Ανάγκη άμεσης εποπτείας της αγοράς για να αποτραπούν φαινόμενα κερδοσκοπίας

Ανάγκη άμεσης εποπτείας της αγοράς για να αποτραπούν φαινόμενα κερδοσκοπίας

-Με την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους στα ύψη

-Να δοθούν ισχυρά κίνητρα για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων

Το λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών ορίζει τον «φιλελευθερισμό» ως τη θεωρία που ανάγει την ελευθερία σε ανώτατη αξία, δίνοντας έμφαση στον πλουραλισμό, στον σεβασμό της γνώμης και των επιλογών του ατόμου, καθώς και στην απουσία κάθε κρατικού παρεμβατισμού στις εμπορικές συναλλαγές.

Όμως, κατά την προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση την προηγούμενη Τρίτη στη Βουλή για το θέμα των αυξήσεων στις τιμές, ο πρωθυπουργός, αφού μετέφερε διαβεβαιώσεις για τον πρόσκαιρο χαρακτήρα του υψηλού ενεργειακού κόστους (εξ ου και ο πρόσκαιρος χαρακτήρας των κυβερνητικών μέτρων ελάφρυνσης), επανέλαβε τις πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης για κεντρική διαπραγμάτευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση των αγορών φυσικού αερίου και για τη δη­μιουργία κοινών ευρωπαϊκών αποθεμάτων αερίου.

Ειδικά το τελευταίο απέχει παρασάγγας από τις ιδέες που πρεσβεύει το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας αλλά και από το ίδιο το ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Κατά πρώτον, το φαινόμενο του υψηλού ενεργειακού κόστους δεν είναι παροδικό. Ενώ φαίνεται να προέρχεται από το φυσικό αέριο, στην πραγματικότητα οφείλεται σε άλλες στρατηγικές επιλογές. Σε κάθε περίπτωση, είναι δομικό και άρρηκτα συνυφασμένο με τις θεμελιώδεις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης στην παγκόσμια και στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας. Από το τέλος του 2019, με σκοπό την ταχύτερη ενεργειακή μετάβαση προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών, μειώθηκαν κατά πολύ τα προς διάθεση δικαιώματα ρύπων στους μεγάλους καταναλωτές υδρογονανθράκων, κυρίως τους ηλεκτροπαραγωγούς, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έτσι, οι ρυπογόνες μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού από άνθρακα βγήκαν εντός ανταγωνισμού λόγω του υψηλού κόστους δικαιωμάτων ρύπων. Πρακτικά, αποκλείστηκε ένα καύσιμο από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με το σημαντικό κενό να καλύπτεται σε πρώτη φάση από το πολύ καθαρότερο και ευελικτότερο φυσικό αέριο, που αποτελεί καύσιμο της ενεργειακής μετάβασης.

Το παράδειγμα αυτό ακολούθησαν και άλλες χώρες εκτός Ευρώπης, αυξάνοντας κατά πολύ την παγκόσμια ζήτηση σε φυσικό αέριο. Τις επιπτώσεις δεν τις είδαμε άμεσα λόγω της πανδημίας, όμως και με τη συνεισφορά του κρύου χειμώνα 2020 – 2021, η έξοδος από την πανδημία σηματοδότησε μια νέα ισορροπία, όπου η παγκόσμια παραγωγή αερίου δεν επαρκεί για να καλύψει τις αυξημένες πλέον παγκόσμιες ανάγκες.

Στην Ευρώπη τα πράγματα ήταν ακόμα δυσμενέστερα, καθώς, παράλληλα, έπρεπε να διαχειριστεί πολύ προσεκτικά την προβληματική σχέση με τη Ρωσία, η οποία, προβάλλοντας την ανάγκη να αναπληρώσει κατά προτεραιότητα τις εγχώριες αποθήκες αερίου, άργησε να εκκινήσει την αναπλήρωση των αποθηκών της λοιπής Ευρώπης, αφήνοντας τη γηραιά ήπειρο ευάλωτη στο ενδεχόμενο επανάληψης ενός βαρύ χειμώνα. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία ασκεί πίεση στην Ευρώπη προκειμένου να αδειοδοτηθεί ο πολύπαθος ρωσικός αγωγός Nord Stream 2. Έτσι, ενώ βρισκόμαστε ήδη μέσα στον χειμώνα, οι υπόγειες αποθήκες αερίου της Gazprom στη Γερμανία έχουν πληρότητα μόνο 22%, σε σχέση με τις υπόλοιπες, που εμφανίζουν πληρότητα στο 80%.

Με το τέλος του χειμώνα αναμένεται μερική αποκλιμάκωση των τιμών, που σήμερα είναι περίπου 90 ευρώ/MWh, σε καμία περίπτωση όμως σε επίπεδα κάτω από 10 ευρώ/MWh που ήταν το 2020, ούτε στα 20 – 24 ευρώ/MWh του φετινού Απριλίου – Μαΐου, όταν δηλαδή η αγορά δεν είχε αντιληφθεί πλήρως το έλλειμμα αερίου. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης προεξοφλούν για το 2022 τις ευρωπαϊκές τιμές αερίου πάνω από τα 40 ευρώ/MWh.

Σημειώνεται ότι την κατάσταση επιτείνει το παγκόσμιο έλλειμμα στην προμήθεια υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), το οποίο δεν αναμένεται να διορθωθεί σύντομα, αφού η επόμενη ουσιαστική αύξηση στην παγκόσμια παραγωγή αναμένεται το 2025, όταν το Κατάρ θα θέσει σε λειτουργία τις νέες του εγκαταστάσεις υγροποίησης.

Συμπέρασμα: Εάν δεν ανατραπούν οι παραπάνω ισορροπίες, οι υψηλές τιμές στο φυσικό αέριο δεν πρόκειται να εκτονωθούν, όπως υπονοείται λανθασμένα, οπότε απαιτούνται άμεσα μέτρα βραχυπρόθεσμης ελάφρυνσης αλλά και γενναίες αποφάσεις για μακροπρόθεσμη ουσιαστική αντιμετώπιση του φαινομένου.

Η κυβέρνηση έχει προτείνει μερικά βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης, όμως επιχειρεί να μεταθέσει τη μακροπρόθεσμη ευθύνη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την πρόταση για κεντρική προμήθεια φυσικού αερίου. Στην πραγματικότητα προτείνεται μια θεσμική παρέμβαση στην ιδιωτική εμπορική πρωτοβουλία, με εφαρμογή ενός ισχυρού κεντρικού παρεμβατισμού. Προφανώς, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να συνεχίσει η λειτουργία των χρηματιστηρίων αερίου (και ηλεκτρισμού), όπως και των αγορών παραγώγων ενέργειας. Επίσης χάνουν το νόημά τους τα διμερή συμβόλαια προμήθειας μεταξύ παραγωγών, εισαγωγέων ενέργειας και τελικών καταναλωτών.

Για παράδειγμα στη χώρα μας, όπου υπάρχουν επτά μεγάλοι εισαγωγείς φυσικού αερίου, με τους τρεις από αυτούς να έχουν μακροχρόνια συμβόλαια προμήθειας.

Αναρωτιέται κανείς ποια θα είναι η τύχη αυτών των συμβολαίων, εάν υποκατασταθούν από κεντρική ευρωπαϊκή προμήθεια. Το ίδιο ισχύει και με την πρόταση για κοινά ευρωπαϊκά αποθέματα, καθώς τίθεται το ερώτημα για το ποιος θα έχει προτεραιότητα στα αποθέματα, ποιος θα πληρώσει το κόστος αερίου για να αγοραστούν αυτά τα αποθέματα και ποιος θα υποχρεωθεί να τα καταναλώσει σε τιμή κατά πολύ υψηλότερη από την επικρατούσα όταν αυτά δεν χρειάζονται.

Προ ημερών, ο καθηγητής στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο Ενέργειας κ. Ν. Φαρα­ντούρης εξήγησε ότι το δόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στηρίχθηκε σε ένα μοντέλο με στόχο το άνοιγμα των αγορών, τη διακοπή των πάλαι ποτέ κρατικών μονοπωλίων, την ενθάρρυνση της δημιουργίας ανταγωνισμού και την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, όπου εποπτεύονται από ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές και διέπονται από το δίκαιο του ανταγωνισμού. Προφανώς, η παραπάνω πρόταση δεν συνάδει με ένα φιλελεύθερο, παραδοσιακό, λαϊκό κόμμα, όπως η Νέα Δημοκρατία, ούτε με τα ιδεώδη και τις νομοθετημένες αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αναζητώντας εφαρμόσιμες βραχυπρόθεσμες λύσεις, εκτός από τις ελαφρύνσεις στη φορολογία και τα επιδόματα, απαιτείται να ασκηθεί άμεσα αυστηρότερη εποπτεία της αγοράς (ειδικά στον ηλεκτρισμό) ώστε να αποτραπούν φαινόμενα κερδοσκοπίας. Έχει παρατηρηθεί ότι συνθήκες τέτοιων έντονων διακυμάνσεων στο κόστος ενέργειας δίνουν την ευκαιρία για κερδοσκοπικές κινήσεις από τους συμμετέχοντες.

Αναφορικά με τη λιγνιτική παραγωγή, η Ελλάδα έχει δεσμευθεί με χρονοδιάγραμμα για την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων. Όμως σε τέτοιες α­κραίες περιπτώσεις πρέπει να εξεταστεί η ενεργοποίηση μεγαλύτερης δυναμικότητας λιγνιτικής παραγωγής με απόλυτα ανταγωνιστικούς όρους, χωρίς παρεκκλίσεις στις επιβαρύνσεις, π.χ., αναφορικά με τα δικαιώματα ρύπων.

Σημειώνεται ότι κάτι τέτοιο θα έδινε τη δυνατότητα, τουλάχιστον για μερικές ώρες της ημέρας, να μειωθεί το κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού, που εν πολλοίς καθορίζεται από τις μονάδες φυσικού αερίου.

Καταλήγοντας σε λύσεις με μακροπρόθεσμη βάση, προτείνεται να δοθούν εντός του 2022 ισχυρά κίνητρα για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων. Για παράδειγμα, επένδυση στην αλλαγή κουφωμάτων και εγκατάσταση θερμοπρόσοψης κτιρίων μπορούν να φέρουν ουσιαστική μείωση των ενεργειακών αναγκών των κτιρίων εφ’ όρου ζωής.

Ειδικά με τα σημερινά κόστη ενέργειας, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι τέτοιες παρεμβάσεις παθητικής εξοικονόμησης ενέργειας θα προσφέρουν ταχύτατη αποπληρω­μή του κόστους τους.

Τέλος, είναι πλέον καιρός να ενθαρρυνθεί και στην Ελλάδα ο θεσμός των ενεργειακών κοινοτήτων και η συμμετοχή όλων στην παραγωγή ηλεκτρισμού, π.χ., μέσω εγκατάστασης φωτοβολταϊκών στοιχείων στην οικοδομή. Μόνο με τον αυξημένο κατακερματισμό της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα ενισχυθεί η δύναμη των αγορών προς όφελος όλων.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ