Η νέα γερμανική κυβέρνηση – Του Ν. Στραβελάκη
-Φίλος των γερμανικών τραπεζών και της δημοσιονομικής πειθαρχίας
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η νέα γερμανική κυβέρνηση είναι γεγονός. Ο συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων ή «συνασπισμός του σηματοδότη», λόγω των επίσημων χρωμάτων των κομμάτων που τον απαρτίζουν, θεμελιώθηκε με ένα κείμενο-συμφωνία 177 σελίδων την Τετάρτη 24/11.
Νέος καγκελάριος θα είναι ο σοσιαλδημοκράτης κ. Όλαφ Σολτς, υπουργός Οικονομικών ο ηγέτης των Φιλελευθέρων κ. Κρίστιαν Λίντνερ και υπουργός Εξωτερικών, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, η κ. Αναλένα Μπέρμποκ, μέλος της δυαδικής ηγεσίας του κόμματος των Πρασίνων.
Είναι μια κυβέρνηση που αναλαμβάνει σε ένα πολύ ρευστό διάστημα τόσο στο πεδίο των οικονομικών όσο και σε εκείνο των γεωπολιτικών εξελίξεων. Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με τις κατευθυντήριες γραμμές της οικονομικής πολιτικής της νέας κυβέρνησης.
Στο πεδίο της οικονομίας η παρουσία του φιλελεύθερου κ. Λίντνερ σηματοδοτεί αυτό που λέμε «μία από τα ίδια». Ο τίτλος της ανταπόκρισης του πρακτορείου Reuters είναι χαρακτηριστικός: «Ο γερμανικός συνασπισμός βλέπει επιστροφή στα περιοριστικά μέτρα του δημοσίου χρέους το 2023 – Είναι ανοιχτός σε μεταρρυθμίσεις». Με άλλα λόγια, η νέα κυβέρνηση θα κινηθεί στο ίδιο μήκος κύματος με την κυβέρνηση της κ. Μέρκελ. Η ΕΕ θα παραμείνει ένας συνασπισμός κρατών και η σταθερότητα και συνοχή της θα βασίζεται σε κοινούς όρους δημοσιονομικής πειθαρχίας. Μάλιστα οι όροι αυτοί, που είχαν ανασταλεί λόγω πανδημίας, θα επανέλθουν από το 2023, στο πνεύμα της ήδη κατατεθειμένης πρότασης του ESM. Οι υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Πορτογαλία, θα κληθούν να μειώσουν τον λόγο χρέους/ΑΕΠ στο 100% σε ένα διάστημα 20 ετών (για την Ελλάδα αυτό σημαίνει περισσότερο από 5% τον χρόνο), κάτι που σημαίνει εξοντωτικά πλεονάσματα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το κείμενο-συμφωνία συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο τα συμπεράσματα της προηγούμενης παραγράφου: «Το σύμφωνο σταθερότητας έχει δείξει την ευελιξία του (!). Σε αυτήν τη βάση θέλουμε να εξασφαλίσουμε οικονομική μεγέθυνση, να διατηρήσουμε το δημόσιο χρέος βιώσιμο και να εξασφαλίσουμε επενδύσεις φιλικές προς το περιβάλλον». Ενώ σπεύδει να συμπληρώσει ότι το Ταμείο Ανάκαμψης θα «είναι περιορισμένου χρόνου και ποσού». Νομίζω ότι ακόμη και ο κ. Σόιμπλε δεν θα είχε πρόβλημα να προσυπογράψει τέτοιες δηλώσεις.
Αναφορικά με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και της εγγύησης των καταθέσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο το κείμενο-συμφωνία των τριών κομμάτων είναι ακόμη ενδεικτικότερο: «Είμαστε έτοιμοι να δημιουργήσουμε έναν ευρωπαϊκό μηχανισμό εγγυήσεων για εθνικές καταθέσεις, όπου οι εισφορές θα είναι αυστηρά διαφοροποιημένες βάσει κινδύνου». Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, η Ελλάδα, που έχει λιγότερο ασφαλές τραπεζικό σύστημα, θα πρέπει να συνεισφέρει, αναλογικά, περισσότερα χρήματα στον ευρωπαϊκό μηχανισμό. Τσάμπα οι πανηγυρισμοί του κ. Στουρνάρα και του κ. Σταϊκούρα για αύξηση των καταθέσεων, μιας και το κόστος καταθέσεων των ελληνικών τραπεζών θα πάει στα ύψη. Αυτό σημαίνει είτε περαιτέρω αύξηση του κόστους των τραπεζικών υπηρεσιών στην Ελλάδα είτε συγκέντρωση των καταθέσεων στις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες ή και τα δύο.
Το Κόμμα των Φιλελευθέρων είναι ο μεγάλος φίλος των γερμανικών τραπεζών. Αυτή του την προτίμηση μοιάζει να την έχει υιοθετήσει και ο κυβερνητικός συνασπισμός. Έτσι, η συγκέντρωση των τραπεζικών υπηρεσιών στις τράπεζες του πυρήνα της ΕΕ μοιάζει να είναι βασικός στόχος του νέου υπουργού Οικονομικών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νέος συνασπισμός θεωρεί ότι για τη δημιουργία ευρωπαϊκού μηχανισμού εγγύησης καταθέσεων είναι απαραίτητο να μπει όριο στην έκθεση του τραπεζικού συστήματος κάθε χώρας στα ομόλογά της. Είναι ένα μέτρο που, αν εφαρμοστεί, κυριολεκτικά κόβει τα πόδια των ιταλικών τραπεζών και του Ιταλικού Δημοσίου, αφού οι ιταλικές τράπεζες είναι οι βασικοί αγοραστές του ιταλικού δημόσιου χρέους.
Τέλος, για να διαλύσει κάθε ψήγμα υποψίας για τον χαρακτήρα της οικονομικής του πολιτικής, το νέο κυβερνητικό σχήμα έσπευσε να ξορκίσει και την πιθανότητα κάποιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής στα θέματα της ακρίβειας και των τιμών της ενέργειας. Το κείμενο-συμφωνία τονίζει ότι στο θέμα του πληθωρισμού και της ακρίβειας «η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή της, που είναι η σταθερότητα των τιμών, με τον καλύτερο τρόπο, αν οι προϋπολογισμοί στις χώρες-μέλη εναρμονίζονται με τις υποχρεώσεις τους». Είναι σαφές ότι για τη νέα κυβέρνηση πίσω από την αύξηση των τιμών βρίσκεται η αναστολή του συμφώνου σταθερότητας στη διάρκεια της πανδημίας. Είναι μια ακραία, νεοφιλελεύθερη άποψη, την οποία στον παρόντα χρόνο δεν υιοθετούν ούτε οι συντηρητικότεροι κύκλοι του οικονομολογικού επαγγέλματος.
Το συμπέρασμα είναι ότι μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο λιτότητας στην Ευρωζώνη, που αυτήν τη φορά μπορεί να συνοδεύεται και από υψηλά επιτόκια. Η κυβέρνηση και το αστικό πολιτικό σύστημα έχουν αναλογιστεί τι σημαίνει αυτό για την κοινωνία;
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ