Ο Πάπας Φραγκίσκος Α’ έρχεται επισήμως σε Κύπρο και Ελλάδα – Ανάλυση του Χρ. Μπότζιου
Μια σημαντική, υψηλού συμβολισμού και προσδοκιών, επίσκεψη
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Ο σημερινός Προκαθήμενος της Καθολικής Εκκλησίας, Πάπας Φραγκίσκος Α’, θα επισκεφθεί (το κείμενο γράφεται Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου) τη χώρα μας –για δεύτερη φορά– το τριήμερο 4 – 6 Δεκεμβρίου, με πρώτο σταθμό την Αθήνα και στη συνέχεια τη Μυτιλήνη. Είναι ο δεύτερος Πάπας που επισκέπτεται την Ελλάδα, 1.000 περίπου χρόνια μετά το Σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών, Ορθοδόξου και Καθολικής, το έτος 1054. Πριν από τη χώρα μας μάλιστα επισκέπτεται την Κύπρο.
Ο πρώτος Πάπας που επισκέφθηκε επισήμως τη χώρα μας ήταν ο Πολωνός Ιωάννης-Παύλος ΣΤ’, το έτος 2001, κατόπιν προσκλήσεως που του είχε απευθύνει ο τότε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος. Η Εκκλησία της Ελλάδας και ορισμένοι ιεράρχες είχαν αρχικά αντιδράσει στην επίσκεψη, αλλά ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε επιδείξει αποφασιστικότητα, επειδή την έκρινε αναγκαία, από τη στιγμή που η Ελλάδα είχε από ετών συνάψει διπλωματικές σχέσεις με το Βατικανό, αρχικά με παράλληλη διαπίστευση του έλληνα πρέσβη στο Παρίσι και στη συνέχεια με επιτόπιο πρέσβη στη Ρώμη.
Ο γράφων ήταν αυτόπτης μάρτυς διαλόγου που διεξήχθη μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και του τότε υπουργού των Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια, ο οποίος επικρότησε πλήρως την πρωτοβουλία του Προέδρου της Δημοκρατίας, αναγνωρίζοντας τα οφέλη για την ελληνική εξωτερική πολιτική από την επίσκεψη του Προκαθημένου της Καθολικής Εκκλησίας και τη συνεργασία με την πόλη-κράτος του Βατικανού.
Η επίσκεψη του Πάπα Ιωάννη-Παύλου ΣΤ’, εκτός του ιστορικού της χαρακτήρα, σηματοδότησε και το ξεπάγωμα των σχέσεων μεταξύ Βατικανού και Εκκλησίας της Ελλάδος, που ολοκληρώθηκε με την επίσκεψη, κατόπιν σχετικής προσκλήσεως, που πραγματοποίησε στο Βατικανό ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος, στην προετοιμασία της οποίας ο γράφων είχε, υπό την ιδιότητα του πρέσβη της Ελλάδος στο Βατικανό, ενεργό ανάμειξη.
Η προηγούμενη επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου Α’ στην Ελλάδα είχε πραγματοποιηθεί το 2016, στη Μυτιλήνη, όπου και παραβρέθηκε μαζί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίο και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ. Ιερώνυμο. Μάλιστα είχαν επισκεφθεί από κοινού τον προσφυγικό καταυλισμό στο Καρά Τεπέ, με τον Πάπα Φραγκίσκο να απονείμει τα εύσημα στην Ελλάδα για την υποδοχή και μεταχείριση των προσφύγων, γεγονός που αποστόμωνε και έδινε απάντηση σε όσους ασκούσαν κριτική για τη συμπεριφορά των ελληνικών Αρχών έναντι των προσφύγων.
Συμβολικά, επιστρέφοντας στη Ρώμη, ο Πάπας πήρε μαζί του μερικά προσφυγόπουλα, στα οποία παρέσχε μέριμνα και προστασία. Η επίσκεψη σε Αθήνα και Μυτιλήνη χαρακτηρίζεται ως state visit, δηλαδή κρατικού χαρακτήρα. Η πρόσκληση απευθύνθηκε από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Σακελλαροπούλου και αποσκοπεί στην ανάπτυξη και σύσφιξη των διμερών σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Βατικανού, το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με την Αγία Έδρα. Η πόλη-κράτος του Βατικανού (Citta Stato di Vaticano) είναι η εδαφική επικράτεια εντός της οποίας ο Πάπας και η Ιεραρχία της Καθολικής Εκκλησίας ασκούν τα κοσμικά τους κυριαρχικά καθήκοντα, ενώ η Αγία Έδρα (Santa Sede) συνιστά την πνευματική κορυφή της Καθολικής Εκκλησίας και των απανταχού καθολικών πιστών. Αμφότεροι οι θεσμοί είναι υποκείμενα του Διεθνούς Δικαίου και μετέχουν, με τη μία ή την άλλη ονομασία, ως μέλη στα ΗΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς.
Η Ελληνική Πολιτεία έχει συνάψει διπλωματικές σχέσεις με το κράτος του Βατικανού, χωρίς αυτό να εμποδίζει, κατά την έκδοση των διαπιστευτηρίων των διοριζόμενων πρέσβεων, την αναφορά και στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδος – Αγίας Έδρας. Γνωστός είναι άλλωστε ο ρόλος και η επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας και του Πάπα στις διεθνείς σχέσεις. Σε αντίθεση με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, που είναι βασικά εθνικές, η Καθολική Εκκλησία έχει παγκόσμια διάσταση και ο Πάπας είναι ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης και αρχηγός. Αν για έναν Ορθόδοξο Πατριάρχη θα ήταν σχεδόν αδιανόητο να μην είναι Έλληνας ή Σλάβος, αυτό δεν ισχύει για τον προκαθήμενο της Καθολικής Εκκλησίας. Παράδειγμα οι τρεις τελευταίοι Πάπες, εκ των οποίων κανείς δεν ήταν Ιταλός (συμπεριλαμβανομένου του Πάπα Φραγκίσκου).
Η σημασία της επίσημης επίσκεψης του Πάπα Φραγκίσκου Α’ σε Κύπρο και Ελλάδα είναι αυτονόητη. Κάνοντας μια αναδρομή στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, η επίσκεψη του Πάπα Παύλου ΣΤ’ στην Κωνσταντινούπολη, έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σηματοδότησε τη συμφιλίωση μεταξύ των δύο μεγάλων Εκκλησιών, Ορθόδοξης και Καθολικής, και έκτοτε οι επαφές είναι τακτικές και γόνιμες. Από τη συνεργασία προέκυψαν δύο σημαντικές διαδικασίες.
Η πρώτη, που εγκαινιάσθηκε από τον Πάπα Ιωάννη-Παύλο στην Ασίζη, με την παρουσία και του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, αφορά τον Διαθρησκειακό Διάλογο μεταξύ Χριστιανών, Μουσουλμάνων, Εβραίων, Ινδουιστών και άλλων δογμάτων και η δεύτερη τον Διάλογο για την Ενότητα των Χριστιανών.
Στον δεύτερο, που συνεχίζεται, χωρίς ωστόσο να έχουν σημειωθεί, μέχρι στιγμής, αξιόλογα αποτελέσματα, συμμετείχε –στα αρχικά στάδια– και ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στην ΕΕ, Επίσκοπος Αχαΐας Αθανάσιος, ένας ιεράρχης με ευρεία μόρφωση και γνώση των προβλημάτων του σύγχρονου ανθρώπου και των σύγχρονων κοινωνιών. Κρίμα που ιεράρχες τέτοιου επιπέδου δεν μπορούν να προσφέρουν τις πνευματικές υπηρεσίες τους και στη μητροπολιτική Ελλάδα. Το Βατικανό και ιδιαίτερα ο προηγούμενος Πάπας Βενέδικτος, με την ιδιότητα του καρδιναλίου, πριν εκλεγεί Πάπας, είχαν ευθέως εκφράσει επιφυλάξεις για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, με το σκεπτικό ότι τυχόν ένταξή της στην ΕΕ ως πλήρους μέλους θα αλλοίωνε τη θρησκευτική και πολιτιστική ταυτότητα της Ευρώπης. Επισήμαιναν δε ότι αργά ή γρήγορα θα αναλάμβανε ρόλο εκπροσώπησης και προώθησης των ισλαμιστών στην Ευρώπη. Έντονη κριτική είχε ασκήσει και για τη μη αναφορά στο προοίμιο της Συνταγματικής Συνθήκης της ΕΕ στις χριστιανικές ρίζες των ευρωπαϊκών λαών, που είναι αυταπόδεικτες και ιστορικά αδιάψευστες.
Ο διάδοχός του και σημερινός Πάπας, Αργεντινός την καταγωγή, εκτός του θεολογικού κύρους και της παρρησίας του λόγου του διακρίνεται και για τις κοινωνικές του ευαισθησίες. Συχνότατα λαμβάνει δημόσια θέσεις υπέρ των φτωχών, επικρίνει τις κοινωνικές ανισότητες και τάσσεται υπέρ της προστασίας των προσφύγων και των καταπιεσμένων. Ελπίζω κατά την επίσκεψή του στην Κύπρο να καταδικάσει την τουρκική κατοχή της Βορείου Κύπρου και τις απειλές του καθεστώτος Ερντογάν για εποικισμό της Αμμοχώστου.
Στη δε Μυτιλήνη, αφού διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τη συμπαράσταση της Ελληνικής Πολιτείας, των ελληνικών Αρχών και των κατοίκων των ακριτικών μας νήσων στους πρόσφυγες, ελπίζω να αναφερθεί στο μέγα βάρος που φέρει η Ελλάδα από τα προσφυγικά κύματα που καθημερινώς διακινούνται από τις απέναντι τουρκικές ακτές.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ