υποστηρίχθηκε από τον ξένο παράγοντα για να τεθεί εκποδών ο Πρόεδρος του ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν.

Η εκλογή Χριστόφια ανέτρεψε τις προοπτικές που είχε δημιουργήσει η απόρριψη του σχεδίου Ανάν και η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο νέος Πρόεδρος έκανε σύνθημά του την εξεύρεση «λύσεως» και εξήγγειλε θορυβωδώς την πολιτική «προσεγγίσεως» με τους Τουρκοκυπρίους ως βάση για την επίτευξη «λύσεως» στο Κυπριακό. Στο πλαίσιο αυτό, συμφώνησε, υποτίθεται σε κομματικό επίπεδο, με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ταλάτ το περίγραμμα μιας «λύσεως». Παρ’ όλ’ αυτά και τις νέες υποχωρήσεις, στις οποίες προέβη στις διακοινοτικές συνομιλίες, που είχαν επαναρχίσει, η προσδοκώμενη «λύση» δεν έγινε εφικτή, γιατί η Τουρκική πλευρά προέβαλλε συνεχώς νέους όρους και υπαναχωρούσε από τις δεσμεύσεις που είχε, υποτίθεται, αναλάβει.

Ο νέος Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, που διαδέχθηκε τον Δημήτρη Χριστόφια, ως γνωστός και φανατικός υποστηρικτής του σχεδίου Ανάν, συνέχισε την ίδια πολιτική και εγκλώβισε ακόμη πιο βαθιά το Κυπριακό σε μια αδιέξοδη και αυτοκαταστροφική πολιτική. Το περίεργο και παράδοξο είναι το γεγονός ότι η ηγεσία του σημερινού κυβερνώντος κόμματος ΔΗΣΥ, υπό την επιρροή του ξένου παράγοντα, συνέκλινε σε μια κοινή ουσιαστικά πολιτική στο Κυπριακό με την ηγεσία του ΑΚΕΛ.

Η κοινή αυτή πολιτική έφτασε στο σημείο να επιρρίπτει ακόμη ευθύνες και στον Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη για την αποτυχία της Πενταμερούς Διασκέψεως του Κραν Μοντανά, με το επιχείρημα ότι δήθεν ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών ήταν έτοιμος να παραιτηθεί από τις εγγυήσεις και ενδεχομένως και από τη μόνιμη παραμονή στην Κύπρο Τουρκικών στρατευμάτων, αλλά ο Πρόεδρος Αναστασιάδης δεν διαπραγματεύθηκε γιατί υπεστήριζε λύση δύο χωριστών κρατών.

Η αποκάλυψη των πρακτικών της Πενταμερούς του Κραν Μοντανά διέψευσε τους ισχυρισμούς αυτούς και επιβεβαίωσε το γνωστό, ότι υπεύθυνη για το ναυάγιο του Κραν Μοντανά ήταν και τη φορά αυτή, ως συνήθως, η Τουρκική αδιαλλαξία.

Οι ηγεσίες όμως των δύο κομμάτων, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, αντί να συνετισθούν από τα όσα απεκαλύφθησαν και την απροκάλυπτη διεκδίκηση από την Τουρκική πλευρά δύο «ίσων» χωριστών κρατών, κινητοποιούνται πάλι και θορυβούν για επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών για την προώθηση ενδιάμεσης στρατηγικής συμφωνίας, όπως συμβουλεύει από το παρασκήνιο ο Βρετανικός Παράγων. Το πιο ανησυχητικό είναι η συμμετοχή και του Προέδρου σ’ αυτήν τη νέα κινητικότητα για «συνομιλίες». Ο τελευταίος επανέφερε πρότασή του για Μέτρα Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), για να προλάβει, υποτίθεται, αρνητικές εξελίξεις στα Βαρώσια.

Η προοπτική ενδεχόμενης ανατροπής των σημερινών δεδομένων από τις Προεδρικές εκλογές του 2023 κινητοποιεί τους υπερμάχους μιας οποιασδήποτε «λύσεως» προς μια ενδιάμεση συμφωνία, η οποία θα προκατελάμβανε τις εκλογές του 2023. Οι ευθύνες του σημερινού Προέδρου, εάν συνέπραττε προς μια τέτοια κατεύθυνση, θα ήταν τεράστιες και ανεξιλέωτες.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: hellasjournal.com


Σχολιάστε εδώ