Με πολλά μηνύματα και διεθνή προβολή η επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου Α’ σε Ελλάδα και Κύπρο
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Οι Ρωμάνοι, όπως αποκαλούνται οι κάτοικοι της περιοχής πρωτευούσης και οι Ναπολιτάνοι, διακρίνονται από τους άλλους συμπατριώτες τους Ιταλούς του Βορρά για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών τους για πολιτικούς και άλλες διασημότητες, μη εξαιρουμένων των Προκαθημένων της Καθολικής Εκκλησίας. Για να σταθούμε μόνο στους τρεις τελευταίους, τον Πάπα Ιωάννη – Παύλο τον αποκαλούσαν «Il Papa buono – o Πάπας ο καλός» για την αγαθότητα και την πραότητα του χαρακτήρα του.
Τον διάδοχό του Πάπα Βενέδικτο τον αποκαλούσαν «il Papa Tedesco – o Γερμανός Πάπας» για να δηλώσουν όχι μόνο την εθνικότητα αλλά και την αποφασιστικότητά του. Τον σημερινό Πάπα Φραγκίσκο Α’ τον αποκαλούν «il Papa dei poveri – ο Πάπας των φτωχών» για τη φροντίδα και το ενδιαφέρον που επιδεικνύει για τους φτωχούς, τους πρόσφυγες και γενικά τους κατατρεγμένους όλου του κόσμου.
Για τον σημερινό Πάπα –όπως αποδεικνύεται στην πράξη– δεν φαίνεται να έχουν άδικο. Το απέδειξε και κατά τη διάρκεια των πρόσφατων επισκέψεών του σε Κύπρο και Ελλάδα, όπου για δεύτερη φορά επισκέφθηκε τη Μυτιλήνη και τον προσφυγικό καταυλισμό στο Καρά Τεπέ. Ένα πενθήμερο εξαντλητικών μετακινήσεων και επαφών, και τούτο παρά το προκεχωρημένο της ηλικίας του. Τον συνόδευε ο γραμματέας της Επικρατείας, που αντιστοιχεί σε πρωθυπουργό, Καρδινάλιος Παρολίν, ένας διακεκριμένος κληρικός που επί σειρά ετών είχε υπηρετήσει στη διπλωματική υπηρεσία του Βατικανού.
Κατά τις προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο, τον πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, όπως και τον αρχηγό της αντιπολίτευσης κ. Αλέξη Τσίπρα, ξεχώρισαν μηνύματα και θέσεις θρησκευτικού, πολιτικού, κοινωνικού και ιστορικού περιεχομένου, που είχαν ευρεία απήχηση και μεταδόθηκαν από τα διεθνή ειδησεογραφικά δίκτυα.
Στη Λευκωσία και στην αντιφώνησή του προς τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς να κατονομάσει και να αναφερθεί ρητώς στην τουρκική εισβολή και στην παράνομη κατοχή του 1/3 σχεδόν της κυπριακής επικράτειας από τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής, αναφέρθηκε «στο τρομερό τραύμα που έχει υποστεί τις τελευταίες δεκαετίες η Κύπρος». Και πρόσθεσε: «Ας θρέψουμε την ελπίδα με τη δύναμη των χειρονομιών αγάπης αντί χειρονομιών δύναμης και επίδειξης ισχύος», τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη διεξαγωγής διαλόγου. Καμία, όμως, άμεση αναφορά στις αποφάσεις των ΗΗ για μία και αδιαίρετη Κύπρο.
Και στην αντιφώνησή του στην Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας μάλλον θα εξέπληξε η αναφορά στο θετικό για τα Βαλκάνια της Συμφωνίας των Πρεσπών. Οι εξοικειωμένοι με τη διπλωματία του Βατικανού δεν δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν το ενδιαφέρον της Καθολικής Εκκλησίας για τα Βαλκάνια, στα οποία εκτός των ορθόδοξων σλαβικών χωρών υπάρχουν και καθολικές αλλά και χώρες με ισλαμικούς πληθυσμούς.
Η ιστορική και θρησκευτική διάσταση των σχέσεων της Καθολικής Εκκλησίας και των καθολικού δόγματος Ελλήνων με την ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και την Ελλάδα εθίγη από τον Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο, ο οποίος κατά την επίσκεψη του Προκαθημένου στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, και στην ελλιπή συμμετοχή των ελλήνων καθολικών στον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας του 1821. Ο Πάπας Φραγκίσκος περιορίσθηκε να ζητήσει, ευθαρσώς, συγγνώμη, για ένα γεγονός όμως που ανάγεται στο ιστορικό παρελθόν.
Το κοινωνικό – πολιτικό στοιχείο εκφράσθηκε στη Μυτιλήνη, όπου ο Πάπας Φραγκίσκος και η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας επισκέφθηκαν το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης Προσφύγων. Το Προσφυγικό και το Μεταναστευτικό, επεσήμανε ο Πάπας, δεν είναι θέμα που αφορά μόνο τη Μέση Ανατολή, την Ανατολική και τη Βόρειο Αφρική αλλά όλη την Ευρώπη και ασφαλώς και την Ελλάδα, που αποτελεί πύλη εισόδου. Το Προσφυγικό, τόνισε, είναι θέμα ανθρωπιστικό και αφορά τους πάντες. Συγχρόνως, επισήμανε ότι στενώς εννοούμενα εθνικά συμφέροντα οδηγούν σε καταστροφικές συνέπειες.
Εξέφρασε και τη συμπαράστασή του προς την Ελλάδα, η οποία υφίσταται το μέγα βάρος του Προσφυγικού, τονίζοντας ότι μετά και την πρώτη επίσκεψή του στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Μυτιλήνης το 2016, μαζί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο, τα πράγματα σε σχέση με τη ροή των προσφυγικών κυμάτων ελάχιστα έχουν αλλάξει.
Οι σύγχρονοι Προκαθήμενοι της Καθολικής Εκκλησίας διαφέρουν από τους Πάπες του παρελθόντος. Κατά τον Μεσαίωνα και στη συνέχεια τα πρώτα χρόνια της Αναγέννησης, Πάπες αναδεικνύονταν γόνοι μεγάλων οικογενειών, που ελάχιστη πείρα διέθεταν και ελάχιστη επαφή είχαν με τις ευρύτερες λαϊκές μάζες. Με την ενοποίηση του ιταλικού κράτους (1870) και τις Συνθήκες του Λατερανού (Ι928), το Παπικό Κράτος έπαυσε να υφίσταται. Ο Προκαθήμενος της Καθολικής Εκκλησίας είναι ο θρησκευτικός πνευματικός ηγέτης ενάμισι και πλέον δισεκατομμυρίου πιστών. Αλλά και η πολιτική επιρροή στις καθολικές χώρες δεν είναι αμελητέα. Κυρίως μέσω των καλώς οργανωμένων καθολικών κοινωνικών θεσμών.
Η δεύτερη, σε χρονική απόσταση πέντε ετών, επίσκεψη του σημερινού Πάπα στην Ελλάδα δεν στερείται σημασιών. Μπορεί ο Πάπας να στερείται στρατευμάτων και άλλων συναφών μέσων του παρελθόντος, αλλά ο λόγος του εξακολουθεί να εισακούεται. Σε γενική εκτίμηση, η επίσκεψη σε Κύπρο και Ελλάδα κρίνεται θετική και επιπλέον επιβεβαιώνει την επιθυμία για προσέγγιση μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Της Ορθόδοξης και της Καθολικής, που αμφότερες αναφέρονται στον Χριστό και στη Χριστιανοσύνη.
Ατυχώς, δεν έλειψαν και αυτήν τη φορά αντίθετες φωνές ορισμένων ιεραρχών, οι οποίοι δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται ούτε το πνεύμα των καιρών αλλά ούτε να ακολουθούν τον λόγο του Χριστού.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ