Η ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ ΒΡΑΒΕΥΕΙ ΤΟΝ ΝΙΚΟ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟ
Το βιβλίο του «Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω: 8+1 πολυτάραχες δεκαετίες»
αποσπά το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη.
Ο γνωστός συνταγματολόγος Νίκος K. Αλιβιζάτος τιμήθηκε
με το Βραβείο Δοκιμίου του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη
για το πρώτο του μη νομικό βιβλίο
Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω: 8+1 πολυτάραχες δεκαετίες.
Στις σελίδες του καταθέτει έναν προσωπικό απολογισμό με άξονα την πολιτική ιστορία της χώρας. Από τον Γράμμο έως τον Covid-19: οκτώ δεκαετίες με πετάγματα και εκτροχιασμούς, όλες ιδωμένες μέσα από ισάριθμες εικόνες που ο συγγραφέας ανακαλεί περισσότερο ως κεντρίσματα παρά ως μαρτυρίες. Από την επίσκεψη του Αϊζενχάουερ στην Αθήνα (1959), σε μια συνάντηση στο αεροδρόμιο του Ορλί (1979) και μια δίκη στο Στρασβούργο (1999), στις σελίδες του προσωπικού αυτού αφηγήματος παρελαύνουν, εκτός από πρόσωπα –λιγότερο ή περισσότερο γνωστά–, ιδέες και επιχειρήματα που τα συνδέει ένα νήμα: να προχωρήσουμε μπροστά, με μιαν Ελλάδα ευρωπαϊκή και ανοιχτή σε όλες τις μεγάλες προκλήσεις. Κάτι διόλου αυτονόητο σε μια χώρα που κάθε 15-20 χρόνια λες και βάζει στοίχημα με τον εαυτό της να πισωγυρίσει. Εξού και ο τίτλος, παράφραση κάποιου άλλου, πολύ γνωστότερου βέβαια, που επιλέχτηκε για να δείξει ότι κάπου, γύρω στο 2035, κάποια άλλη απότομη στροφή παραμονεύει.
Ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος εξηγεί πώς κατέληξε στη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου:
«Χωρίς την πανδημία είναι αμφίβολο αν θα καταπιανόμουν ποτέ να το γράψω. Ο καθένας μας, ασφαλώς, αντέδρασε διαφορετικά στον υποχρεωτικό εγκλεισμό και στις αλλαγές που αυτός επέβαλε στις καθημερινές μας συνήθειες. Κρίνοντας ωστόσο από πολλά βιβλία που κυκλοφόρησαν αυτόν τον καιρό, νομίζω ότι η αντίδραση όσων από μας συμπληρώσαμε κάποια ηλικία έχει κάτι το κοινό: μια διάθεση απολογισμού, ο οποίος στις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις γίνεται και αναστοχασμός. Σε αυτό το “κλίμα” εντάσσεται και το παρόν βιβλίο, με διαχρονικό πάντως άξονα την πολιτική ιστορία του τόπου».
Ν. Κ. Α.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
Για την υποδοχή του Άικ είχαμε πάει οικογενειακώς στο διαμέρισμα του θείου μου Δώρου Οικονόμου, σε μιαν από τις ωραιότερες πολυκατοικίες της Αθήνας, στη λεωφόρο Αμαλίας 6. Από τη βεράντα του τέταρτου ορόφου μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε πανοραμικά την πομπή να ανεβαίνει από την πύλη του Αδριανού προς το Σύνταγμα, με χιλιάδες κόσμου στα πεζοδρόμια να κρατούν ελληνικές και αμερικανικές σημαίες και να ζητωκραυγάζουν, ενώ λίγο πιο κάτω κοπέλες με παραδοσιακές στολές έραιναν με άνθη το αυτοκίνητο των επισήμων. […]
Από όλους τους παριστάμενους εκείνο το βράδυ με είχε εντυπωσιάσει η οικοδέσποινα. Η θεία μου η Μπάμπη, όπως όλοι τη φώναζαν, δεν ήταν μόνο πανέμορφη. Είχε μια βαθιά φωνή και ένα ζεστό βλέμμα, που, όταν σε κοιτούσε, δεν μπορούσες να το αποφύγεις. Με εντυπωσίασε πάντως ότι, ενώ ήταν παρούσα, δεν συμμετείχε σχεδόν καθόλου στις συζητήσεις. Κάποια στιγμή μάλιστα αποσύρθηκε στο δωμάτιό της, χωρίς να δώσει εξηγήσεις.
Τι να ’χε συμβεί; Πολλά χρόνια αργότερα και αφού η σκηνή επαναλήφθηκε σχεδόν με ταυτόσημο τρόπο και στην υποδοχή του στρατηγού Ντε Γκολ, το 1963 –τότε μας είπαν ότι η θεία Μπάμπη αρρώστησε ξαφνικά–, έμαθα από ακριτομυθίες περισσότερο παρά από «επίσημη» ενημέρωση την αλήθεια: Η Μπάμπη ήταν «αριστερή» και με βαριά καρδιά υπέμενε όλη αυτή την τελετουργία.
Για τη «βάπτισή» μου στα βαθιά νερά της διεθνούς πολιτικής εκείνη την περίοδο πολλά οφείλω σε μια προσωπικότητα με ασύγκριτη ακτινοβολία, που δέσποζε τότε στο παγκόσμιο στερέωμα: τον Τζον Φ. Κένεντι. Καλώς ή κακώς, έως τότε οι πολιτικοί για μένα έπρεπε να είναι γέροι. Διότι μόνον αυτοί είχαν τη σοφία να διαφεντεύουν τις τύχες του κόσμου. (Τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που μόλις είχε περάσει τα πενήντα τότε, δεν μπορούσα να τον δω ως νέο, ίσως λόγω του αυστηρού ύφους του.) Ο Κένεντι, αντιθέτως, ήταν νέος και ωραίος και, προπαντός, είχε μια νέα και πολύ όμορφη σύζυγο. […] Μαθαίνοντας ότι ο Κένεντι δολοφονήθηκε το φθινόπωρο του 1963, με πήραν τα κλάματα. Και, απ’ όσο θυμάμαι, στο σχολείο δεν ήμουν ο μόνος.
Το γραφείο μας το είχε ιδρύσει στην Κωνσταντινούπολη το 1895 ο εκ μητρός παππούς μου Μιχαήλ Θεοτοκάς. Το μετέφερε στην Αθήνα το 1923, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Με διεθνή προπάντων πελατεία στον Μεσοπόλεμο, κατάφερε να επιζήσει επί Κατοχής. Τον παππού μου διαδέχθηκε ο γιος του, δηλαδή ο Γιώργος Θεοτοκάς, και ένας Κωνσταντινουπολίτης παιδικός φίλος και μετέπειτα συμφοιτητής του στην Αθήνα, ο Αλέκος Καλοβιδούρης.
[…] Το 1982 ήρθε στο γραφείο μας ο Προκόπης Παυλόπουλος, κατά έναν χρόνο νεότερός μου, τον οποίο είχα γνωρίσει στο Παρίσι. Επρόκειτο για συστέγαση παρά για συνεργασία. Παρ’ όλα αυτά, αν και δεν αναλάβαμε μαζί παρά ελάχιστες υποθέσεις, του χρωστώ τη στροφή της δικηγορίας μου προς το δημόσιο δίκαιο. Πολύ πιο αποδοτική ήταν η συνεργασία μας στο πανεπιστήμιο, όπου διδάξαμε επί έξι χρόνια μαζί ένα από τα πιο απαιτητικά μαθήματα της σχολής, τις Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου (1990-1996). Καθώς ήμασταν και οι δύο ταυτόχρονα στην αίθουσα, «τσακωνόμασταν» ενώπιον των φοιτητών μας –καθόλου σκηνοθετημένα, σημειωτέον–, κάτι που νομίζω ότι οι τελευταίοι εκτιμούσαν ιδιαίτερα. Από τότε χρονολογούνται οι διαφωνίες μας για το Μακεδονικό και τα μειονοτικά της Θράκης. Εξού και τα καλά λόγια που ακόμη ακούμε από μεσήλικες πλέον πρώην φοιτητές και φοιτήτριες και ήδη συναδέλφους.
Ξεφυλλίστε ΕΔΩ τις πρώτες σελίδες και ακούστε ΕΔΩ το podcast όπου ο συγγραφέας και βιβλιοκριτικός Κώστας Β. Κατσουλάρης παρουσιάζει το βιβλίο και μοιράζεται σκέψεις και εντυπώσεις που του άφησε η ανάγνωσή του, ενώ ο ηθοποιός Στέλιος Μάινας διαβάζει αποσπάσματα.
Έγραψαν για το βιβλίο
«Το βιβλίο του Νίκου Αλιβιζάτου, διαρθρωμένο σε κεφάλαια ανά θεματικές δεκαετίες, θα μπορούσε να αποτελεί κλασική αυτοβιογραφία. Μέριμνα ωστόσο του συγγραφέα είναι η διατύπωση απόψεων και ο σχολιασμός. Με οξυδέρκεια, αυτογνωσία και κυρίως κοινωνική ευθύνη. Ένα βιβλίο που θα αφήσει στους αναγνώστες του, τωρινούς και μελλοντικούς, τη σφραγίδα του καιρού».
-Νένα Κοκκινάκη, diastixo.gr
«Οι μαρτυρίες για μια ιστορική περίοδο μπορεί να είναι δηλωτικές της εποχής ή, έμμεσα, του συγγραφέα τους· να παρουσιάζουν δηλαδή ιστορικό ή ψυχογραφικό ενδιαφέρον. Μπορεί όμως να είναι και καλά βιβλία. Το Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω του Νίκου Αλιβιζάτου είναι ένα πολύ καλό βιβλίο, και καλογραμμένο και καλοσυνάτο. Καλογραμμένο: υπάρχουν πολλά σημεία που διάβασα περισσότερες φορές παρασυρμένος από τη ροή και την ένταση του κειμένου. Καλοσυνάτο: για να παραφράσω τον Γκράμσι, συνταιριάζει την αισιοδοξία της βούλησης με την αισιοδοξία της γνώσης».
-Βασίλης Βουτσάκης, The Books’ Journal
«Σε τελευταία ανάλυση, ο Νίκος Αλιβιζάτος, είτε συμφωνείς σε κάποια μαζί του είτε διαφωνείς σε άλλα, ήταν και είναι ένας σημαντικός συνταγματολόγος, ένας από τους σημαντικότερους της γενιάς του, και τα βιβλία του αποτελούν πάντα εκδοτικό σταθμό».
-Γρηγόρης Αυδίκος, Η Εφημερίδα των Συντακτών
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Από το 1980 διδάσκει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου το 1992 εξελέγη καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου. Τακτικός συνεργάτης του Βήματος από το 1986 έως το 2000 και σήμερα των Νέων. Δικηγορεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου. Έχει γράψει μεταξύ άλλων: Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, 1922-1974 (Θεμέλιο, 1983, γ’ έκδ. 1996), Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική αναθεώρηση (Πόλις, 2001), Η βασιλική περιουσία στο Στρασβούργο (Α. Σάκκουλας, 2003), Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση; (Πόλις, 2013) και Πραγματιστές, δημαγωγοί και ονειροπόλοι (Πόλις, 2015).
Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία
978-618-03-2517-1