Επανεκκίνηση ή συντήρηση; – Οι ελληνορωσικές σχέσεις υπό το φως της πρόσφατης συνάντησης του έλληνα πρωθυπουργού με τον ρώσο Πρόεδρο

Επανεκκίνηση ή συντήρηση; – Οι ελληνορωσικές σχέσεις υπό το φως της πρόσφατης συνάντησης του έλληνα πρωθυπουργού με τον ρώσο Πρόεδρο


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


Πρόσφατα, ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στη Ρωσία, όπου συναντήθηκε με τον ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Η συνάντηση έγινε στο γνωστό θέρετρο Σότσι, στη Μαύρη Θάλασσα, χωρίς τη συμμετοχή και παρουσία άλλων πολιτικών προσώπων. Μια συνάντηση, όπως λέγεται, τετ-α-τετ. Οι ελληνορωσικές συναντήσεις κορυφής δεν σπανίζουν και ούτε γίνονται συμπτωματικά, όπως, π.χ., στο πλαίσιο των ετήσιων εργασιών της Γενικής Συνέλευσης των ΗΕ ή άλλων διεθνών οργανισμών.

Εκείνο που σπανίζει είναι η κατ’ ιδίαν συνάντηση χωρίς την παρουσία άλλων προσώπων, γεγονός που δηλώνει τον άκρως εμπιστευτικό χαρακτήρα των διαμειφθέ­ντων και ασφαλώς την μη δημοσιοποίησή τους. Είχε προηγηθεί βέβαια η συνάντηση του έλληνα αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη με τον ρώσο ομόλογό του Αλεξάντερ Γκρούτσκο στη Μόσχα, κατά την οποία συζητήθηκαν θέματα διμερούς συνεργασίας, όπως και διεθνούς ενδιαφέροντος. Το γεγονός ότι η συνάντηση και οι σχετικές συνομιλίες μεταξύ του έλληνα πρωθυπουργού και του ρώσου Προέδρου έγιναν τετ-α-τετ έτυχε πολλών και ποικίλων ερμηνειών και σχολίων. Το πιθανότερο είναι ότι θα έγινε μια εκ βαθέων εκτίμηση των διμερών σχέσεων, υπό το φως ευρωπαϊκών και διεθνών εξελίξεων, και ιδιαίτερα στην περιοχή μας, της συμπεριφοράς της Τουρκίας και του καθεστώτος Ερντογάν και της κατάστασης στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Η πορεία των ελληνορωσικών σχέσεων τα τελευταία χρόνια επηρεάσθηκε από την απέλαση των ρώσων διπλωματών επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ και υπουργίας Νίκου Κοτζιά, λόγω της ανάμειξής τους στα εσωτερικά της χώρας μας, με την παρότρυνση διαφόρων ατόμων και ομάδων για εναντίωση στη Συμφωνία των Πρεσπών. Η Μόσχα, ως συνήθως συμβαίνει στη διεθνή διπλωματική πρακτική, αντέδρασε με την απέλαση ισάριθμων ελλήνων διπλωματών που υπηρετούσαν στην ελληνική πρεσβεία της Μόσχας. Δεν ήταν όμως το μοναδικό επεισόδιο που επέδρασε δυσμενώς στην πορεία των ελληνορωσικών σχέσεων. Η Μόσχα δεν απέκρυψε την ενόχλησή της για το γεγονός ότι η τότε νέα κυβέρνηση της ΝΔ παραχώρησε στις ΗΠΑ νέες στρατιωτικές βάσεις –πέραν εκείνων της Σούδας– στην Κεντρική Ελλάδα και ιδιαίτερα στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, οι οποίες θεώρησε ότι είχαν αντιρωσικό χαρακτήρα. Στη συνέχεια, τα πράγματα σε ό,τι αφορούσε τις διμερείς σχέσεις εξομαλύνθηκαν και η Ρωσία ήταν από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την ΠΓΔΜ ή FYROM με τη νέα ονομασία «Βόρεια Μακεδονία», όπως συμφωνήθηκε και θεσπίστηκε με τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Η μονοήμερη επίσκεψη που πραγματοποίησε τον περασμένο χρόνο (25 Οκτωβρίου 2020) ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ εξέφραζε και την κοινή βούληση για επανεκκίνηση των ελληνορωσικών σχέσεων, που είχαν ατονήσει. Η ομαλοποίηση ανταποκρινόταν και στα αισθήματα των δύο λαών, καθώς εκτός της ομόδοξης, ορθόδοξης, πίστης τους συνδέουν μακραίωνοι ιστορικοί δεσμοί. Ανεξαρτήτως των ιστορικών παραδόσεων των δύο λαών, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα συνεργασίας, που καλύπτει τον οικονομικό, εμπορικό, πολιτιστικό, ακόμα και τον αμυντικό τομέα. Εξάλλου σημαντικός αριθμός ρώσων τουριστών επισκέπτεται ετησίως την Ελλάδα, κυρίως την περιοχή της Βόρειας Ελλάδας, όπως και το Άγιον Όρος. Μεταξύ των συχνών επισκεπτών και προσκυνητών είναι και ο ίδιος ο ρώσος Πρόεδρος.

Τα τελευταία χρόνια, οι σχέσεις Αθήνας – Μόσχας επηρεάσθηκαν και από άλλους παράγοντες, που οφείλονται είτε σε γενικότερες διεθνείς εξελίξεις είτε σε επιλογές της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής που επιδρούν δυσμενώς στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, ό­πως, π.χ., η συνεργασία της Ρωσίας με την Τουρκία… Η Ελλάδα είναι χώρα που μετέχει στη Νατοϊκή Συμμαχία και συγχρόνως είναι πλήρες κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πολύπειρη ρωσική διπλωματία γνωρίζει πολύ καλά ότι οι αυτές οι δύο ιδιότητες της Ελλάδος επιδρούν και στις σχέσεις της με τη Ρωσία, όπως και στη διαμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής.

Τις διμερείς διπλωματικές σχέσεις επηρεάζουν και οι επιλογές και η συνεργασία της Ρωσίας με την Τουρκία, την οποία δεν είχαμε διστάσει σε παλαιότερα άρθρα μας να χαρακτηρίσουμε ως «λυκοφιλία». Ορισμένες από τις επιλογές είναι βλαπτικές για την ελληνική αμυντική ικανότητα, όπως, π.χ., η προμήθεια σύγχρονου πολεμικού υλικού (S-400). Αντίστοιχα βλαπτική είναι και η ανοχή –και όχι μόνο– της Μόσχας για τις επεμβάσεις της Άγκυρας στον χώρο της Μέσης Ανατολής και στη Συρία, καθώς επέτρεψε στην Τουρκία να διεκδικήσει ρόλο περιφερειακής δύναμης στη Ανατολική Μεσόγειο και να εξάψει την τουρκική παραβατικότητα στο Αιγαίο. Είναι παραπάνω από βέβαιο ότι η συμπεριφορά και η μεγαλομανία του Ερντογάν δεν θα είχε προσλάβει τέτοιες διαστάσεις χωρίς την ανοχή και τη συνεργασία της Μόσχας. Η ρωσική διπλωματία προφανώς επωφελείται της εκβιαστικής συμπεριφοράς του τούρκου Προέδρου έναντι των ΗΠΑ και γενικότερα της Δύσης, για να διαβρώσει τη συνοχή του ΝΑΤΟ.

Όμως και ο Δυτικός Κόσμος δεν είναι άμοιρος ευθυνών για τη εν γένει συμπεριφορά του έναντι της Ρωσίας. Αν κρίνουμε από πολλές επιλογές και τοποθετήσεις έναντι της Ρωσίας, μοιά­ζουν να την εκλαμβάνουν ως διάδοχο της Σοβιετικής Ένωσης. Οι λόγοι προφανείς. Τα στρατηγικά συμφέροντα ιδίως από πλευράς των ΗΠΑ και ο ενεργειακός ανταγωνισμός, καθώς το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο –κατά την εκτίμηση εξειδικευμένων αναλυτών– μπορεί να καταστήσει την Ευρώπη όμηρο, ενεργειακά, της Ρωσίας.

Ο ανταγωνισμός στην παραγωγή αμυντικών όπλων υψηλής τεχνολογίας, στον οποίο η Ρωσία κατέχει υψηλή θέση, είναι ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία. Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ιστορική και πολιτιστική συμμετοχή της Ρωσίας και του ρωσικού λαού στον Δυτικό Κόσμο. Η Ελλάδα, χώρα ευρωπαϊκή και συγχρόνως βαλκανική και μεσογειακή, όπως τη χαρακτήριζε ο Ανδρέας Παπανδρέου, μπορεί να παίξει έναν εποικοδομητικό ρόλο στις συζητήσεις και αποφάσεις που λαμβάνονται στα νατοϊκά και κοινοτικά φόρουμ όσον αφορά τις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία. Και τούτο το έχει πράξει σε πολλές περιπτώσεις.

Μπορεί οι πολιτικές επιλογές της Ρωσίας, διαχρονικά, να μην έχουν ευνοήσει πά­ντοτε τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Όμως μεταξύ των δύο λαών υπάρχει αρχέγονη συμπάθεια και κατανόηση. Στην παρούσα περίοδο οι ελληνορωσικές σχέσεις, για τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω, μοιάζουν να βρίσκονται περισσότερο σε φάση συντήρησης παρά επανεκκίνησης για ενεργότερη συνεργασία.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: EUROKINISSI


Σχολιάστε εδώ