Σκέψεις για τη μετάβαση στην κλιματικά ουδέτερη οικονομία – Του Π. Αδαμίδη

Σκέψεις για τη μετάβαση στην κλιματικά ουδέτερη οικονομία – Του Π. Αδαμίδη


Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, LL.M (Harvard’ 95), ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων


Υπάρχει στην πολιτική ιστορία ένα ρητό σύμφωνα με το οποίο «όταν δεν θέλεις να αλλάξεις τίποτα, ξεκίνα να τα αλλάξεις όλα». Και επειδή οι εμπνευστές του δόγματος που απηχεί έχουν σίγουρα βαθιά γνώση και ικανότητες πολιτικής χειραγώγησης, δεν θα μπορούσαν να αφήσουν αναξιοποίητα τα διδάγματα του Νικολό Μακιαβέλι.

Με άλλα λόγια, χρησιμοποιούν τους ίδιους τους διαπρύσιους ρήτορες της ευαγγελιζόμενης αλλαγής για να την εκθέσουν με την προχειρότητα και την άγνοιά τους. Τα ιστορικά παραδείγματα πολλά. Ενδεικτικά περιλαμβάνουν τον Πέτρο τον Ερημίτη, τον εμπνευστή της πρώτης Σταυροφορίας, την οποία συγκροτούσαν οι ανεκπαίδευτοι και «ξυπόλητοι» οπαδοί του και έγινε βορά στη σπάθα των μουσουλμάνων επικυρίαρχων των Ιερών Τόπων. Στο ίδιο πλαίσιο θα μπορούσε να εντάξει κανείς και «τα παιδιά των λουλουδιών», που τόσο πολύ ενθουσίαζαν με τα φιλειρηνικά τους ιδεώδη και την προτίμησή τους για έρωτα και όχι πόλεμο και τόσο πολύ, εν αγνοία τους, διευκόλυναν τις σοβιετικές βλέψεις για τον αφοπλισμό της Δυτικής Ευρώπης και τη διαρκή ομηρία της.

Η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή τείνει να διαμορφώσει ανάλογη αμηχανία και αδιέξοδα. Ως αρχή εργασίας, δεν αμφισβητείται από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι μια πραγματικότητα, που επιβαρύνεται από τις υποδομές της σύγχρονης παραγωγικής δραστηριότητας και οικονομίας. Είναι το τίμημα, εν πολλοίς, που πληρώνουμε για τα μέσα και τις ανέσεις που έχουμε αποκτήσει και τη διαρκή βελτίωση του τρόπου ζωής μας. Η στάθμιση ωστόσο μεταξύ κόστους και ωφέλειας είναι πλέον αρνητική και τείνει να καταστεί, μέσα ιδίως από την επιδείνωση του φαινομένου του θερμοκηπίου, μη διαχειρίσιμη.

Κύριο σημείο αποτίμησης των καταστροφικών συνεπειών στο κλίμα και στο περιβάλλον είναι ο ρυθμός και ο βαθμός της εκπομπής ρύπων στην ατμόσφαιρα. Βασική, αντίστοιχη εστία παθογένειας είναι κατ’ αρχάς η εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα και σε δεύτερο χρόνο μεθανίου. Κύριες πηγές προέλευσης των εκπομπών αυτών είναι τα ορυκτά καύσιμα και η έκταση και η ένταση χρησιμοποίησής τους. Οι παραδοχές έχουν ωθήσει τη διεθνή κοινότητα και τα 197 κράτη, που έχουν προσυπογράψει τη Συνθήκη του Παρισίου για το κλίμα, να θέσουν φιλόδοξους στόχους για τον σταδιακό περιορισμό των εκπομπών ρύπων και την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Ο χρονικός μάλιστα ορίζοντας επίτευξης των στόχων και τα επιμέρους ορόσημά τους βαίνουν σε πορεία διαρκούς σύντμησης. Αυτά όλα ισχύουν σε επίπεδο εξαγγελιών. Γιατί σε επίπεδο επαλήθευσης υπάρχουν δυσεπίλυτα προβλήματα που μετεξελίσσονται σε ανυπέρβλητες δυσκολίες.

Υπάρχει κατ’ αρχάς ουσιώδες χάσμα εκκίνησης, δυνατοτήτων και στοχεύσεων μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών. Λέγεται κατά τούτο ότι τα αναπτυγμένα κράτη, που έχουν βρεθεί στην πρωτοπορία της βιομηχανικής επανάστασης και επιβαρύνουν με τις ενεργοβόρες παραγωγικές υποδομές τους το περιβάλλον επί 250 έτη, πρέπει να επωμισθούν και το κύριο βάρος των υποχρεώσεων για την επίτευξη των κλιματικών στόχων. Το αίτημα αυτό των αναπτυσσόμενων χωρών είναι πρόσθετα εύλογο, δεδομένων των περιορισμένων πόρων που έχουν για την προσαρμογή τους στη νέα εποχή. Για τον λόγο αυτό έχει προβλεφθεί ότι θα ενισχύονται από το Ταμείο για την Κλιματική Αλλαγή, που προικοδοτείται με 100 δισ. ευρώ τον χρόνο. Χωρίς όμως αυτό να γίνεται στην πράξη.

Απαραίτητος όρος για τη μετάβαση στην κλιματική ουδέτερη οικονομία είναι να εξασφαλιστούν οι υποδομές που θα παράσχουν ισοδύναμες πηγές ανανεώσιμης και καθαρής ενέργειας, σε σχέση με αυτές που στην παρούσα φάση εξασφαλίζουν τα ορυκτά καύσιμα. Ο όρος αυτός δεν φαίνεται να εκπληρώνεται. Το αποδεικνύει και η κρίση στις τιμές του φυσικού αερίου και το «καψόνι» που ο Πρόεδρος Πούτιν επεφύλαξε στην Ευρώπη. Όπου με τρόπο κυνικό, όταν δεν παρέδιδε μαθήματα για τη χρησιμότητα συμβολαίων μακράς διάρκειας, μας υπόμνησε πως δεν υπάρχουν ισοδύναμες πηγές προμήθειας ενέργειας σε σχέση με το ρωσικό φυσικό αέριο.

Στο σημείο αυτό είναι σαφές πως για να υπάρχει ρεαλισμός στην επιδίωξη στόχων και τη σταδιακή αποδέσμευση από τα ορυκτά καύσιμα πρέπει να έχουν διασφαλισθεί και να έχουν τεθεί σε λειτουργία ισοδύναμες παραγωγικές υποδομές ανανεώσιμης και καθαρής ενέργειας. Ο σχεδιασμός των κρατών-μελών δεν μπορεί να είναι υποθετικός και να βασίζεται σε λύσεις εκ των ενόντων και αυτοσχεδιασμούς. Πρέπει με επαληθεύσιμα αριθμητικά δεδομένα να αντικαθίσταται κάθε μονάδα παραγωγής ενέργειας που στηρίζεται σε ορυκτά καύσιμα. Εύλογα η αντικατάσταση θα γίνεται με ορίζοντα διαρκείας και όχι ως πιλοτικά περιορισμένη χρονικά επιλογή, λόγω του κόστους της.

Στο ίδιο μήκος αποσαφήνισης, είναι αναγκαίο να επιλυθούν όλα τα ζητήματα που αφορούν την εγκατάσταση ανεμογεννητριών αλλά και να διευθετηθεί η εφοδιαστική ασφάλεια. Είναι γνωστό ότι η Κίνα είναι ο κύριος εξαγωγέας σπανίων γαιών και ορυκτών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή μπαταριών, που με τη σειρά τους αποτελούν βάση παραγωγής ανανεώσιμης και καθαρής ενέργειας. Είναι λογικό να υπάρχουν ανησυχίες για το ενδεχόμενο άσκησης πιέσεων από το κινεζικό καθεστώς, μέσα από τον έλεγχο της ροής των εξαγόμενων μετάλλων και σπάνιων γαιών. Αλλά και η χρήση της πυρηνικής ενέργειας είναι παράμετρος που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με αποκλειστικά ιδεολογικοπολιτικά κριτήρια. Η αποδέσμευση από την πυρηνική ενέργεια, που έχει κορυφαίο ρόλο σε Γαλλία, Βέλγιο και Σουηδία μεταξύ άλλων, μπορεί να νοηθεί μόνο στο μέτρο που έχουν εξασφαλισθεί λειτουργικά ισοδύναμα.

Η μετάβαση στην κλιματικά ουδέτερη οικονομία είναι μια κορυφαία πρόκληση. Πρέπει να υλοποιηθεί μέσα από έτοιμες και λειτουργικές υποδομές. Κάθε μετέωρο βήμα είναι επιλογή υπονόμευσης, δυσφήμισης και ακύρωσής της.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ