Μάξιμος Χαρακόπουλος στο “Π”: Το πολωνικό μάθημα…
Του
ΜΑΞΙΜΟΥ ΧΑΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Προέδρου της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης,
Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής,
Βουλευτή Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας
Πρόσφατα, στα σύνορα Πολωνίας – Λευκορωσίας, επαναλήφθηκαν τα γεγονότα που ζήσαμε την άνοιξη του 2020 στα ελληνοτουρκικά σύνορα, στον Έβρο. Και στις δύο περιπτώσεις πρόσφυγες και μετανάστες επιχείρησαν με τρόπο μαζικό και παράνομο να εισέλθουν σε έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – στην Ελλάδα και στην Πολωνία αντιστοίχως. Και το 2020 και τώρα οι χώρες από τις οποίες γινόταν η απόπειρα «εισβολής», η Τουρκία και η Λευκορωσία, εργαλειοποίησαν τους μετανάστες για την επίτευξη αλλότριων στόχων. Η Άγκυρα, μάλιστα, είχε συμμετοχή και στην τωρινή επιχείρηση, καθώς οι μετανάστες ταξίδεψαν μέσω των αεροδρομίων της προς το Μινσκ. Άλλωστε η γειτονική χώρα είναι γνωστό πως κάνει διευκολύνσεις μετάβασης –καταργώντας ταξιδιωτικές θεωρήσεις και προσφέροντας φθηνά εισιτήρια– προς αυτήν, ως ενδιάμεσο σταθμό, σε οικονομικούς μετανάστες διαφόρων περιοχών, όπως της Αφρικής.
Ορθώς, η ΕΕ έδειξε ισχυρότατα αντανακλαστικά απέναντι στη νέα απειλή διασποράς κοινωνικού χάους. Οι εικόνες του 2015 και όσα συνέβησαν με την εισροή, μέσω Ελλάδος, άνω του 1 εκατομμυρίου μεταναστών και προσφύγων έχουν αφήσει μια ισχυρή ανάμνηση στους ευρωπαίους πολίτες. Η αλληλεγγύη προς την Πολωνία ήταν ομόθυμη, άμεση και έμπρακτη. Το μήνυμα του αδιαπέραστου των ευρωπαϊκών συνόρων έπρεπε να δοθεί με σθεναρό τρόπο και αυτό έγινε. Ιδιαίτερα αυστηρές υπήρξαν οι Βρυξέλλες και απέναντι στον Αλεξάντερ Λουκασένκο, τον… αιώνιο Πρόεδρο της Λευκορωσίας, που κυβερνά σχεδόν τρεις δεκαετίες. Ήδη, χωρίς ακόμη να έχει τελειώσει η ένταση στην περιοχή, εκατοντάδες μετανάστες, κυρίως από το Ιράκ, επιστρέφουν στην πατρίδα τους, αντιλαμβανόμενοι ότι όσα τους είχαν υποσχεθεί ή έντεχνα διαδώσει ήταν ψευδή.
Ωστόσο, τα γεγονότα της Λευκορωσίας μας δίνουν το δικαίωμα να κάνουμε και κάποιες διαπιστώσεις σχετικά με τη στάση της Πολωνίας αλλά και άλλων κρατών της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης που ανήκουν στην ΕΕ. Τα προηγούμενα χρόνια, όταν η Ελλάδα σήκωνε το βασικό βάρος των μεταναστευτικών ροών, πολλές από αυτές τις χώρες έδειχναν ελάχιστη διακοινοτική αλληλεγγύη. Συμπεριφέρονταν με γνώμονα αποκλειστικά το δικό τους συμφέρον, μη αποδεχόμενες να συνδράμουν στο ελάχιστο στον επιμερισμό του προβλήματος. Έχω μάλιστα προσωπική εμπειρία, καθώς, ως πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, είχα αναλάβει πρωτοβουλία και είχα επισκεφθεί τα Κοινοβούλια των χωρών του λεγόμενου Visegrad (Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία, Σλοβακία). Στόχος μας ήταν οι επαφές με τις αντίστοιχες επιτροπές και με προέδρους Κοινοβουλίων, προκειμένου να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ της ανάγκης κάποιας κατανομής των προσφύγων που βρίσκονται στην Ελλάδα. Στις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν ενσκήψει η πανδημία αντιμετωπίσαμε άρνηση ακόμη και για τη μετεγκατάσταση ασυνόδευτων ανηλίκων. Επρόκειτο για αναμφίβολη απογοήτευση, καθώς κατ’ αυτόν τον τρόπο ακυρωνόταν στην πράξη ο βασικός πυλώνας λειτουργίας της ΕΕ, η κοινοτική αλληλεγγύη.
Βεβαίως, τα γεγονότα του Έβρου και η αποφασιστικότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε η «εισβολή» από την κυβέρνηση, τις ένοπλες δυνάμεις και τους συνοριοφύλακες αλλά και η σχεδόν ομόφωνη στοίχιση των Ελλήνων με τη στάση αυτή έδειξαν στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο ότι τα σύνορά μας είναι και ευρωπαϊκά σύνορα. Και πράγματι υπήρξε ουσιαστική βοήθεια από διάφορες χώρες της ΕΕ και από τη Frontex. Αλλά δεν μείναμε εκεί, καθώς έκτοτε και το τείχος του Έβρου ενισχύθηκε και επεκτάθηκε –χωρίς, ωστόσο, ευρωπαϊκούς πόρους (!)– αλλά και τα θαλάσσια σύνορά μας φυλάσσονται διαρκώς και αποτελεσματικά, διαψεύδοντας έναν πρώην πρωθυπουργό, που πίστευε ότι η θάλασσα δεν έχει σύνορα.
Ας ελπίσουμε, πάντως, όσα συνέβησαν στα σύνορα της Πολωνίας και η αλληλεγγύη που έλαβε η χώρα αυτή σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή της, όταν μάλιστα είχε αρχίσει να γίνεται λόγος ακόμη και για Polexit –λόγω των αποκλίσεων της Βαρσοβίας από τις ευρωπαϊκές αρχές στα θέματα δικαιοσύνης–, να ευαισθητοποιήσουν περισσότερο τόσο την ίδια όσο και όσες άλλες χώρες υποβίβαζαν την κοινοτική αλληλεγγύη. Αν θα συμβεί ή όχι, μένει να φανεί στο τελικό κείμενο του νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ