Γ. Καμίνης στο “Π”: Η ακαταμάχητη γοητεία του λαϊκισμού: Διαμορφώνοντας την αντεγκληματική πολιτική με το μάτι στα δελτία ειδήσεων

Γ. Καμίνης στο “Π”: Η ακαταμάχητη γοητεία του λαϊκισμού: Διαμορφώνοντας την αντεγκληματική πολιτική με το μάτι στα δελτία ειδήσεων

Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΜΙΝΗ
Βουλευτή Επικρατείας,
Κοινοβουλευτικού Τομεάρχη Προστασίας του Πολίτη του Κινήματος Αλλαγής


Την εβδομάδα που πέρασε, η κυβέρνηση επιχείρησε μια εκτεταμένη παρέμβαση στον ποινικό κώδικα, παρουσιάζοντας προς ψήφιση στη Βουλή πλήθος αποσπασματικών αλλαγών που αυστηροποιούν τις ποινές για ορισμένα σοβαρά εγκλήματα. Η κυβέρνηση και ο αρμόδιος υπουργός νομίζουν πως έτσι θα ξεμπερδέψουν άκοπα με την εγκληματικότητα, στον απόηχο των σοκαριστικών εγκλημάτων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία δύο χρόνια.

Δυστυχώς, σε αυτήν την επιφανειακή αντεγκληματική και σωφρονιστική πολιτική επιμένει η κυβέρνηση Μητσοτάκη από την αρχή της θητείας της, καθώς έσπευσε να μεταφέρει τις αρμοδιότητες της σωφρονιστικής πολιτικής, την ευθύνη δηλαδή για τη λειτουργία των φυλακών της χώρας και για ό,τι συμβαίνει εκεί, από το υπουργείο Δικαιοσύνης, όπου παραδοσιακά ανήκε, στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Έκτοτε ζούμε τον μοναδικό –στα χρονικά ευρωπαϊκού κράτους– τραγέλαφο: Ένα υπουργείο να νομοθετεί για το έγκλημα και άλλο υπουργείο να έχει την ευθύνη της σωφρονιστικής πολιτικής, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική συνεργασία του ενός με το άλλο.

Κατά τα λοιπά, ανάλογα με τη θεματική των δελτίων ειδήσεων, επιλέγουμε το έγκλημα της επικαιρότητας και απλώς αυστηροποιούμε τις ποινές. Τι κι αν ο τελευταίος Ποινικός Κώδικας ψηφίστηκε μόλις πριν από δύο χρόνια; Τι κι αν αυτά τα δύο χρόνια δεν υπήρξε δυνατότητα να εφαρμοστούν και να αξιολογηθούν οι διατάξεις του λόγω της πανδημίας; Τι κι αν η κοινή λογική και σύμπασα η επιστημονική κοινότητα υποστηρίζουν ότι δεν επιτρέπεται να αλλάζουμε κάθε λίγο και λιγάκι έναν νομοθετικό κώδικα; Εάν ένα σοβαρό κράτος μπορούσε να αρκείται μόνο σε τιμωρητικά μέτρα, ανάλογα με τις εκάστοτε διαθέσεις της κοινής γνώμης, η ανθρωπότητα θα είχε ξεμπερδέψει προ πολλού με το πρόβλημα της σοβαρής εγκληματικότητας.

Αυτή η επιδερμική και δημαγωγική πολιτική έχει ως συνέπεια να διογκώνεται το ήδη σοβαρό πρόβλημα υπερπληθυσμού στις κοινές (κλειστές) φυλακές. Την ίδια στιγμή οι αγροτικές φυλακές αδειάζουν. Εν γένει, οι εναλλακτικοί τρόποι έκτισης της ποινής, όπως είναι το βραχιολάκι και η ημιελεύθερη διαβίωση, οδηγούνται σε αχρηστία ή de facto καταργούνται, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της κοινωφελούς εργασίας στους δήμους. Παράλληλα, περιορίζουμε και τις δυνατότητες υφ’ όρον απόλυσης των κρατουμένων για κάποια εγκλήματα. Μάταια περιμένουμε από τον κ. Τσιάρα να τηρήσει την υπόσχεσή του και να μας φέρει ρύθμιση στη Βουλή για την κοινωφελή εργασία, την οποία ο ίδιος με άφρονα τρόπο ανέστειλε αμέσως μόλις ανέλαβε καθήκοντα, το 2019.

Αλήθεια, τι νομίζει πως θα καταφέρει η κυβέρνηση αυστηροποιώντας απλώς τις ποινές; Χωρίς μια σοβαρή πολιτική σωφρονισμού, που θα αποβλέπει στην ομαλή κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων, χωρίς εναλλακτικές μορφές έκτισης της ποινής για τα λιγότερο σοβαρά εγκλήματα, το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να γεμίσει ακόμη περισσότερο τις ήδη υπερπλήρεις φυλακές, βάζοντας αναπόφευκτα στο ίδιο κελί τον μικροαπατεώνα με τον σκληρό ποινικό κρατούμενο. Ένα μικρό «μεταπτυχιακό» στο οργανωμένο έγκλημα, με έξοδα του έλληνα φορολογούμενου. Παράλληλα, περιορίζουμε και τις δυνατότητες υφ’ όρον απόλυσης των κρατουμένων για κάποια εγκλήματα, διογκώνοντας ακόμη περισσότερο το πρόβλημα του υπερσυνωστισμού. Στοιχεία όλα αυτά μιας αντιφατικής και κοντόφθαλμης πρακτικής, η οποία αντί να μειώνει την εγκληματικότητα, στην πραγματικότητα την αυξάνει. Φυσικά, κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον, η ίδια ή η επόμενη κυβέρνηση θα αναγκαστεί –από την ίδια την πραγματικότητα– να φέρει νέους νόμους έκτακτης αποφυλάκισης, όπως έχει κάνει ξανά στο παρελθόν όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ίδια η Νέα Δημοκρατία – και μάλιστα τέσσερις φορές (2008, 2009, 2013, 2014).

Καλή είναι η δημιουργία μιας σχετικής αίσθησης ασφάλειας με την απειλή σκληρότερων ποινών εκεί όπου αυτό πράγματι επιβάλλεται. Άλλωστε τις διατάξεις για τα σοβαρότερα εγκλήματα, όπως εκείνα που διαπράττονται κατά ανηλίκων, το Κίνημα Αλλαγής τις υπερψήφισε. Αλλά από την πολιτική ηγεσία της χώρας, συμπολίτευση και αντιπολίτευση, οι έλληνες πολίτες απαιτούν πολύ περισσότερα: Να μην αντιδρούμε σπασμωδικά στα δελτία ειδήσεων και να νομοθετούμε υπό το κράτος μιας επικοινωνιακής σκοπιμότητας. Η κυβέρνηση οφείλει επιτέλους, κάποια στιγμή, να εκπονήσει ένα συγκροτημένο πλαίσιο πρόληψης, αντεγκληματικής πολιτικής και σωφρονισμού στη χώρα μας. Και αυτό απαιτεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του εγκληματικού φαινομένου, που να περιλαμβάνει βεβαίως τόσο το στάδιο της αστυνομικής πρόληψης όσο και την εφαρμογή μέτρων εναλλακτικής έκτισης της ποινής, με στόχο την ομαλή επανένταξη στην κοινωνία. Εάν υπάρξει μια τέτοια, σοβαρή προσέγγιση της εγκληματικότητας, η υπεύθυνη αντιπολίτευση οφείλει να τη στηρίξει.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ