Άγγελος Συρίγος στο “Π”: Αποτίμηση εορτασμών των 200 ετών
Tου
ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΥΡΙΓΟΥ
Υφυπουργού Παιδείας για την Ανώτατη Εκπαίδευση,
Αν. Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής
στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Βουλευτή ΝΔ στην Α’ Αθηνών
Οι εορτασμοί και της πρώτης και της δεύτερης εκατονταετηρίδας από την Επανάσταση του 1821 υπήρξαν άτυχοι. Το 1921 εξελισσόταν η εκστρατεία της Μικράς Ασίας. Πώς να εορτάσεις όταν περισσότεροι από 200.000 άνδρες βρίσκονταν επιστρατευμένοι, όταν οι 80.000 μάχονταν στην πρώτη γραμμή του μετώπου, όταν το καλοκαίρι του 1921 η Στρατιά Μικράς Ασίας, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Σαγγάριου, έχανε το 1/3 της δυνάμεώς της;
Φέτος είχαμε να αντιμετωπίσουμε την πρωτοφανή πανδημία, που εξακολουθεί να απειλεί με κατάρρευση τα συστήματα υγείας αλλά και τις οικονομίες ολόκληρων κρατών. Ο εορτασμός της δεύτερης εκατονταετηρίδας εκ των πραγμάτων προσαρμόστηκε στις ανάγκες για προστασία από την πανδημία.
Παρά ταύτα, εκδηλώσεις έγιναν παντού, σε ολόκληρη τη χώρα και δεν περιορίσθηκαν στους συνήθεις τόπους εορτασμού ανάλογων γεγονότων, δηλαδή στα σχολεία και στον στρατό. Τον κύριο λόγο είχε η Επιτροπή «Ελλάδα 1821», υπό την αιγίδα της οποίας έδρασαν οι περισσότερες κρατικές οντότητες (όπως οι δήμοι και οι περιφέρειες). Παράλληλα, όμως, υπήρξαν και πάρα πολλές εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν από ιδιωτικούς φορείς σε ολόκληρη τη χώρα. Επίσης εντυπωσιακός ήταν ο αριθμός των σχετικών βιβλίων που εκδόθηκαν για το γεγονός. Καθ’ όλη τη διάρκεια των εορτασμών κατέστη σαφές ότι τα 200 Χρόνια δεν είναι μια απλή επέτειος ενός μεγάλου ιστορικού γεγονότος (όπως, επί παραδείγματι, τα 450 χρόνια από την –τεράστιας σημασίας για την εποχή της– Ναυμαχία της Ναυπάκτου, που όμως τιμάται μόνον σε τοπικό επίπεδο). Μιλά απευθείας στην καρδιά του Έλληνα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε αυτό το κλίμα δεν τόλμησαν να εμφανισθούν οι συνήθεις, κατά τα τελευταία χρόνια, αμφισβητήσεις των ιστορικών γεγονότων που συνδέονται με την εθνική μας αυτοσυνειδησία. Πρόκειται για τα γνωστά:
– «Δεν ήμασταν έθνος, έθνος γίναμε μετά το 1821» (παρότι το 1821 επαναστάτησαν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μόνον όσοι αισθάνονταν Έλληνες και όχι γενικώς οι χριστιανοί των Βαλκανίων).
– «Οι επαναστάτες προέβησαν σε γενοκτονίες, όπως η σφαγή της Τριπολιτσάς» (παρότι ξέρουμε ότι πολεμούσαν άνθρωποι που κουβαλούσαν τεσσάρων αιώνων δουλεία και γνώριζαν καλά, όπως φαίνεται και από το ίδιο το σύνθημα της επαναστάσεως «ελευθερία ή θάνατος», ότι ήταν αγώνας τελικής επιβιώσεως – ή θα νικούσαν και θα ελευθερώνονταν ή θα τους έσφαζαν οι Τούρκοι).
– «Δεν ελευθερωθήκαμε, αλλά μας απελευθέρωσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις με τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου» (παρότι δεν θα υπήρχε Ναυαρίνο, εάν δεν είχαν προηγηθεί περισσότερα από έξι χρόνια επαναστατικού βίου των Ελλήνων)
– «Αυτοί που πολεμούσαν δεν ήσαν Έλληνες, επειδή ήσαν Αρβανίτες» (παρότι στην Επανάσταση έλαβαν μέρος όσοι αισθάνονταν Έλληνες και ας μιλούσαν κάποιοι εξ αυτών αρβανίτικα ή βλάχικα –όπως ο Κωλέττης και ο Κασομούλης–, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους κατά μεγάλο ποσοστό αρβανιτόφωνους Σουλιώτες, που δεν έλειψαν από κανέναν αγώνα του ελληνικού έθνους μετά τον 18ο αιώνα)
Είναι ενδιαφέρον ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των εορτασμών δεν είχαμε ιδιαίτερα παρατράγουδα. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι αποφεύχθηκε η κακογουστιά, το κιτς. Ίσως εδώ έπαιξε τον ρόλο της και η πανδημία, που εμπόδισε την υπερβολή, που κατά κανόνα καταλήγει στην επιτήδευση.
Το πιο βασικό συμπέρασμα είναι ότι το 1821 συγκροτεί συλλογική μνήμη, αποτελεί ενοποιητικό σταθμό της κοινωνίας και του λαού μας και τονώνει τον πατριωτισμό και την εθνική συνείδηση. Το ελληνικό κράτος είναι το δικό μας κράτος. Είναι αυτό που έχτισαν οι πρόγονοί μας, ταπεινοί, απλοί και αγράμματοι ή ολιγογράμματοι άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους κτηνοτρόφοι (κατά κυριολεξία τσομπάνηδες), ψαράδες, γεωργοί και αγωγιάτες, «χωριάτες», όπως θα λέγαμε σήμερα. Αυτοί επαναστάτησαν εναντίον μιας πανίσχυρης αυτοκρατορίας και τη νίκησαν. Επί 100 χρόνια, τα παιδιά των αγωνιστών του ’21 (και δικοί μας προπαπούδες) προσπάθησαν να περιλάβουν στα όρια του ελληνικού κράτους, δηλαδή σε καθεστώς ελευθερίας, όλους τους Έλληνες. Τα μεγάλα όνειρα σπανίως ευοδώνονται στην ολότητά τους. Επί γενεές όμως, οι ελεύθεροι Έλληνες κυνήγησαν αυτό το όνειρο και σε μεγάλο βαθμό το κατάφεραν. Αυτή η ιστορική πορεία είναι καταγεγραμμένη στη λαϊκή μνήμη και είναι ζώσα και ισχυρή. Το κράτος –το οποίο συχνά βρίζουμε και ελεεινολογούμε– δεν παύει να είναι το δικό μας κράτος, που μας παθιάζει, μας ενοχλεί, μας ξεσηκώνει, μας εκνευρίζει. Είναι το κράτος που συγκροτήθηκε ως ο πολιτειακός φορέας ενός συγκεκριμένου πολιτισμού υπό συνθήκες ελευθερίας. Είναι ένα κράτος που (και τότε και τώρα) δεν μπορεί να είναι ουδέτερο έναντι της ελληνικής ταυτότητας των κατοίκων του.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ