Ο Τουρκικός Στρατιωτικός κίνδυνος με την Τουρκία σε πολιτική και οικονομική κρίση

Ο Τουρκικός Στρατιωτικός κίνδυνος με την Τουρκία σε πολιτική και οικονομική κρίση


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Το καθεστώς Ερντογάν διέρχεται μια μεγάλη οικονομική κρίση, την οποία ο Τούρκος Πρόεδρος δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίσει με τα συνήθη μέσα που είχε στη διάθεσή του στο παρελθόν. Το κυριότερο όπλο του ήταν η υψηλή ανάπτυξη, που κατόρθωνε να διατηρεί, παρά τα συναλλαγματικά του προβλήματα, και στην οποία έδινε προτεραιότητα, αντίθετα με τις κλασικές συνταγές της οικονομικής θεωρίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «ξεροκέφαλη» επιμονή του στα χαμηλά επιτόκια, γιατί βλέπει σ’ αυτά τον αναγκαίο όρο για να διατηρήσει την πολιτική των μεγάλων έργων και του υψηλού ρυθμού αναπτύξεως. Το ποσοστό 9% αναπτύξεως που πέτυχε η Τουρκία το περασμένο έτος φαινόταν να δικαιώνει την ανορθόδοξη πολιτική Ερντογάν.

Τα πράγματα όμως άλλαξαν, ως αποτέλεσμα του υψηλού πληθωρισμού που συσσωρεύθηκε, της δραματικής μειώσεως των συναλλαγματικών εσόδων από τη συρρίκνωση των ξένων επενδύσεων και των πολιτικών περιπλοκών που δημιούργησε η μεγαλεπήβολη πολιτική Ερντογάν, με αναπόφευκτες οικονομικές συνέπειες. Το άνοιγμα της ψαλίδας δημιούργησε μια εκρηκτική κατάσταση, που δεν αντισταθμίζεται πλέον ούτε από τον αρκετά υψηλό ρυθμό αναπτύξεως (7%) και για τον φετινό χρόνο ούτε από επενδυτική βοήθεια και ανταλλαγή νομισμάτων (swap) από φιλικές χώρες.

Για πρώτη φορά, η οικονομία, που υπήρξε το δυνατό χαρτί Ερντογάν και συνέβαλε καθοριστικά στην άνοδο και στερέωση του καθεστώτος του, ανατρέπει σήμερα το πολιτικό σκηνικό και εκθέτει τον Ερντογάν από ήρωα και σωτήρα της Τουρκικής οικονομίας, που τριπλασίασε, σε 15 χρόνια, το Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα (ΑΕΠ) της Τουρκίας, σε μοιραίο πολιτικό άνδρα, που οδηγεί την Τουρκία σε οικονομική καταστροφή. Είναι άδηλο ακόμη πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα. Ο Ερντογάν επιβίωσε πολλές φορές από δύσκολες πολιτικές καταστάσεις στο παρελθόν. Η διαφορά με το σήμερα δεν είναι μόνο τα δυσθεώρητα οικονομικά μεγέθη που απαιτούν αντιμετώπιση. Είναι και οι συνέπειες των πολιτικών Ερντογάν, που πολλαπλασίασαν τις αντιφάσεις, τις επιφυλάξεις και την εχθρότητα πολλών παραγόντων, με τους οποίους είχε προηγουμένως ο Ερντογάν μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών και σχοινοβατικής ισορροπίας.

Ο Αμερικανικός παράγων δεν κρύβει την ανυπομονησία του να δει την έξοδο του Ερντογάν. Ο Ρωσικός παράγων κάλεσε στη Μόσχα τους Κούρδους της Συρίας, σε μια προφανή κίνηση δυσαρέσκειας, αν όχι οργής, για την πολιτική που ακολουθεί η Άγκυρα με την Ουκρανία και την Κριμαία. Η κατάσταση στη Λιβύη δεν φαίνεται τόσο άνετη για την Άγκυρα, μετά τη σχετική προσέγγιση της Αμερικανικής πολιτικής με τη Γαλλική και την προσέγγιση Γαλλίας και Ιταλίας.

Προκάλεσε εντυπώσεις και ερωτήματα η επίσκεψη στην Άγκυρα του Σεΐχη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και η υπογραφή συμφωνίας για επενδύσεις ύψους 10 δισ. δολ. Ιδίως αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι μια χώρα που κατατασσόταν από την Άγκυρα μεταξύ των πιο εχθρικών της χωρών. Είναι βέβαιο ότι η επίσκεψη αυτή δεν έγινε χωρίς Αμερικανική επίνευση και είναι μια κίνηση που αποσκοπεί σε μια ομαλή πολιτική μετάβαση στην Τουρκία, με το αζημίωτο, βεβαίως, για τα οικονομικά συμφέροντα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.

Η δύσκολη αυτή κατάσταση και ο γρήγορος εξοπλισμός της Ελλάδος, ύστερα από μια μακρά περίοδο Ελληνικής αδράνειας σ’ αυτόν τον τομέα, που έθρεψε τις Τουρκικές προσδοκίες ότι η Τουρκία θα βρισκόταν γρήγορα σε θέση ισχύος και θα μπορούσε να «λύσει» τα Ελληνο-Τουρκικά θέματα προς όφελός της με στρατηγικό εκβιασμό, ανατρέπουν τα δεδομένα. Πολλοί εκτιμούν ότι η Άγκυρα βλέπει στη σημερινή περίοδο, κατά την οποία δεν έχουν ακόμη παραληφθεί οι εξοπλισμοί που έχουν παραγγελθεί από την Ελλάδα, ένα παράθυρο ευκαιρίας. Σε συνδυασμό με την οξύτατη εσωτερική κρίση του καθεστώτος Ερντογάν, μπορεί να μπει σε πειρασμό να «προλάβει» την Ελλάδα με απόπειρα δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων, περιλαμβανομένων ερευνών και γεωτρήσεων στην Ελληνική ΑΟΖ.

Δυστυχώς για την Άγκυρα και ευτυχώς για την Ελληνική πλευρά, η σημερινή αεροναυτική ισορροπία δυνάμεων, ιδίως αν προσμετρήσει κανείς σ’ αυτή και τη Γαλλική αμυντική συνδρομή, με ό,τι αυτή μπορεί να σημαίνει, δεν επιτρέπει στην Άγκυρα τέτοια τολμήματα. Υπάρχουν όμως δύο τομείς στους οποίους η Άγκυρα έχει σαφώς πλεονεκτήματα υπεροχής και στους οποίους πρέπει κατεπειγόντως η Ελληνική πλευρά να δώσει ιδιαίτερη προσοχή, παίρνοντας τα αναγκαία μέτρα. Οι δύο τομείς είναι, πρώτον, τα μη επανδρωμένα αεροχήματα και, δεύτερον, οι βαλλιστικοί και άλλοι πύραυλοι κάθε είδους.

Η Άγκυρα έχει δώσει υψηλή προτεραιότητα στην ανάπτυξη μιας όσο το δυνατό μεγαλύτερης εθνικής αυτάρκειας στους εξοπλισμούς και έχει επιτύχει πολύ σημαντικά αποτελέσματα. Πολύ περισσότερο ακόμη, έχει προσπαθήσει να αναπτύξει, μαζί με τους νέους εξοπλισμούς, και νέα δόγματα στρατιωτικής τακτικής και μάχης με συνδυασμό διαφόρων τεχνολογιών. Αυτό το είδαμε κατ’ εξοχήν στα επιθετικά drones διαφόρων ειδών που ανέπτυξε. Τα δύο τελευταία, το «Ακιντζί» και το «Αλ Σουγκούρ», μπορούν να μεταφέρουν πολύ σοβαρό εξοπλισμό, περιλαμβανομένου του Τουρκικού πυραύλου Κρουζ τύπου «Σομ», που έχει βεληνεκές 240 χλμ. Μη επανδρωμένα αεροσκάφη του τύπου αυτού είναι πολύ επικίνδυνα και δεν πρέπει να υποτιμούνται. Η φθηνή και εγχώρια κατασκευή τους επιτρέπει τη δημιουργία μιας δεύτερης, μη επανδρωμένης Αεροπορίας, που θα συμπληρώνει την πρώτη και θα αναπτύσσει τακτικές κορεσμού με μεγάλο αριθμό πυραύλων, που θα προστίθενται σ’ αυτούς της τακτικής Αεροπορίας και άλλων εξεδρών εκτοξεύσεων πυραύλων.

Η Τουρκική πλευρά έχει αναπτύξει επίσης μικρά drones για άλλους επιχειρησιακούς σκοπούς, όπως επίσης περιφερόμενα πυρομαχικά. Η απάντηση μέχρι τώρα της Ελληνικής πλευράς δεν είναι επαρκής. Έχουν αναληφθεί πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη Ελληνικών drones. Αυτά όμως δεν θα είναι έτοιμα και επιχειρησιακά πριν από δύο χρόνια. Η Ελληνική πλευρά πρέπει να προμηθευθεί, κατεπειγόντως, ως ενδιάμεση λύση, ικανό αριθμό επιθετικών drones, ενδεχομένως από τις ΗΠΑ ή το Ισραήλ. Πρέπει επίσης να προμηθευθεί, κατεπειγόντως, συστήματα αντι-drones. Είναι ένα επικίνδυνο κενό στο Ελληνικό αμυντικό σύστημα, που πρέπει να καλυφθεί τάχιστα.

Ένα παρόμοιο κενό υπάρχει στον τομέα των βαλλιστικών πυραύλων, όπως αναφέρθηκε, αλλά και άλλων πυραυλικών συστημάτων. Η Ελληνική Αεροπορία απεφάσισε να προμηθευθεί μια σειρά πυραύλων που ενισχύουν καταλυτικά τις δυνατότητές της να εξαπολύσει πυραύλους και κατευθυνόμενες βόμβες εξ αποστάσεως. Οι νέες φρεγάτες του Ναυτικού θα εισαγάγουν επίσης νέα συστήματα στην αιχμή της τεχνολογίας. Γίνονται επίσης συζητήσεις για την εισαγωγή νέων συστημάτων και στον Στρατό Ξηράς, είτε με αναβαθμίσεις υπαρχόντων συστημάτων είτε με την προμήθεια νέων.
Παρ’ όλα αυτά, το κενό δεν καλύπτεται γιατί η Άγκυρα έχει αναπτύξει ένα ολόκληρο οπλοστάσιο βαλλιστικών πυραύλων, μικρού, μεσαίου και μεγάλου βεληνεκούς, το οποίο αντιπροσωπεύει έναν σοβαρό κίνδυνο για την Ελληνική πλευρά.

Αναπτύσσει επίσης συνεχώς νέους πυραύλους κάθε είδους, που φέρονται τόσο από την τακτική Αεροπορία όσο και από μη επανδρωμένα αεροσκάφη και ναυτικές μονάδες. Η Ελληνική απάντηση, σε μακροπρόθεσμη βάση, πρέπει να αναζητηθεί στο ίδιο επίπεδο της εθνικής έρευνας και αναπτύξεως, της αμυντικής δηλαδή βιομηχανίας. Τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για την ανάπτυξη μιας δομής έρευνας και αναπτύξεως πυραυλικής τεχνολογίας, προσαρμοσμένης στις Ελληνικές ανάγκες. Ο στόχος αυτός είναι εφικτός, εάν υπάρξει ο απαραίτητος στρατηγικός σχεδιασμός.

Μέχρι τότε, πρέπει να γίνουν καλά στοχευμένες αγορές για να καλυφθεί το υπάρχον κενό με μεταφορά ενδεχομένως τεχνολογίας. Η Ελλάδα διέρχεται μια κρίσιμη περίοδο και δεν πρέπει ούτε να αιφνιδιασθεί ούτε να βρεθεί απροετοίμαστη την απευκταία κρίσιμη ώρα.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ