Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο Ερντογάν, αλλά η ίδια η Τουρκία

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο Ερντογάν, αλλά η ίδια η Τουρκία

-O ρόλος των κεμαλιστών

-Εθνική πολιτική ο αναθεωρητισμός και ο επεκτατισμός

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Ο άκυρος συναγερμός με τη φημολογία για τον υποτιθέμενο θάνατο του Ταγίπ Ερντογάν αναδεικνύει μια πρόκληση με την οποία αργά η γρήγορα θα βρεθούν αντιμέτωπες τόσο η Ελλάδα όσο και η διεθνής κοινότητα.

Ο Ταγίπ Ερντογάν, παρά τα προβλήματα υγείας τα οποία έχει αντιμετωπίσει (υψηλό σάκχαρο και ιατρικό ιστορικό με επέμβαση στο στομάχι) και παρά τη σοβαρή κόπωση με τα συνεχή ταξίδια, αλλά κυρίως με τις καθημερινές, μακρές ομιλίες του σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Τουρκίας, δεν φαίνεται να είναι έτοιμος ακόμη να αποχαιρετίσει τα εγκόσμια. Βέβαια, η συζήτηση αυτή για την υγεία του Ερντογάν λειτουργεί ορισμένες φορές και αποπροσανατολιστικά.

Τα εχθρικά αισθήματα που προκαλούν στην Ελλάδα οι καθημερινές επιθέσεις του τούρκου ηγέτη εναντίον της χώρας μας είναι δικαιολογημένα, αλλά λανθασμένα δημιουργείται και η εντύπωση ότι αν αύριο χάσουμε τον Ταγίπ Ερντογάν τότε όλα θα αλλάξουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και αυτή η εικόνα είναι απολύτως λανθασμένη και παραπλανητική. Ο τούρκος ηγέτης παραμένει ισχυρός πόλος, που συγκεντρωτικά ασκεί την εξουσία στη χώρα του, κάτι που προσφέρει τουλάχιστον έναν αξιόπιστο συνομιλητή.

Κάποιον που ο ίδιος αποφασίζει και έτσι σε μια διεθνή επαφή ή σε μια συζήτηση με την Ελλάδα δεν μπορεί να υπεκφεύγει παραπέμποντας στο… Κοινοβούλιο ή στο Υπουργικό Συμβούλιο ή σε ένα Εθνικό Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών. Τα πρώτα χρόνια της θητείας του μάλιστα είχε δώσει την αίσθηση ο κ. Ερντογάν ότι είναι ο μοναδικός τούρκος ηγέτης, τουλάχιστον μετά την περίοδο της φιλίας Ατατούρκ Βενιζέλου, ο οποίος θα μπορούσε να βάλει σε τροχιά επίλυσης τα προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η περίοδος ευφορίας άρχισε να καταρρέει όταν ο κ. Ερντογάν είδε ότι οι Κύπριοι και η Ελλάδα τελικά δεν ήταν πρόθυμοι να του κάνουν το μεγάλο δώρο της έγκρισης του Σχεδίου Ανάν, το οποίο θα αποτελούσε για τον ίδιο ένα μεγάλο όπλο έναντι του κεμαλικού στρατιωτικοπολιτικού κατεστημένου, που τότε τον πολεμούσε…

Όμως η κρίσιμη στιγμή στις σχέσεις του Ερντογάν με την Ελλάδα ήταν το 2016, όταν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα οι οκτώ αξιωματικοί. Ο ίδιος υποστήριξε τότε ότι ο κ. Τσίπρας του είχε υποσχεθεί ότι οι οκτώ θα παραδοθούν στην Τουρκία, κάτι που φυσικά δεν έγινε και δεν μπορούσε να γίνει. Έκτοτε ο κ. Ερντογάν «στράβωσε» και ψυχολογικά-συναισθηματικά με την Ελλάδα. Όμως, πέραν της ψυχολογικής διάστασης, πολλά έχουν αλλάξει και στην Τουρκία και για τον ίδιο τον κ. Ερντογάν.

Η πολιτική που εφαρμόζει η Τουρκία πλέον είναι καθαρά νεο-οθωμανική, συγκεντρωτική, στα όρια της αυταρχικότητας στο εσωτερικό και ηγεμονική στο εξωτερικό. Η Τουρκία δεν έχει καμιά απολύτως διάθεση ούτε να επιλύσει το Κυπριακό ούτε να επιλύσει την ελληνοτουρκική διαφορά της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, ενώ φυσικά προσπαθεί να φορτώσει την ελληνοτουρκική ατζέντα με μια σειρά θέματα.

Από τη Θράκη και την προσπάθεια έγερσης μειονοτικού ζητήματος μέχρι την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και την ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, όχι πλέον σε βράχους και βραχονησίδες, αλλά ακόμη και σε κατοικημένα νησιά. Με το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», που με βασικό εργαλείο το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο αμφισβητεί τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά ακόμη και την ελληνική κυριαρχία στη δυνητική αιγιαλίτιδα ζώνη των 12 ν.μ., ο κ. Ερντογάν πλέον υπερβαίνει μια κόκκινη γραμμή, την οποία καμιά προηγούμενη τουρκική κυβέρνηση δεν τόλμησε να ακου μπήσει.

Αυτά όλα αποτελούν πλέον μια εθνική πολιτική, την οποία ο Ερντογάν και ο στενός σύμμαχός του και κυβερνητικός εταίρος του, ο αρχηγός των Γκρίζων Λύκων, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, εφαρμόζουν με συνέπεια και έτσι έχουν ανεβάσει τον πήχη ακόμη και για τους κεμαλικούς αντιπάλους, καθώς και για τους προβαλλόμενους από τα ελληνικά ΜΜΕ ως μεταρρυθμιστές πολιτικούς, όπως ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης κ. Ιμάμογλου. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που τεθεί θέμα διαδοχής του κ. Ερντογάν, είτε λόγω φυσικών αιτίων είτε μετά από εκλογές (που μάλλον είναι απίθανο να επιτρέψει στην αντιπολίτευση να τον εκθρονίσει), οι προοπτικές είναι εντελώς αρνητικές.

Το CHP είναι ο κατ’ εξοχήν πολιτικός χώρος που έχει υιοθετήσει τη λογική αντιπαράθεσης με την Ελλάδα, ενώ οι βουλευτές του, με συνεχείς ερωτήσεις στην Εθνοσυνέλευση, έχουν κατηγορήσει τον Ταγίπ Ερντογάν ότι εγκατέλειψε στη διάρκεια της θητείας του μια σειρά ελληνικών νησιών στην… Ελλάδα, παρουσιάζοντας μάλιστα και κατάλογο με συγκεκριμένα νησιά… Όμως, ακόμη και η πρόεδρος του κόμματος IYI κ. Ακσενέρ είναι η πιο ακραία, εθνικιστική, ανθελληνική φωνή στην τουρκική πολιτική σκηνή μετά τον Μπαχτσελί. Όσο για την υποτιθέμενη πιο αριστερή αντιπολίτευση, ακόμη και το HDP (που εκφράζει μερίδα των Κούρδων και το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) ουδέποτε έχει αποδοκιμάσει τις εθνικιστικές πολιτικές του τουρκικού καθεστώτος και την επιθετική ρητορική εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου.

Το κεμαλικό κατεστημένο ήταν αυτό που ξεκλήρισε, με συστηματικό τρόπο, τον Ελληνισμό της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Είναι αυτό που, με επικεφαλής τον Ετσεβίτ, καθοδήγησε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και επέβαλε τη συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα στρατιωτική κατοχή στο βόρειο τμήμα του νησιού.

Οι κεμαλιστές ήταν αυτοί που έφεραν στο προσκήνιο τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών», που άλλαξε τα δεδομένα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κατόπιν ήρθε ο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος, σταδιακά, όχι μόνο ακολούθησε με συνέπεια την αναθεωρητική πολιτική των προκατόχων του, αλλά τη διεύρυνε ακόμη περισσότερο: Πλέον στην Κύπρο διεκδικεί λύση δύο κρατών, ενώ έναντι της Ελλάδας έχει όχι μόνο υιοθετήσει αλλά και εφαρμόσει στην πράξη την πλήρη αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με τη «Γαλάζια Πατρίδα», που μηδενίζει όλες τις θαλάσσιες ζώνες της Ελλάδας στη Μεσόγειο, το δικαίωμα των νησιών σε χωρικά ύδατα 12 ν.μ. αλλά και ΑΟΖ, ενώ συγχρόνως αμφισβητεί όχι απλές βραχονησίδες, αλλά ακόμη και μεγάλα νησιά, με το πρόσχημα της μη τήρησης της αποστρατιωτικοποίησης…

Έτσι, ακόμη κι αν ανατραπούν τα δεδομένα και ο Ταγίπ Ερντογάν οδηγηθεί σε ήττα στις εκλογές ή αν εκλείψει βιολογικά, υπάρχει πλειάδα συνεχιστών της εθνικιστικής, επεκτατικής πολιτικής του. Διότι αυτή αποτελεί εθνική πολιτική πλέον στην Τουρκία και όχι προσωπική επιλογή ή ατομική ατζέντα του εκάστοτε ηγέτη. Και αυτό είναι το μεγάλο «όπλο» της Τουρκίας…


Σχολιάστε εδώ