Χριστόφορος Βερναρδάκης στο “Π”: Τι είναι, τι δεν είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη και πώς αντιμετωπίζεται

Χριστόφορος Βερναρδάκης στο “Π”: Τι είναι, τι δεν είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη και πώς αντιμετωπίζεται

Του
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ
Πανεπιστημιακού – Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Α’ Αθηνών


Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι μια τυπική κυβέρνηση της κοινοβουλευτικής Δεξιάς. Δεν είναι καν μια τυπική κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Είναι η διοικητική καθοδήγηση ενός σκληρού μπλοκ οικονομικών συμφερόντων, που λειτουργεί με σχέδιο και απόλυτο συγκεντρωτισμό. Κεντρικός λειτουργικός πυρήνας της είναι η δομή του «επιτελικού κράτους», μέσω του οποίου εποπτεύεται η καθημερινότητα του νομοθετικού και διοικητικού ελέγχου των υπουργείων, της κεντρικής διοίκησης και της Βουλής.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι ο χώρος οργάνωσης της διαπλοκής μεταξύ οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και η διοικητική μορφοποίηση της εξάρτησης της δεύτερης από την πρώτη.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, τέλος, υποστηρίζεται από ένα πολύ δομημένο σύστημα τεχνικών κλιμακίων, που λειτουργεί διαμεσολαβητικά με τα διάφορα οικονομικά ή συντεχνιακά lobbies.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με άλλα λόγια, έχει οργανόγραμμα και καταμερισμό εργασίας που προσιδιάζει περισσότερο σε ανώνυμη εταιρεία παρά σε κυβέρνηση αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και αυτό συνιστά τη σημαντική της διαφοροποίηση από όλες τις άλλες κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης.

Για τον λόγο αυτό, οι κοινωνικές πιέσεις και τα αιτήματα βρίσκουν ελάχιστο χώρο εισόδου στο εσωτερικό της. Ακόμα και το κλασικό πελατειακό κόμμα της ΝΔ ελάχιστη επιρροή ή επίδραση μπορεί να έχει στο σύστημα διακυβέρνησης.

Παραδείγματος χάριν, κάθε άλλη κυβέρνηση, οποιουδήποτε χρώματος, θα επηρεαζόταν πολύ από τη γενική διαμαρτυρία που έχει προκαλέσει η διαχείριση της πανδημίας και θα επιχειρούσε διορθωτικές κινήσεις. Στην περίπτωσή μας, όχι μόνο δεν γίνεται κάτι τέτοιο, αλλά συνεχίζεται ακάθεκτη η εφαρμογή της στρατηγικής επιλογής να συρρικνωθεί όσο περισσότερο γίνεται το δημόσιο σύστημα υγείας υπέρ του ιδιωτικού τομέα. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι γιατί η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν νομοθετεί κατά λάθος, δεν έχει αστοχίες ή λαθεμένες εκτιμήσεις, έχει μια κεντρική στρατηγική ιδέα που την εφαρμόζει απαρέγκλιτα. Και η πανδημία δεν θα την έκανε –το αντίθετο μάλιστα– να αλλάξει γνώμη.

Κάθε άλλη κυβέρνηση, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, θα κλονιζόταν από την αποκάλυψη της μελέτης Τσιόδρα – Λύτρα, την οποία γνώριζε καιρό τώρα, ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός στη Βουλή δήλωνε ότι δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία. Θρασύτητα και άγνοια σε ένα πακέτο, αλλά ταυτόχρονα επίδειξη κυνισμού και μήνυμα ότι μπροστά στη στρατηγική στόχευση της αναδιάρθρωσης όλα είναι θεμιτά.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαφέρει λοιπόν από όλες τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις. Ακόμα και από εκείνη του πατρός Μητσοτάκη. Ίσως μόνο η κυβέρνηση Σημίτη, στην πολύ αρχική της μορφή, εμφάνιζε κάποιες αναλογίες, αλλά προφανώς και αυτή ακόμη απείχε πολύ από τον τύπο κυβέρνησης και διακυβέρνησης που έχει οργανώσει η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Η μορφή της σημερινής διακυβέρνησης ακολουθεί ένα πολύ καλά οργανωμένο από καιρό εγχειρίδιο. Επιχειρεί ακραίες αντικοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ίδιες με αυτές για τις οποίες πίεζε το ΔΝΤ την περίοδο των Μνημονίων, αλλάζοντας όμως όλο το εφαρμοστικό management. Στόχος είναι να κλειδώσει θεσμικά τις αλλαγές αυτές μέσα στο κράτος, να τις δεσμεύσει σε βάθος χρόνου, και αυτό το κάνει στεγανοποιώντας τους δημοκρατικούς και κοινοβουλευτικούς θεσμούς από την οποιαδήποτε επίδραση θα μπορούσαν να έχουν στις δημόσιες πολιτικές.

Η μορφή που παίρνει αυτός ο τύπος διακυβέρνησης ενισχύεται εμμέσως από ένα γενικό αίσθημα απαισιοδοξίας που κυριαρχεί σε μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας και ροπής πλέον σε αναζητήσεις ατομικών λύσεων επιβίωσης. Μια στρατηγική διάσταση του εγχειρίδιου Μητσοτάκη είναι ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια δεν πρέπει να λάβει συλλογική, δημόσια έκφραση, αλλά να παραμείνει ιδιωτική και ατομική. Και είναι γεγονός ότι μέχρι στιγμής η πολιτική αυτή αποδίδει καρπούς. Μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας, εξαντλημένα από τη μόνιμη λιτότητα, αποσύρονται από αυτό που αποκαλούμε δημόσια σφαίρα. Και αν η τάση αυτή εκφραστεί και εκλογικά, μόνος κερδισμένος θα είναι ο Μητσοτάκης και το σύστημα οικονομικής εξουσίας που κινείται γύρω απ’ αυτόν.

Απέναντι σε αυτές τις συνθήκες η μόνη πολιτική απάντηση που θα έπρεπε να αποκλειστεί είναι μια στρατηγική μεσαίου χώρου. Δηλαδή μια στρατηγική συναίνεσης με αυτήν την πολιτική, μια λογική που αντιπολιτεύεται απλώς διαχειριστικές ανεπάρκειες και «λάθη» και αποσκοπεί να αποσπάσει από τον αντίπαλο δήθεν δυσαρεστημένα κοινωνικά στρώματα.

Η στρατηγική αυτή θα προϋπέθετε ότι υπάρχει ένα μίνιμουμ δημόσιας συναίνεσης, ένα μίνιμουμ κοινωνικού συμβολαίου και πάνω σε αυτό μπορεί να υπάρξουν διαφοροποιήσεις πολιτικών. Κάτι τέτοιο όμως δεν υπάρχει. Στο παράδειγμα της Υγείας, πολιτική της ΝΔ είναι η ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα και η ιδιωτικοποίηση μεγάλου μέρους της κοινωνικής ασφάλισης, ενώ η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι καθολικό σύστημα δημόσιας υγείας και καθολικής κοινωνικής ασφάλισης. Στρατηγική μεσαίου χώρου σε αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να υπάρξει, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει κεντρικό κοινωνικό συμβόλαιο γύρω από το ζήτημα αυτό. Υπάρχει απλώς μια επιθετική στρατηγική του κεφαλαίου, που θέλει να ανατρέψει όλα τα προηγούμενα συμβόλαια της Μεταπολίτευσης. Το ίδιο ισχύει προφανώς σε όλα τα πεδία πολιτικής.

Στρατηγική μεσαίου χώρου σε τέτοιες συνθήκες σημαίνει ασαφείς για την κοινωνία διαχωριστικές γραμμές και επομένως τάσεις απομάκρυνσης από το δημοκρατικό κοινοβουλευτικό σύστημα και τη συλλογική δράση εκτεταμένων λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων, ιδιαίτερα της «νέας φτώχειας». Αντίθετα, ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης αυτού του τύπου διακυβέρνησης είναι η συγκρότηση ενός διακριτού και αντίπαλου κοινωνικού σχεδίου για όλα τα χειμαζόμενα κοινωνικά στρώματα. Δηλαδή, μια νέα εθνική κοινωνική συμφωνία εργαζομένων όλων των κατηγοριών και μεσαίων τάξεων της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας, ακόμα και μερίδων ανώτερων μισθωτών στρωμάτων, που διαισθάνονται τη βίαιη αναδιάρθρωση που επιχειρεί σε όλα τα πεδία το κεφάλαιο. Μια τέτοια αντίπαλη κοινωνική συμμαχία και ένα αντίπαλο πολιτικό πρόγραμμα για τη χώρα στο σημερινό καθεστώς μπορούν να διεκδικήσουν βάσιμα την επανένταξη στη δημόσια σφαίρα μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας που σήμερα έχουν αποσυρθεί.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ

 


Σχολιάστε εδώ