Άννα Ευθυμίου στο “Π”: Αύξηση του κατώτατου μισθού ως αντίβαρο για την ακρίβεια
Της
ΑΝΝΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ
Δικηγόρου με εξειδίκευση στο Εργατικό Δίκαιο,
Βουλευτού ΝΔ Α’ Θεσσαλονίκης
Η επέλαση του κύματος της ακρίβειας είναι δριμεία και αισθητή στις τσέπες των νοικοκυριών και ακόμη περισσότερο των πιο ευάλωτων. Κάτι που εύλογα αποτέλεσε βασικό μέρος της συζήτησης για την ψήφιση του προϋπολογισμού του 2022. Στόχος της κυβέρνησης, όπως διατυπώθηκε αρμοδίως, είναι η αύξηση του εισοδήματος των πολιτών και των νοικοκυριών με μόνιμα μέτρα. Ενδεικτικά αναφέρω τη μόνιμη μείωση φόρων και τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
Κομβικό μέτρο, κατά τη γνώμη μου, είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού. Η κυβέρνηση της ΝΔ προχώρησε σε συμβολική αύξηση του κατώτατου μισθού 2% από 1/1/2022. Ωστόσο, αυτό που είναι πολύ θετικό είναι η πρόσφατη εξαγγελία του πρωθυπουργού για νέα, πιο ουσιαστική, αύξηση του κατώτατου μισθού μέσα στο 2022.
Έχει εμπράκτως επιβεβαιωθεί ότι ο κατώτατος μισθός βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο των φτωχότερων, ενισχύει την ενεργή ζήτηση και επιστηρίζει ένα άλλο οικονομικό μοντέλο, που βασίζεται στην ανταγωνιστικότητα που προκύπτει από την αποτελεσματικότητα και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων και όχι στην ανταγωνιστικότητα που προκύπτει από τη συμπίεση του μισθολογικού κόστους.
Στις παραπάνω ευεργετικές επιπτώσεις του κατώτατου μισθού, ωστόσο, αντιτάσσεται ένα, κομβικής σημασίας, αντεπιχείρημα: Ο κατώτατος μισθός τείνει να μειώνει την απασχόληση, και ιδίως τις θέσεις εργασίας των χαμηλόμισθων.
Ωστόσο, το αντεπιχείρημα αυτό πλέον έχει στην πράξη αποδομηθεί. Τόσο όπως προκύπτει από τις σύγχρονες μελέτες και από τη σύγχρονη διεθνή βιβλιογραφία όσο και από τον πραγματικό κόσμο, ο κατώτατος μισθός δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα αύξησης της ανεργίας. Και αυτό διότι ο κατώτατος μισθός και η όποια αύξησή του θέτουν σε λειτουργία μια σειρά από μηχανισμούς προσαρμογής των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, οι οποίοι αντισταθμίζουν το ενδεχόμενο μείωσης της απασχόλησης. Τέτοιοι μηχανισμοί είναι ενδεικτικά η μείωση των οικειοθελών αποχωρήσεων (labour turnover), οι βελτιώσεις στην οργανωτική αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων, οι μικρότερες αυξήσεις σε υψηλόμισθους υπαλλήλους.
Επομένως, το μείζον ερώτημα είναι ποια θα πρέπει να είναι η βέλτιστη τιμή του κατώτατου μισθού, προκειμένου να ελαχιστοποιούνται οι τυχόν αρνητικές επιπτώσεις του και να μεγιστοποιούνται οι τυχόν θετικές επιπτώσεις του.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας, όπως η παρούσα, οι κοινωνικές ανισότητες οξύνονται και μάλιστα ακόμη περισσότερο υπό το καθεστώς της αύξησης της ενέργειας και των βασικών καταναλωτικών προϊόντων. Ως βουλευτής, σε συνέχεια της αρχικής τοποθέτησής μου στην Ολομέλεια της Βουλής, αρχές Ιουλίου, για την αναγκαιότητα αύξησης του κατώτατου μισθού, τοποθετήθηκα εκ νέου και στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2022. Η πρότασή μου αφορούσε τη γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού ως αντίβαρο στην ακρίβεια για τη στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και έγινε με δεδομένη τόσο την επιστημονική μου γνώση και εμπειρία από την εξειδίκευσή μου στο εργατικό δίκαιο όσο και τις ευοίωνες προοπτικές της οικονομίας, όπως αποτυπώνονται στον ρεαλιστικά αισιόδοξο προϋπολογισμό του 2022.
Μάλιστα, η σύγκριση της αναλογίας κατώτατου/μέσου μισθού διαφόρων χωρών της ΕΕ με τα ποσοστά ανεργίας των χωρών αυτών, όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία της Eurostat, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ύψος του κατώτατου μισθού ως αναλογίας του μέσου μισθού μιας χώρας και το επίπεδο ανεργίας –και ανεργίας των νέων– της χώρας δεν φαίνεται, εκ του αποτελέσματος, να συνδέονται μεταξύ τους. Το αυτό συμπέρασμα επιβεβαιώνεται και από τη σύγκριση της διαχρονικής εξέλιξης της σχέσης κατώτατου μισθού – ανεργίας σε μια χώρα όπως η Ελλάδα.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο κατώτατος μισθός σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν επηρεάζει τουλάχιστον αποφασιστικά την ανταγωνιστικότητα του κόστους όσο άλλες δυνάμεις και άλλες πολιτικές, όπως προκύπτει από τη σύγκριση του ύψους του κατώτατου μισθού ως αναλογίας του μέσου μισθού μιας χώρας και του επιπέδου του μοναδιαίου κόστους εργασίας της χώρας.
Βέβαια, αποτελεί πραγματικό γεγονός ότι ο κατώτατος μισθός, προφανώς, επηρεάζει το κόστος εργασίας των πιο χαμηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Ωστόσο, το κόστος εργασίας δεν είναι συνάρτηση μόνο του μισθού αλλά και του μη μισθολογικού κόστους. Για τον λόγο αυτό, θα ήταν επωφελής η υιοθέτηση πρακτικών περαιτέρω μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών για όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, με στόχο το κόστος εργασίας να είναι χαμηλότερο για τις χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, κάτι που αποτέλεσε και πρότασή μου στη συζήτηση του προϋπολογισμού. Εξάλλου, αυτό δεν αποτελεί καινοτομία, αλλά ήδη εφαρμόζεται σε χώρες της Ευρώπης, όπως στη Βρετανία.
Από την άλλη, βέβαια, αντίβαρο στην αύξηση του κόστους εργασίας αποτελεί το πραγματικό επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος, ιδίως των πιο ευάλωτων, θα καταβληθεί στην αγορά και θα ενισχύσει την κατανάλωση και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και αυτό θα επιστρέψει μέσω του ΦΠΑ στα δημόσια έσοδα.
Η κοινωνική δικαιοσύνη κρίνεται επιτακτικά αναγκαία να εφαρμοστεί από την ίδια την Πολιτεία, όταν οι οικονομικές συνθήκες που επικρατούν είναι αβέβαιες, εξαιρετικές και σε βάρος των πιο ευάλωτων. Έκφανση της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι και ο κατώτατος μισθός. Η κατά προτεραιότητα αύξηση του κατώτατου μισθού, όσο το επιτρέπει ο δημοσιονομικός χώρος, κατά την κρίση μου είναι αναγκαία και με θετικές συνέπειες τόσο στον οικονομικό όσο και στον κοινωνικό τομέα.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ