Πληθωριστικές πιέσεις, άνοδος των επιτοκίων, επιστροφή του Συμφώνου Σταθερότητας – Με μία λέξη, «λιτότητα» – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η αρχική εκτίμηση του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου σε ΗΠΑ και ΕΕ, το οποίο ισχυρίζεται ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι παροδικές, εγκαταλείπεται και από τους πιο θερμούς υποστηρικτές της. Ήδη κύκλοι και υπηρεσίες της Κομισιόν, του ESM και της ΕΚΤ αφήνουν τη ρητορική της «πληθωριστικής παρένθεσης» και μιλούν για υψηλό πληθωρισμό σε ορίζοντα διετίας ή και τριετίας. Σε αυτό δεν συντείνουν μόνο τα στοιχεία για πληθωρισμό 4,9% στην Ευρωζώνη και 6% στη Γερμανία τον μήνα Οκτώβριο.
Τον βασικότερο ρόλο παίζει η επίμονη άνοδος των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και συνακόλουθα της ηλεκτρικής ενέργειας. Το πετρέλαιο εκτοξεύθηκε από τα 46 στα 67 δολάρια το βαρέλι και το φυσικό αέριο από τα 2 κοντά στα 4,5 δολάρια το κυβικό μέσα στο 2021. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τιμές θα ήταν πολύ ψηλότερες αν οι ΗΠΑ δεν είχαν ρίξει στην αγορά τα λεγόμενα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου που διατηρούν, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να συγκρατήσουν τις τιμές.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι αυτές οι εξελίξεις σηματοδοτούν αλλαγή πολιτικής από την πλευρά των κεντρικών τραπεζών, τόσο για τα επιτόκια όσο και για τις επαναγορές ομολόγων. Αλλαγές που θα έχουν σημαντικές συνέπειες για υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα. Συνέπειες που δεν περιορίζονται στην ακρίβεια, που βασανίζει ήδη τα λαϊκά στρώματα, αλλά επεκτείνονται και στο πεδίο της δημοσιονομικής λιτότητας. Με το τελευταίο θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.
Είναι γνωστό ότι το παρεμβατικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι αρνητικό από το 2014 και μετά. Δηλαδή, η Κεντρική Τράπεζα δανείζει τις εμπορικές τράπεζες της Ευρωζώνης με αρνητικό επιτόκιο (με άλλα λόγια τις πληρώνει και από πάνω). Αντίστοιχα αρνητική είναι και η απόδοση που καταβάλλει η Κεντρική Τράπεζα για την υπερβάλλουσα ρευστότητα των εμπορικών τραπεζών. Η πολιτική αυτή είχε σκοπό να ενθαρρύνει τις επενδύσεις και να επαναφέρει την οικονομική μεγέθυνση. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν συνέβη, αφού η κρίση καλά κρατεί και οι επενδύσεις είναι πολύ περιορισμένες. Η περιορισμένη οικονομική δραστηριότητα έβαλε με τη σειρά της πιέσεις στους κρατικούς προϋπολογισμούς και την εξυπηρέτηση ενός συνεχώς αυξανόμενου δημοσίου χρέους σε παγκόσμια κλίμακα. Έτσι η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων σύντομα συνοδεύτηκε από μεγάλα προγράμματα επαναγορών κρατικών ομολόγων σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Στην ΕΕ τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης οδήγησαν το δεκαετές ομόλογο του Γερμανικού Δημοσίου σε αρνητικά επιτόκια από τα μέσα του 2018 και μετά. Αντίστοιχα και τα επιτόκια δανεισμού των χωρών-μελών της Ευρωζώνης είτε περιορίσθηκαν σημαντικά είτε πέρασαν σε αρνητικό έδαφος. Αυτό ελάφρυνε σημαντικά το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους και διευκόλυνε τις χώρες της ΕΕ να χρηματοδοτήσουν ιδιωτικές ζημιές μέσα από το δημόσιο χρέος, το οποίο αυξήθηκε περαιτέρω.
Εξαίρεση αποτέλεσε φυσικά η Ελλάδα, η οποία λόγω της αποτυχίας των Μνημονίων δεν κατόρθωσε να αποκτήσει επενδυτική διαβάθμιση και τα ομόλογά της εξαιρούνταν από τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης. Όμως, ω του θαύματος, ήρθε η πανδημία και τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου έγιναν αποδεκτά, κατ’ εξαίρεση, από το πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ. Έτσι, τα δύο τελευταία χρόνια το Ελληνικό Δημόσιο δανείστηκε από τις αγορές 28 δισ. ευρώ επιπλέον, και σε χαμηλά επιτόκια, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Συγκεκριμένα, το δημόσιο χρέος (χωρίς να περιλαμβάνονται έντοκα γραμμάτια και repos) από 331 δισ. το 2019 έφτασε τα 359 δισ. ευρώ το 2021. Τα περισσότερα από αυτά τα χρήματα πήγαν στις επιστρεπτέες προκαταβολές και στη χρηματοδότηση των φοροαπαλλαγών που έκανε κατά κόρον η κυβέρνηση της ΝΔ. Μάλιστα ορισμένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όπως ο σύμβουλος του πρωθυπουργού κ. Πατέλης, ενθουσιάστηκαν τόσο από αυτές τις εξελίξεις που έσπευσαν να μιλήσουν για «χρυσή δεκαετία» της ελληνικής οικονομίας.
Δυστυχώς, όλα αυτά αποδεικνύονται φενάκη, αφού ο πληθωρισμός βάζει τέλος στα αρνητικά επιτόκια, ενώ θα περιορισθούν σημαντικά και οι επαναγορές ομολόγων από την ΕΚΤ. Η ιστοσελίδα Politico σε ρεπορτάζ με ημερομηνία 29/11, επικαλούμενη στέλεχος της ΕΚΤ, αναφέρει ότι στη συνεδρίαση του ΔΣ της τράπεζας στις 16/12/2021 θα τεθεί θέμα αύξησης του παρεμβατικού επιτοκίου και περιορισμού του προγράμματος επαναγορών ομολόγων λόγω πληθωρισμού. Παράλληλα, στην Κομισιόν και τον ESM υπάρχει πυρετώδης συζήτηση για τις διατάξεις του νέου Συμφώνου Σταθερότητας, που θα τεθεί σε ισχύ από 1/1/2023, ανεξάρτητα από την εξέλιξη της πανδημίας. Αυτή είναι άλλωστε και η προγραμματική δέσμευση της νέας γερμανικής κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων, σύμφωνα με το κείμενο-συμφωνία των τριών κομμάτων.
Για την Ελλάδα η όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης που σηματοδοτούν οι πληθωριστικές πιέσεις σημαίνει νέα όξυνση της λιτότητας. Η επάνοδος των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας οδηγεί σε συνεχή, εξαντλητικά πρωτογενή πλεονάσματα σε καθεστώς αυξημένων επιτοκίων, κάτι που σημαίνει πίεση για τον προϋπολογισμό του 2022, αλλά κυρίως για εκείνον του 2023. Όλα αυτά μάλιστα χωρίς να γνωρίζουμε το καθεστώς αποδοχής των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ μετά τον Μάρτιο του 2022, όταν και λήγει το πρόγραμμα PEPP. Έτσι, η καθιερωμένη, μηνιαία συνέντευξη Τύπου της κ. Λαγκάρντ στις 16/12/2021 αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον έπειτα από καιρό.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ