Νίκος Κογιουμτσής στο “Π”: Η αγορά μετά τα υγειονομικά μέτρα και εν όψει εορτών
Του
ΝΙΚΟΥ ΚΟΓΙΟΥΜΤΣΗ
Αντιπροέδρου Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών,
Αντιπροέδρου Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών
Είναι πλέον πραγματικότητα ότι η πανδημία είχε δραματικές επιπτώσεις σε υγειονομικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Έχει πλέον επηρεάσει την κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας. Σε αυτήν τη δύσκολη κατάσταση, οι μικρές επιχειρήσεις κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις, λειτουργώντας σε πρωτόγνωρες συνθήκες (lockdown, click away) και σε ένα πλαίσιο ραγδαίας μείωσης της κατανάλωσης και της ζήτησης. Ειδικά οι μικρές επιχειρήσεις έχουν δεχθεί ισχυρό πλήγμα από ένα πολυεπίπεδο σύνολο εμποδίων, που τις έχει οδηγήσει σε οικονομική ασφυξία και σε ανυπέρβλητα εμπόδια.
Αντίστοιχα, όμως, τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων, κυρίως για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, δεν ήταν επαρκή. Εδώ θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι το 85% των μικρών επιχειρήσεων δεν είχε τη δυνατότητα χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα της χώρας. Η μόνη πηγή ρευστότητας παραμένει η κατανάλωση, που βέβαια έχει καταβαραθρωθεί, οδηγώντας χιλιάδες επιχειρήσεις σε οικονομικό στραγγαλισμό.
Μετά την εξαγγελία των υγειονομικών μέτρων από την Πολιτεία στις αρχές περίπου του Νοεμβρίου, η κατανάλωση κατέγραψε αρκετά σημαντική κάμψη. Η εξαμηνιαία έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ την καταγράφει κοντά στο 40%. Πάνω από το 80% των εμπόρων και επιχειρηματιών δηλώνει πτώση ουσιαστικά του τζίρου σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες. Κατά γενική ομολογία, τα υγειονομικά μέτρα τηρούνταν εντός των εμπορικών χώρων και η δυσκολία της σκλήρυνσης των μέτρων (έλεγχος στις εισόδους των καταστημάτων) έχει δημιουργήσει αρκετά σημαντικά προβλήματα, χωρίς επί της ουσίας να δίνει και λύση στο υγειονομικό πρόβλημα.
Είμαστε πολύ κοντά στα Χριστούγεννα. Την περίοδο αυτή για πολλές επιχειρήσεις του λιανεμπορίου, κυρίως ένδυσης, υπόδησης και ηλεκτρονικών ειδών, γίνεται περίπου το 35% με 40% του ετήσιου τζίρου. Οι προσλαμβάνουσες, όμως, για την αγορά και την επιχειρηματικότητα για την περίοδο που διανύουμε είναι δυσοίωνες. Η ψυχολογία των καταναλωτών, σε συνδυασμό με τη μείωση του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος, εμπνέει ανησυχία και αβεβαιότητα στον εμπορικό και επιχειρηματικό κόσμο για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Η ακρίβεια σε αρκετά προϊόντα, κυρίως πρώτης ανάγκης, και στο ενεργειακό έχει δημιουργήσει αντίστοιχα συστολικά σύνδρομα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Οι επιχειρήσεις ως έναν βαθμό κατόρθωσαν να απορροφήσουν τις όποιες αυξήσεις λόγω μεταφορικού και ενεργειακού κόστους, αλλά η συνεχής άνοδος των τιμών, κυρίως στο φυσικό αέριο και στο πετρέλαιο, παρασύρει τις τιμές προς τα επάνω, επιβαρύνοντας σημαντικά τον πληθωρισμό. Αυτό, βέβαια, έχει ως άμεση συνέπεια τη μείωση της κατανάλωσης και της ζήτησης.
Παρά τις συνεχείς παρεμβάσεις μας, η Πολιτεία δεν προβαίνει σε ουσιαστικά μέτρα επιβράβευσης αυτής της κατάστασης. Δεν ανταποκρίνεται στις προτάσεις μας για μείωση του ΦΠΑ στα βασικά είδη πρώτης ανάγκης και μείωση του ειδικού φόρου στα καύσιμα και στον καφέ. Όπως δεν διαφαίνεται και κάποια επιδότηση του ενεργειακού κόστους των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Σε αυτή την πραγματικά δύσκολη χρονική συγκυρία, θα περιμέναμε από την Πολιτεία να στηρίξει πιο ενεργά τη μικρή επιχειρηματικότητα, κυρίως στην κατεύθυνση του «κουρέματος» μέρους των χρεών της πανδημίας και της μετατόπισης των όποιων υποχρεώσεων σε βάθος χρόνου. Σε χρόνο, δηλαδή, που θα δύνανται οι επιχειρήσεις να αντεπεξέλθουν. Ώστε να μη χαθούν έσοδα για τα δημόσια ταμεία και κυρίως θέσεις απασχόλησης, που αποδίδουν προστιθέμενη αξία στην οικονομία της χώρας.
Η απουσία ρευστότητας στεγνώνει την αγορά και σε ένα σημαντικό ποσοστό, κοντά στο 40%, οι έμποροι και οι επιχειρηματίες δηλώνουν ότι τα ταμειακά τους διαθέσιμα είναι περιορισμένα και αρκούν για έναν με δύο μήνες. Εάν η υγειονομική κατάσταση επιδεινωθεί, όλες αυτές οι επιχειρήσεις χωρίς ουσιαστική βοήθεια από την Πολιτεία θα οδηγηθούν στο κλείσιμο.
Ένα ακόμη επιβαρυντικό στοιχείο για τις μικρές επιχειρήσεις αποτελεί η ολοένα και εντεινόμενη διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων, προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων, των πολυκαταστημάτων, των σούπερ μάρκετ και των πολυχώρων. Η μεροληπτική στάση της Πολιτείας προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων, σε πολλά θέματα που αφορούν την αγορά και την επιχειρηματικότητα, εντείνει την ανησυχία στους κόλπους των μικροεπιχειρηματιών, για ένα ουσιαστικά διαγραφόμενο αβέβαιο μέλλον.
Ένας σημαντικός πυλώνας επιχορήγησης και ρευστότητας, όπως είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, οδηγείται, όπως αναφέρουν έγκριτα κυβερνητικά στελέχη, μόνο προς μεγάλες επιχειρήσεις. Οι μικρές επιχειρήσεις για να ευεργετηθούν και να χρηματοδοτηθούν θα πρέπει να συνενωθούν σε clusters. Κάτι βέβαια που δεν μπορεί να συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ φρενάρεται και από τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και τα τραπεζικά κριτήρια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Εάν δεν υπάρξει οποιασδήποτε μορφής ρευστότητα και με την κατανάλωση να κινείται σε χαμηλά βαρομετρικά, χωρίς ουσιαστικές βοήθειες από την Πολιτεία, θα μετρήσουμε, δυστυχώς, χιλιάδες λουκέτα μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για την οικονομία της χώρας και κυρίως για την απασχόληση.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ