Η παρακαταθήκη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στον απόηχο μιας μεγάλης πορείας μισό αιώνα μετά – Του Ν. Στραβελάκη

Η παρακαταθήκη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στον απόηχο μιας μεγάλης πορείας μισό αιώνα μετά – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Είχα αποφασίσει αυτήν την εβδομάδα να γράψω για τη φθινοπωρινή έκθεση της Κομισιόν, όμως οι μαζικές εκδηλώσεις και η μεγάλη πορεία του Πολυτεχνείου, μισό αιώνα μετά, με έκαναν να αλλάξω γνώμη. Βλέπετε, ύστερα από αρκετά χρόνια βρέθηκα δίπλα σε μαζικά μπλοκ φοιτητικών συλλόγων, που έσφυζαν από νιάτα και αγωνιστικές διαθέσεις, και όλα αυτά την ώρα που το επίσημο πολιτικό και μιντιακό σύστημα έκανε ό,τι μπορούσε για να υποβαθμίσει την επέτειο.

Θα μου πείτε, τι έχεις να μας πεις για το Πολυτεχνείο που δεν έχει ειπωθεί ήδη; Με σεβασμό θα πω ότι για την πορεία από τα Ιουλιανά στη χούντα και από εκεί στο Πολυτεχνείο δεν έχει ειπωθεί τίποτα. Αυτό το κατάλαβα με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο διαβάζοντας και παρουσιάζοντας, μαζί με καλούς φίλους, το βιβλίο του Σωφρόνη Παπαδόπουλου «Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου» την Τρίτη 16 Νοεμβρίου. Τα περισσότερα από αυτά που ακολουθούν βασίζονται στο βιβλίο και στην παρουσίαση. Ας τα πάρουμε από την αρχή.

Η χούντα δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Το γεγονός ότι το παλάτι, το σύνολο του πολιτικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΔΑ, αιφνιδιάσθηκε από τη χούντα δεν σημαίνει κάτι τέτοιο. Ήταν το αποτέλεσμα του ξεσπάσματος μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης, της λεγόμενης πετρελαϊκής, και του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 φάνηκε ότι η οικονομική ανάπτυξη με άξονα την οικοδομή και την κλωστοϋφαντουργία στην Ελλάδα εμφάνιζε κόπωση και η δυσαρέσκεια του κόσμου, ιδιαίτερα της εργατικής τάξης, αυξανόταν. Η εκλογική νοθεία το 1963, οι παρεμβάσεις του παλατιού, η δολοφονία Λαμπράκη και η εξαγορά των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου δεν κατέστειλαν αλλά πυροδότησαν περαιτέρω τη δυσαρέσκεια.

Στον στρατό, από την εποχή του εμφυλίου, υπήρχαν θύλακες αξιωματικών που προέκριναν τη στρατιωτική δικτατορία ως εναλλακτική μάλιστα της μοναρχίας. Όταν πήραν το πράσινο φως από τον ξένο παράγοντα έδρασαν αιφνιδιάζοντας το παλάτι και το σύνολο του πολιτικού συστήματος, που δεν τους υπολόγιζε. Η αδυναμία του πολιτικού συστήματος και ιδιαίτερα της κομμουνιστικής Αριστεράς, που βίωσε το 1967 μια οδυνηρή διάσπαση, έκοψε τα πόδια του κόσμου και έτσι η χούντα κατόρθωσε να σταθεί. Όμως ποτέ δεν σταθεροποιήθηκε, πάντα στο εσωτερικό της συγκρούονταν τάσεις και δυνάμεις που αντανακλούσαν διαφορετικά και συχνά συγκρουόμενα εγχώρια και ξένα επιχειρηματικά και γεωπολιτικά συμφέροντα.

Η χούντα βάσισε την οικονομική της πολιτική στην ανεξέλεγκτη δόμηση, στα δημόσια έργα και στην προσέλκυση του εφοπλιστικού κεφαλαίου. Το δημόσιο χρέος, που ήταν πολύ χαμηλό, διπλασιάσθηκε στις μέρες της. Παράλληλα, ο περιορισμός των συνδικαλιστικών ελευθεριών και η ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών περιόρισε τις μισθολογικές διεκδικήσεις και οδήγησε σε ένα διάστημα σχετικής ανάκαμψης. Όμως από το 1971 και μετά φάνηκε ότι η πολιτική της χούντας ήταν αδιέξοδη. Η χώρα μπήκε σε αρνητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ, που έφτασαν και το -6%, τα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου πήγαν στα ύψη λόγω των τιμών του πετρελαίου και, για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, εμφανίσθηκε ανεργία. Οι συνταγματάρχες προσπάθησαν να ελέγξουν τη δυσαρέσκεια με την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων το 1971 και τη λεγόμενη «φιλελευθεροποίηση» του Μαρκεζίνη. Το αστείο είναι ότι το πολιτικό σύστημα που ανέτρεψε η χούντα έσπευσε να συναινέσει στη «φιλελευθεροποίηση», σαν έτοιμο από καιρό. Ουσιαστικά, στη «φιλελευθεροποίηση» δεν συμμετείχαν το ΚΚΕ, που ούτως ή άλλως ήταν παράνομο, και το ΠΑΚ, όλοι οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ Εσωτερικού, ήταν λίγο ως πολύ μέσα. Το κλίμα ήταν τέτοιο που στις φευτοφοιτητικές εκλογές της χούντας το 1972 πήραν μέρος τόσο η ΑντιΕφεε (ΚΚΕ) όσο και ο Ρήγας Φεραίος (ΚΚΕ Εσωτερικού). Έτσι, το 1973 όλα ήταν στη θέση τους, αφού είχε συμφωνηθεί και ο χρόνος των βουλευτικών εκλογών για τον Μάιο του 1974.

Όμως λογάριασαν χωρίς τον ξενοδόχο και ξενοδόχος ήταν ο λαός. Οι πολιτικές ηγεσίες είχαν υποστεί τέτοια τεράστια φθορά και είχαν ξεκοπεί τόσο πολύ από το κόσμο που οι φοιτητές πρώτα της Νομικής και μετά του Πολυτεχνείου και των υπόλοιπων σχολών ακολούθησαν μικρές οργανώσεις και συλλογικότητες που πρότειναν και πρωτοστάτησαν στην κατάληψη. Είναι αυτοί που σήμερα ονομάζουμε «εξωκοινοβουλευτική Αριστερά». Ακόμα και οι δυνάμεις του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ αμφιταλαντευτήκαν αρκετά έως ότου, μετά από ιδιαίτερα ατυχείς θέσεις και διατυπώσεις, ενταχθούν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου.

Το σημαντικό όμως είναι ότι από την πρώτη στιγμή οι φοιτητές γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να ανατρέψουν μόνοι τους τη χούντα και απευθύνθηκαν στους εργαζομένους και στην κοινωνία. Και, ω του θαύματος, η κοινωνία ανταποκρίθηκε. Από εκείνη τη στιγμή η «φιλελευθεροποίηση» και μια «κουτσή δημοκρατία» τύπου Μαρκεζίνη πήγε περίπατο. Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η μεγαλύτερη άμεση συνεισφορά εκείνων των τριών ημερών του Νοέμβρη του 1973, που έχουν μείνει χαραγμένες στη μνήμη των εργαζομένων και της νεολαίας μισό αιώνα μετά. Ότι δεν γυρίσαμε σε μια «δημοκρατία» του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους, όπως ήταν ο αρχικός σχεδιασμός.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το Πολυτεχνείο σηματοδότησε κάτι πολύ βαθύτερο και αυτό δεν είναι άλλο από τη μαζική πολιτική ανυπακοή. Ήταν η ίδια ανυπακοή που είδαμε τις μέρες της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου και πιο πρόσφατα στις πλατείες. Αυτός νομίζω είναι και ο λόγος που, πέρα από την ικανοποίηση του ακροατηρίου της Ακροδεξιάς, η κυβέρνηση της ΝΔ νιώθει τόσο άβολα απέναντι στην επέτειο.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ